Οἱ εὐχὲς τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸν νέο ἐνιαυτό
Εὐχὲς καὶ ὕμνους γιὰ τὴν εὐλογία τῆς νέας ἐκκλησιαστικῆς καὶ ἀκαδημαϊκῆς περιόδου ἀναπέμπει ἡ Ἐκκλησία μας. Ὅπως κατὰ τὴν ρωμαϊκὴ ἰνδικτιῶνα (ἀπὸ τὸ indictio, ποὺ σημαίνει ὁρισμός, ἐξαγγελία), ὁριζόταν, κατὰ τὸν Σεπτέμβριο, τὸν μήνα τῆς συγκομιδῆς τῶν πρώτων καρπῶν τῆς γῆς, τὸ ὕψος τοῦ φόρου ποὺ θὰ πλήρωναν οἱ ὑπήκοοι γιὰ τὴν συντήρηση τοῦ στρατοῦ γιὰ τὰ ἑπόμενα 15 ἔτη, ὁπότε γινόταν ἡ νέα ἐξαγγελία, ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία μας ὥρισε τὴν 1η τοῦ μηνὸς Σεπτεμβρίου ὡς δική της ἰνδικτιῶνα, ὡς ἀπαρχὴ δηλαδὴ τῶν δικῶν της δραστηριοτήτων γιὰ τὴν νέα χρονιά.
Ἡ πάγια, ἐξ ἄλλου, τακτικὴ τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι νὰ προσδίδει στὶς παλαιὲς συνήθειες νέο, χριστιανικὸ περιεχόμενο, ἀνανοηματοδοτῶντας τες. Ἔτσι, στὶς περιόδους τῆς φθινοπωρινῆς (23 Σεπτεμβρίου) καὶ ἐαρινῆς ἰσημερίας (γύρω στὶς 21 Μαρτίου), ποὺ γίνονταν ἑορτασμοὶ γιὰ τὴν ἀρχὴ τοῦ φθινοπώρου καὶ γιὰ τὴν ἀναγέννηση τῆς φύσεως, ἀντιστοίχως, ἡ Ἐκκλησία μας τοποθέτησε τὶς ἑορτὲς τῆς Συλλήψεως τοῦ «Προδρόμου τῆς Χάριτος» (23 Σεπτεμβρίου) καὶ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, τοῦ χαρμοσύνου μηνύματος ὅτι «ἡ χάρις» θὰ ἔλθῃ στὸν κόσμο ἀπὸ τὴν Παρθένο Μαρία (25 Μαρτίου). Ἀντιστοίχως, ἡ Ἐκκλησία μας τοποθέτησε τὴν ἑορτὴ τῆς Γεννήσεως τοῦ Προδρόμου (στὶς 24 Ἰουνίου), στὴν θέση τῶν εἰδωλολατρικῶν ἐκδηλώσεων ποὺ διεξάγονταν γιὰ τὸ θερινὸ ἡλιοστάσιο, ἐνῶ στὶς 25 Δεκεμβρίου (χειμερινὸ ἡλιοστάσιο), ποὺ ἐλάμβανε χώρα ἡ ἑορτὴ τῆς γεννήσεως τοῦ «ἀήττητου Ἡλίου», ἡ Ἐκκλησία μας τοποθέτησε τὴν «Ἀνατολή», τὴν Γέννηση τοῦ Ἡλίου τῆς Δικαιοσύνης.
Ἑπομένως, ἡ Ἐκκλησία εὐλογεῖ ὅλες τὶς περιόδους καὶ κάθε ἡμέρα τῆς ζωῆς μας, καθὼς καθημερινῶς τιμᾶμε τὴν μνήμη ἑνὸς ἢ καὶ περισσοτέρων εὐλογημένων Ἁγίων. Σχετικῶς μὲ τὴν νέα ἐκκλησιαστικὴ περίοδο, ὁ Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης ἀναφέρει ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἑορτάζει τὴν ἀρχὴ τοῦ νέου χρόνου, γιὰ νὰ παρακαλέσωμε τὸν Κύριο νὰ τὸν εὐλογήσῃ, «νὰ μᾶς τὸν χαρίσῃ εὐτυχῆ καὶ γεμᾶτο ἀπὸ σωματικὰ ἀγαθὰ καὶ νὰ φωτίσῃ τὸν νοῦ μας νὰ περάσωμε τὸν χρόνο καθαρά, μὲ ἀγαθὴ συνείδηση καὶ νὰ τὸν εὐαρεστήσωμε μὲ τὴν φύλαξη τῶ ἐντολῶν Του καὶ ἔτσι νὰ ἐπιτύχωμε τῶν ἐν τῷ οὐρανῷ αἰωνίων ἀγαθῶν» (Συναξαριστὴς Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Τόμος Α’, Σεπτέμβριος – Ὀκτώβριος).
Αὐτὴν «τὴν ἐπομβρίαν τῶν ἀγαθῶν» (Ἱ. Χρυσόστομος) εὔχεται ἡ Ἐκκλησία μας καὶ διὰ τῶν ἀληθινὰ ὑπέροχων ὕμνων τῆς Ἀκολουθίας τῆς Ἰνδίκτου, ποὺ ψάλλεται κατὰ τὴν πρώτη ἡμέρα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Οἱ εὐχὲς αὐτὲς δὲν ἀναφέρονται μόνον στὴν ὑλικὴ εὐφορία ἀλλὰ καὶ στὴν πνευματικὴ ἀνύψωση τῶν πιστῶν: «παράσχου, φιλάνθρωπε, τῇ γῇ σου εὐφορίαν, εὐκράτους τοὺς ἀέρας χαριζόμενος … ὁ καιροὺς καρποφόρους καὶ ὑετοὺς παρέχων, ὁ εὐλογῶν τὰς εἰσόδους καὶ τὰς ἐξόδους ἡμῶν (τὴν ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τοῦ χρόνου μας)» ἀλλὰ καὶ «νίκας δώρησαι κατὰ τῶν ἀθλίων βαρβάρων … καὶ πταισμάτων δώρησαι ἄφεσιν … καὶ τὰς αἱρέσεις κατάβαλε» (οἱ αἱρέσεις καὶ οἱ βάρβαροι μάστιζαν τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ κράτος κατὰ τὴν βυζαντινὴ περίοδο, ὁπότε συνετέθησαν οἱ ὕμνοι).
«Παντοκράτορ, τῶν ἐτῶν τὰς ἑλίξεις (τὶς περιόδους) γαληνιώσας τῷ κόσμῳ δώρησαι … ὁ ὤν πρὸ τῶν αἰώνων, ὁ συστησάμενος τὴν κτίσιν ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι, τῶν χρηστῶν σου δωρεῶν πλήρωσον», ψάλλει ὁ ὑμνογράφος σὲ κάποιο ἄλλο τροπάριο. Ἐκεῖ ὅμως ποὺ ὁ λυρισμὸς πραγματικὰ ξεχειλίζει εἶναι στὰ Στιχηρὰ τῶν Αἴνων: «Ἡ βασιλεία σου, Χριστὲ ὁ Θεός, βασιλεία πάντων τῶν αἰώνων καὶ ἡ δεσποτεία σου ἐν πάσῃ γενεᾷ καὶ γενεᾷ. πάντα γὰρ ἐν σοφίᾳ ἐποίησας, καιροὺς ἡμῖν καὶ χρόνους προθέμενος … αἱ πορεῖαι σου, ὁ Θεός, μεγάλαι καὶ θαυμασταί … ὅτι φῶς ἐκ φωτὸς ἐπεδήμησας εἰς ταλαίπωρον κόσμον σου καὶ τὴν πρώτην ἀνεῖλες (ἀναίρεσες) ἀρὰν τοῦ παλαιοῦ Ἀδὰμ καὶ ἡμῖν ἐν σοφίᾳ καιροὺς καὶ χρόνους ὑπέθου (τοποθέτησες) τοῦ δοξάζειν τὴν παντουργικὴν σου ἀγαθότητα» ( = ὥστε νὰ δοξάζωμε τὴν πανσθενῆ, τὴν παντοδύναμή σου ἀγαθότητα). Δὲν ξέρει κανείς, πράγματι, τί νὰ πρωτοθαυμάσῃ στοὺς ὕμνους αὐτούς: τὸν πλοῦτο τῶν λέξεων ἢ τὸ βάθος τῶν νοημάτων ἢ μήπως καὶ τὰ δύο, ἐφ’ ὅσον ἡ γλῶσσα εἶναι τὸ ὄχημα γιὰ τὴν κατανόηση τῆς σοφίας τοῦ λ(Λ)όγου!
Δὲν ἀρκεῖ, ἀσφαλῶς, ἕνα μόνον ἄρθρο νὰ παρουσιάσῃ τὴν ὀμορφιὰ τῶν ὕμνων τῆς Ἀκολουθίας τῆς Ἰνδίκτου. Χρειάζεται, σίγουρα, νὰ ἐντρυφήσῃ κανεὶς πολὺ περισσότερο στὰ πλούσια νοήματα τῶν παραπάνω τροπαρίων, γιὰ νὰ ἀντιληφθῇ τὸ περιεχόμενό των, νὰ τὰ βιώσῃ καὶ νὰ τὰ ἐφαρμόσῃ. Διότι ὅσο περισσότερο ἐμβαθύνει σὲ αὐτὰ ὁ ὑποκείμενος στοὺς νόμους τῆς φθορᾶς «χρονικός» ἄνθρωπος, τόσο καλύτερα συνειδητοποιεῖ τὸ μυστήριο τοῦ ἄχρονου Θεοῦ καὶ ἐπιζητεῖ νὰ τὸν πλησιάσῃ διὰ τῶν λόγων καὶ τῶν ἔργων, «ὅν τρόπον ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων». Καὶ ὅσο περισσότερο πλησιάζει ὁ φθαρτὸς ἄνθρωπος τὸν ἄφθαρτο Θεό, τόσο περισσότερο ἄφθορος καὶ ἄχρονος καθίσταται καὶ ὁ ἴδιος, ὅπως συμβαίνει μὲ τοὺς Ἁγίους!
Ὁ χρόνος, λοιπόν, στὴν ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ λαμβάνει μιὰ πραγματικὰ ἄλλη διάσταση, ἔχει σωτηριώδη σημασία, ὅπως ἐξ ἄλλου ἐπισημαίνει καὶ ἠ Ἐκκλησία μας: «Ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας» (Β’ Κορ. στ’ 2). Κάθε στιγμή, τώρα, εἶναι ὁ κατάλληλος καιρός, ἡ ἁρμόδια εὐ-καιρία γιὰ τὴν μετάνοια καὶ τὴν σωτηρία μας. Μόνον ἐὰν δοῦμε τὸν χρόνο μ’ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ καὶ θελήσωμε νὰ μεταμορφωθοῦμε ἐν Κυρίῳ, τότε καὶ μόνον τότε θὰ ἀξιωθοῦμε νὰ προσφέρωμε στὸν Κύριό μας «εὐπρόσδεκτον τὸν νέον ἐνιαυτὸν τῆς χρηστότητός του» ἀλλὰ καὶ νὰ ζήσωμε μαζί Του τὸν αἰώνιο ἐνιαυτὸ τῆς οὐρανίου Του Βασιλείας.
Εὐλογημένη, εἰρηνικὴ καὶ καρποφόρα, μὲ πλούσιους καὶ ἀγλαοὺς καρπούς, ἡ νέα ἐκκλησιαστικὴ χρονιά! Γένοιτο!
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος – θεολόγος