«Χαίροις τῶν Ἀθηνῶν ἡ λαμπάς»
«Χαίροις τῶν Ἀθηνῶν ἡ λαμπάς, ἡ ἐν τῶ βίῳ καιομένη καὶ φαίνουσα», ἀνευφημεῖ ὁ ὑμνογράφος σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ τροπάρια τῆς ἑορτῆς τῆς Ἁγίας Φιλοθέης ποὺ τιμάει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας καὶ μάλιστα ἡ περιώνυμος πόλη τῶν Ἀθηνῶν. Πράγματι, ἡ Ἁγία σὲ ὅλη της τὴν ἐπίγεια ζωὴ ἔλαμψε διὰ τῶν ἀρετῶν τοῦ βίου της καὶ διὰ τῶν κοινωνικῶν της ἔργων. Διακρίθηκε γιὰ τὴν εὐσέβεια, τὴν σοφία, τὴν σεμνότητα, τὴν ὑπομονή, τὴν ἀγαπητική της προσφορά, κυρίως ὅμως γιὰ τὴν τόλμη καὶ τὴν ἀνδρεία της. Προέβαλε μάλιστα κάποιες ξεχωριστὲς ἀντιστάσεις, γιὰ τὶς ὁποῖες ἀξίζει ἰδιαιτέρως νὰ τὴν τιμοῦμε:
α) Κατ’ ἀρχὰς ἀντιστάθηκε στὸ κοινωνικὸ κατεστημένο τῆς ἐποχῆς της καὶ κάθε ἐποχῆς. Αὐτή, ἡ πλούσια ἀρχόντισσα, ἀπαρνήθηκε τὰ πλούτη της καὶ ἔθεσε τὸν ἑαυτό της στὴν διακονία τοῦ κάθε ἐμπερίστατου, ὡς ἄλλη Δορκάς. Τὴν στιγμὴ μάλιστα ποὺ οἱ περισσότεροι πλούσιοι ἄρχοντες κατὰ τὴν Τουρκοκρατία δὲν προέβαλαν καμμία ἀντίσταση στὸν κατακτητή, μᾶλλον δὲ συνεργάζονταν μαζί του, γιὰ νὰ μὴν χάσουν τὰ προνόμιά τους, ἐκείνη ὄχι μόνον δὲν ἔκλινε γόνυ στὸν ξένο δυνάστη ἀλλὰ ἐναντιώθηκε παράλληλα καὶ στὴν καταπιεστικὴ τακτικὴ τῶν ντόπιων δυναστῶν ἀρχόντων, οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ὁποίους τὴν ἀντιμετώπιζαν γι’ αὐτὸ μὲ καχυποψία ἤ καὶ ὑπέσκαπταν τὴν κοινωνική της δράση.
β) Ἐπίσης, ἡ Φιλοθέη ἦρθε ἀντιμέτωπη μὲ τὴν ἴδια της τὴν φύση, ποὺ ὑπαγόρευε ὡς γυναῖκα ποὺ ἦταν τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ὑποταγὴ στὸν ἄνδρα ἀφέντη. Ἐκείνη ὅμως τὴν πιὸ ζοφερὴ περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, τὸν 16ο αἰῶνα, ποὺ ὁ αἱμοσταγὴς σουλτάνος Σουλεϊμάν κυριαρχοῦσε ἀπόλυτα, σκορπίζοντας τὸν φόβο καὶ τὸν τρόμο, ἀναδείχθηκε «Κυρὰ τῶν Ἀθηνῶν». Δροῦσε κυριολεκτικὰ κάτω ἀπὸ τὴν μύτη τοῦ Τούρκου διοικητῆ, ποὺ ἕδρευε στὴν Ἀκρόπολη, δυὸ βήματα ἀπὸ τὸ ἀρχοντικὸ τῶν Μπενιζέλων στὴν Πλάκα. Γι’ αὐτὸ ὁ ἐγκωμιαστής της ἀναφωνεῖ μὲ θαυμασμὸ «Σαμψὼν ἔσχες τὴν ἀνδρείαν» (πῆρες τὴν ἀνδρεία τοῦ Σαμψών), ἀρετὴ σπάνια γιὰ γυναῖκα («Γυνὴ ἀνδρεία τίς εὑρήσει», Παροιμίαι Σολομῶντος, 29), ποὺ προκαλοῦσε ὅμως ταυτόχρονα τὸν φθόνο καὶ τὴν ἀντιζηλία τῶν ἄλλων.
γ) Ἡ Ἁγία Φιλοθέη ἐξ ἄλλου, ἐνῶ ἔγινε μοναχὴ καὶ ἀφιερώθηκε στὸν Θεὸ ποὺ τόσο ἀγαποῦσε (Φιλοθέη =φιλόθεη), δὲν ἀποτραβήχθηκε σ’ ἕνα ἡσυχαστήριο, γιὰ νὰ περάσῃ τὴν ὑπόλοιπη ζωή της. Ἀντιθέτως, ἀκολούθησε τὴν παράδοση τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, τῶν κοινοβιακῶν Πατέρων καὶ τὸ παράδειγμα τῶν φιλάδελφων ἀληθινῶν ἀρχόντων γονέων της, ποὺ βοηθοῦσαν ἁπλόχερα κάθε ἐνδεῆ καὶ ἀναγκεμένο. Προτίμησε ἔτσι τὶς μέριμνες τοῦ κοινοβίου, στὸ ὁποῖο ἀνάλωσε τὸν πλοῦτο καὶ ὅλο της τὸν ἑαυτό, «νοῦν καὶ ψυχὴν καὶ καρδίαν καὶ σῶμα». Ἔκτισε τὸν «Παρθενῶνα» τῆς ἀγάπης καὶ πλῆθος ἄλλων ἱδρυμάτων, ὅπου εὕρισκαν καταφύγιο ἀδύναμοι καὶ πονεμένοι, ἀνεξαρτήτως φύλου καὶ ἐθνικότητας, καὶ κυρίως φτωχὲς καὶ κατατρεγμένες κοπέλες ποὺ δραπέτευαν ἀπὸ τὰ χαρέμια τῶν Τούρκων ἤ τὶς ἐξαγόραζε ἡ ἴδια ἀπὸ τὰ σκλαβοπάζαρα καὶ τὶς φυγάδευε στὴν συνέχεια στὰ μετόχια της, γιὰ νὰ τὶς γλυτώσῃ ἀπὸ τὸν ἀδηφάγο καὶ διαφθορέα κατακτητή. Ἡ Ἁγία φρόντιζε παράλληλα γιὰ τὴν μόρφωση καὶ τὴν ἀποκατάσταση τῶν ἀδύναμων κοριτσιῶν-ἵδρυσε τὸ πρῶτο σχολεῖο γιὰ γυναῖκες στὴν Τουρκοκρατία- καὶ ἔγινε ἡ ἴδια ἡ «μαΐστρα» καὶ ἡ πνευματική τους μητέρα. Ἐργαζόταν ἀδιάκοπα καὶ ἐπέκτεινε συνεχῶς τὸ δίκτυο τῆς κοινωνικῆς της προσφορᾶς καὶ στὴν Ἀθήνα καὶ στὰ νησιά.
Δικαίως λοιπόν χαρακτηρίστηκε ὡς «προστάτις καὶ στήριγμα καὶ διωκομένων ἀσφαλὲς καταφύγιον» καὶ ἀναδείχθηκε «ἀείρους καὶ πολυχεύμων πηγὴ συμπαθείας καὶ ἀγάπης». Κι ἄν οἱ σκληροὶ κατακτητὲς τὴν βασάνισαν τελικὰ ἀλύπητα, ἐκείνη ὅμως «διὰ πόνων ἀσκητικῶν καὶ μαρτυρίου τὸν τύραννον ἐχθρὸν καταβέβληκε».
Γιὰ νὰ τιμήσουμε ἑπομένως τὴν προστάτιδά μας Ἁγία γιὰ τὴν τεράστια ἐθνική καὶ κοινωνική της προσφορὰ δὲν ἔχουμε παρὰ νὰ μιμηθοῦμε τὶς ἀρετές της καὶ κυρίως τὸ ἀγωνιστικό της φρόνημα καὶ τὴν φιλάδελφη ἀγαπητική της συμπεριφορά, ὥστε συνεργαζόμενοι καὶ ἀλληλέγγυοι νὰ προβάλλωμε καὶ μεῖς σήμερα σθεναρὴ καὶ θαρραλέα ἀντίσταση στοὺς σύγχρονους ὕπουλους καὶ ποικιλώνυμους ἐχθροὺς τῆς πίστεως καὶ τῆς πατρίδος. Γένοιτο!
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος