Οἱ παράγοντες ποὺ ὡδήγησαν στὴν ἐξέγερση τῆς 3ης Σεπτεμβρίου 1843 καὶ ὁ ῥόλος τοῦ Μακρυγιάννη
Στὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, λόγῳ τῆς ἀπουσίας κοινωνικῆς προνοίας ἀλλὰ καὶ τῶν αὐθαιρεσιῶν τῆς ὀθωμανικῆς διοικήσεως, προκειμένου οἱ Ἕλληνες νὰ προασπίσουν τὰ δικαιώματά των, συγκροτοῦσαν πελατειακὰ δίκτυα, ποὺ ἀποτελοῦσαν μιὰ μορφὴ κοινωνικῆς ὀργανώσεως (π.χ. οἰκογένειες προκρίτων στὴν Πελοπόννησο, μεγαλοαρματωλοὶ στὴν Στερεὰ Ἑλλάδα, πλοιοκτῆτες στὰ νησιά). Παράλληλα, οἱ ὁμάδες αὐτές, ἐκμεταλλευόμενες τὸ κενὸ τῆς ὀθωμανικῆς ἐξουσίας, ἐξελίχθηκαν γρήγορα καὶ σὲ παράγοντες διοικήσεως τῶν κοινοτήτων κατὰ τὴν Τουρκοκρατία.
Μὲ τὴν ἔκρηξη τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ ’21 ξεκίνησαν διαφωνίες, ποὺ ὡδηγήθηκαν σὲ συγκρούσεις, μεταξὺ τῶν προκρίτων, ἀρχιερέων, Φαναριωτῶν, ἀπὸ τὴν μιά, ποὺ ἦταν οἱ μέχρι τότε κάτοχοι τῆς ἐξουσίας στὶς κοινότητες τῆς Τουρκοκρατίας, διέθεταν τὴν ἐμπειρία τῆς ὀργανώσεώς της ἀλλὰ καὶ τὰ προνόμια, ποὺ δὲν ἤθελαν νὰ χάσουν, καί, ἀπὸ τὴν ἄλλη, τῶν στρατιωτικῶν, οἱ ὁποῖοι ἀναδείχθηκαν στὸ πεδίο τῆς μάχης, καὶ τῶν Φιλικῶν, ποὺ διεκδικοῦσαν καὶ ἐκεῖνοι, γιὰ λογαριασμό των, μερίδιο στὴν ἄσκηση τῆς ἐξουσίας.
Οἱ ἀνταγωνισμοὶ αὐτοὶ ἐκδηλώθηκαν ἐντονώτερα κατὰ τὴν συγκρότηση τῶν Ἐθνοσυνελεύσεων τοῦ Ἀγῶνα, ποὺ ψήφισαν τὰ ἀντίστοιχα Συντάγματα. Στὴν Α’ Ἐθνοσυνέλευση (Ἐπίδαυρος, 1822) οἱ πρόκριτοι κατάφεραν νὰ παραμερίσουν τοὺς στρατιωτικούς, στὴν Β’ ὅμως (Ἄστρος, 1823), οἱ ἀνταγωνισμοὶ ὡδήγησαν σὲ ἐμφύλιο πόλεμο (1823-1825), κατὰ τὸν ὁποῖον στὴν α’ φάση «νικητές» ἀναδείχθηκαν οἱ πρόκριτοι ἐναντίον τῶν κλεφτοκαπεταναίων, ἐνῶ στὴν β’ φάση οἱ νησιῶτες, ὑποστηριζόμενοι ἀπ’ τοὺς Ρουμελιῶτες ὁπλαρχηγούς, σὲ βάρος τῶν Πελοποννησίων προκρίτων καὶ στρατιωτικῶν. Οἱ συνέπειες τοῦ ἐμφυλίου αὐτοῦ ἦταν τραγικὲς ἀπὸ κάθε ἄποψη: καὶ τὰ μίση ἀναθερμάνθηκαν σὲ μιὰ τόσο κρίσιμη στιγμὴ γιὰ τὴν ἐπανάσταση, ποὺ στὸ μεταξὺ κινδύνευσε νὰ καταπνιγῆ στὴν Πελοπόννησο ἀπὸ τὸν Ἰμπραήμ, καὶ τὰ χρήματα τῶν δανείων κατασπαταλήθηκαν γιὰ τὴν ἐξαγορὰ συνειδήσεων καὶ τὴν συνέχιση τοῦ ἀλληλοσπαραγμοῦ, καί, τὸ χειρότερο, ὑποθηκεύτηκαν οἱ ἐθνικὲς γαῖες γιὰ τὴν ἀποπληρωμή τῶν δανείων, γεγονὸς ποὺ δυσχέραινε τὴν ἀποκατάσταση κυρίως τῶν ἀκτημόνων μετὰ ἀπὸ τὴν ἀπελευθέρωση.
Μιὰ ἄλλη συνέπεια τῶν συγκρούσεων ἦταν ἡ δημιουργία τῶν πρώτων ξενικῶν, ὅπως ὠνομάστηκαν, κομμάτων, τοῦ ἀγγλικοῦ (μὲ ἀρχηγὸ τὸν Α. Μαυροκορδάτο καὶ στὴν συνέχεια τὸν Ἀ. Λόντο), τοῦ γαλλικοῦ (μὲ ἀρχηγὸ τὸν Ἰ. Κωλέττη) καὶ ἀργότερα τοῦ ῥωσικοῦ (μὲ ἀρχηγὸ τὸν Ἀ. Μεταξᾶ), κοινὸ στοιχεῖο τῶν ὁποίων ἦταν ὁ προσανατολισμός των πρὸς τὴν ἀντίστοιχη Δύναμη, στὴν ὁποία στήριζαν τὶς ἐλπίδες των γιὰ τὴν ἐξωτερικὴ πολιτικὴ καὶ συγχρόνως τὴν ἀναγνώριζαν ὡς πρότυπο γιὰ τὴν ἐσωτερικὴ ὀργάνωση τῆς χώρας.
Ἀξίζει, πάντως, νὰ σημειωθῆ ὅτι, παρὰ τὸν διαφορετικό των προσανατολισμὸ καὶ τὶς ἐπιμέρους πολιτικές των διαφορές, καὶ τὰ τρία κόμματα συνασπίστηκαν πρὸς στιγμὴν στὸ κοινὸ αἴτημα γιὰ τὴν παραχώρηση Συντάγματος. Τὸ αἴτημα ἦταν, βεβαίως, παλαιότερο, ἀπὸ τὰ χρόνια τοῦ Καποδίστρια. Ἁπλῶς, στὴν συγκεκριμένη συγκυρία, τὸ αἴτημα ὑπέθαλπε καὶ ἡ ἀγγλικὴ διπλωματία γιὰ τοὺς δικούς της λόγους: Οἱ Ἄγγλοι ἦταν δυσαρεστημένοι μὲ τὴν ἀλυτρωτικὴ πολιτικὴ τοῦ Ὄθωνα, ποὺ μὲ τὴν σειρά της ἀποτελοῦσε παράγοντα ἀποσταθεροποιήσεως τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας, τὴν διατήρηση τῆς ὁποίας ἐπεδίωκε μὲ κάθε τρόπο ἡ Βρεττανικὴ αὐτοκρατορία γιὰ τὴν διασφάλιση τῶν οἰκονομικῶν καὶ πολιτικῶν της συμφερόντων.
Μπορεῖ ἡ ἐξέγερση τῆς 3ης Σεπτεμβρίου 1843 νὰ εἶχε, ὅπως εἴπαμε, ὡς κοινὸ αἴτημα τὴν παραχώρηση Συντάγματος, ὡστόσο ἡ χώρα βρισκόταν σὲ ἐπαναστατικὸ κλίμα ὅλη τὴν προηγούμενη δεκαετία, λόγῳ τῆς ἀντιλαϊκῆς πολιτικῆς τῆς ἀντιβασιλείας καὶ τοῦ Ὄθωνα. Πράγματι, οἱ ὀθωνικὲς κυβερνήσεις κυβερνοῦσαν τὴν Ἑλλάδα σὰν νὰ ἦταν γερμανικὸ κρατίδιο, ἀδιαφορῶντας γιὰ τὶς ἰδιαιτερότητες τῶν Ἑλλήνων, καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ὄθωνας, μετὰ ἀπὸ τὴν ἐνηλικίωσή του (1835), συνέχισε νὰ κυβερνᾶ συγκεντρωτικά, χωρὶς νὰ ἔχῃ διάθεση νὰ παραχωρήσῃ Σύνταγμα, ὅπως εἶχαν διαβεβαιώσει καὶ οἱ Προστάτιδες Δυνάμεις, στὸ πλαίσιο τῆς Συνθήκης τοῦ Λονδίνου (25 Ἀπριλίου/7 Μαΐου 1832), καὶ ἀρνούμενος, ἐπίσης, νὰ χρησιμοποιήσῃ Ἕλληνες σὲ ἀνώτερα πολιτικὰ ἀξιώματα. Ἀκόμη καὶ οἱ ἀγωνιστὲς τῆς Ἐπαναστάσεως δὲν ἐντάχθηκαν στὸν νέο στρατὸ ποὺ συγκροτήθηκε ἀπὸ τὴν ἀντιβασιλεία, καταδικαζόμενοι ἔτσι σὲ ἀνέχεια.
Ἡ κυριώτερη, ὅμως, αἰτία κοινωνικοῦ ἀναβρασμοῦ, τὴν περίοδο αὐτήν, ἦταν ἡ οἰκονομικὴ δυσπραγία, ἀποτέλεσμα τῶν δεινῶν ποὺ εἶχαν συσσωρευτῆ ἤδη ἀπὸ τὸν Ἀγῶνα –κακὴ διαχείριση τῶν δανείων, μὴ ἀξιοποίηση τῶν ἐθνικῶν κτημάτων-, ἀλλὰ καὶ τῆς σκληρῆς φορολογίας ποὺ ἐπέβαλαν συνεχῶς σὲ βάρος τῶν λαϊκῶν στρωμάτων οἱ ὀθωνικὲς κυβερνήσεις. Στὴν ἀρχή, μάλιστα, τοῦ 1843, εἶχε ἐκδηλωθῆ οἰκονομικὴ κρίση, μὲ ἀφορμὴ τὴν ἄρνηση τῶν τριῶν Προστάτιδων Δυνάμεων (Ἀγγλίας, Γαλλίας, Ῥωσίας) νὰ ἐγγυηθοῦν τὴν σύναψη νέου δανείου, μὲ ἀποτέλεσμα ἡ κυβέρνηση τοῦ Ὄθωνα, γιὰ νὰ ἀντεπεξέλθῃ στὴν δυσκολία, νὰ ἐπιβάλῃ καὶ νέες περικοπὲς στοὺς μισθοὺς τῶν κρατικῶν λειτουργῶν καὶ τῶν στρατιωτικῶν.
Ἡ κατάσταση αὐτὴ ὡδήγησε στὴν ἐπίσπευση τῆς σχεδιαζόμενης συνωμοσίας, ἡ ὁποία τελικὰ ἐκδηλώθηκε τὴν νύχτα τῆς 2ας πρὸς τὴν 3η Σεπτεμβρίου 1843, μὲ πρωτεργάτες τὸν συνταγματάρχη Δημήτριο Καλλέργη καὶ τὸν στρατηγὸ Μακρυγιάννη. Ἡ συμμετοχή, πάντως, Ἑλλήνων ἀξιωματικῶν στὸ κίνημα, οἱ ὁποῖοι ἦταν δυσαρεστημένοι τόσο ἀπὸ τὴν παρουσία Βαυαρῶν στὸ στράτευμα, ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν οἰκονομικὴ σὲ βάρος των πολιτικὴ τῆς κυβερνήσεως, ὑπῆρξε καταλυτικὸς παράγοντας γιὰ τὴν ἐπιτυχία του. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὁ στρατηγὸς Μακρυγιάννης κατάφερε νὰ προσεγγίσῃ τοὺς πολιτικοὺς ἀρχηγοὺς τοῦ ἀγγλικοῦ κόμματος, Ἀνδ. Λόντο, καὶ τοῦ ῥωσικοῦ, Ἀνδ. Μεταξά, καὶ νὰ μυήσῃ ἐξέχουσες προσωπικότητες, ὅπως τὸν Ῥήγα Παλαμήδη, τὸν Κων/νο Κανάρη, τὸν Κων/νο Ζωγράφο κ. ἄ. Ὁ καθένας ἀπὸ τὰ μέλη τῆς τριμελοῦς ἐπιτροπῆς ποὺ σχηματίστηκε, λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ ξέσπασμα τοῦ κινήματος, ἀντιπροσώπευε ἕναν διαφορετικὸ χῶρο: ὁ Μεταξὰς τὸν πολιτικό, ὁ Καλλέργης τὸν στρατιωτικὸ καὶ ὁ Μακρυγιάννης τὸν λαϊκὸ χῶρο.
Ἡ ἐξέλιξη τῶν γεγονότων εἶναι λίγο-πολὺ γνωστή: Τὸ κίνημα εἶχε ἀποφασιστῆ νὰ ξεσπάσῃ στοὺς στρατῶνες, ὥστε νὰ ἀκινητοποιηθοῦν ἄμεσα τὰ στελέχη τοῦ καθεστῶτος. Ἐπειδὴ ἡ οἰκία τοῦ Μακρυγιάννη ἦταν περικυκλωμένη ἀπὸ τὴν χωροφυλακή, ὁ Καλλέργης κινητοποίησε πρῶτα τοὺς ἀξιωματικούς, μὲ τὸ σύνθημα «Ζήτω τὸ Σύνταγμα», στὴν συνέχεια ἕνας λόχος ἔλυσε τὴν πολιορκία τῆς οἰκίας τοῦ Μακρυγιάννη, ἄλλος ἕνας ἄνοιξε τὶς φυλακὲς τοῦ Μεντρεσέ (ὅπου κρατοῦνταν οἱ ἀντικαθεστωτικοί), ἐνῶ ὁ ἴδιος ὁ Καλλέργης κατευθύνθηκε μὲ 2000 στρατιῶτες στὰ ἀνάκτορα. Γρήγορα ἑνώθηκαν μὲ τὸν στρατὸ καὶ οἱ κάτοικοι, ἡ φρουρὰ τῶν Ἀθηνῶν στασίασε καὶ παρατάχθηκε ἔμπροσθεν τῶν ἀνακτόρων -στὸ κτήριο τῆς σημερινῆς Βουλῆς- καὶ στὸ μεταξὺ κατέφθασε καὶ ὁ Μακρυγιάννης, μὲ πλῆθος κόσμου, ποὺ φώναζε τὸ σύνθημα «Ζήτω τὸ Σύνταγμα». Ὁ Ὄθωνας κυριολεκτικὰ περικυκλώθηκε, καὶ παρά τὴν ἀρχική του σκέψη νὰ παραιτηθῆ, ἀπομονωμένος ἀπὸ τοὺς συμβούλους του καὶ τοὺς ξένους πρέσβεις, ἀκολούθησε τὴν συμβουλὴ τῆς Ἀμαλίας νὰ μὴν ἐγκαταλείψῃ τὸν θρόνο καὶ ὑπέγραψε, τελικά, τὰ διατάγματα γιὰ τὴν σύγκληση Ἐθνοσυνελεύσεως ποὺ θὰ ὡδηγοῦσε στὴν ψήφιση Συντάγματος. Ἔκτοτε, καὶ ἡ πλατεία τῶν Ἀνακτόρων μετωνομάστηκε σὲ πλατεία Συντάγματος ἀπὸ τὸ κεντρικὸ σύνθημα τῶν ἐξεγερθέντων.
Πολλὰ ἔχουν γραφῆ γιὰ τὴν συμβολὴ τοῦ λαοῦ στὴν διεξαγωγὴ τοῦ κινήματος, ὅτι ὁ λαὸς δὲν ἦταν ὥριμος ἀρκετά, γιὰ νὰ διεκδικήσῃ τὰ δικαιώματά του, ὅτι ἡ λαϊκὴ συμμετοχὴ δὲν ἦταν γνήσια οὔτε ἔκρινε τὴν ἐπιτυχία τοῦ κινήματος, τὸ ὁποῖο στὸ μεταξὺ εἶχε ἐπικρατήσει, χάρη στὴν συμβολὴ τοῦ στρατοῦ. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ λαός, ὅπως ἐξ ἄλλου ἀναφέραμε, ἦταν ἐξαθλιωμένος, ἀπαίδευτος (80% ἀγραμματοσύνη) καὶ τὰ περιθώρια ἀντιδράσεών του, ὅπως καὶ τῶν ὑπολοίπων ἄλλωστε παραγόντων, λόγῳ τοῦ γενικοῦ συνωμοτικοῦ κλίματος, ἦταν πολὺ περιορισμένα. Ὅλα αὐτά, ὅμως, δὲν ἀναιροῦν τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ λαὸς ἐπεδίωκε τὴν βελτίωση τῆς δεινῆς καταστάσεώς του, γι’ αὐτὸ εἶχε καὶ ἄλλες φορὲς ξεσηκωθῆ καὶ δὲν ἀποδεχόταν τὴν σὲ βάρος του καταπίεση. Ἁπλῶς, λόγῳ τῆς ἀπαιδευσίας του, πράγματι δὲν εἶχε γνώση τῶν δικαιωμάτων του οὔτε ἀντιλαμβανόταν τί ἀκριβῶς σήμαινε ἡ συνταγματική των κατοχύρωση.
Αὐτοὶ ποὺ εἶχαν, ὅμως, τὴν μεγαλύτερη εὐθύνη γιὰ τὴν κατάσταση αὐτὴν καὶ ποὺ ἐξυπηρετοῦνταν ἀπὸ τὸ χαμηλὸ μορφωτικὸ ἐπίπεδο τοῦ λαοῦ ἦταν οἱ περισσότεροι πολιτικοὶ ἡγέτες, ποὺ συναγωνίζονταν μᾶλλον γιὰ νὰ κερδίσουν τὴν εὔνοια τοῦ βασιλιά, παρὰ γιὰ τὸ πῶς θὰ ὑπηρετήσουν τὸν λαό, γιὰ τὸν ὁποῖον ἐκλέγονταν. Πράγματι, ὅλες οἱ κυβερνήσεις ποὺ ἀναδείχθηκαν ἀπὸ τὸ 1844, ποὺ καθιερώθηκε ἡ συνταγματικὴ μοναρχία, μέχρι τὸ 1862, ποὺ ἐκδιώχθηκε ὁ Ὄθωνας, χαρακτηρίστηκαν αὐλικές, καθὼς οἱ ἀρχηγοί των ἐνδιαφέρονταν νὰ εὐαρεστήσουν στὸν βασιλιὰ καὶ νὰ χρησιμοποιήσουν τὴν ἐξουσία, γιὰ νὰ ἀνελιχθοῦν οἱ ἴδιοι, παρὰ γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν τὰ λαϊκὰ αἰτήματα. Ἔτσι, τὰ προβλήματα τοῦ λαοῦ ὄχι μόνον δὲν λύνονταν ἀλλὰ αὐξάνονταν, ἡ δὲ οἰκονομικὴ κατάσταση ἔβαινε ἐπὶ τὰ χείρω καὶ ἡ πολιτικὴ ἐξάρτηση ἀπὸ τὶς Προστάτιδες Δυνάμεις μεγάλωνε.
Ἄλλωστε καὶ τὸ Σύνταγμα ποὺ ψηφίστηκε (1844) μετὰ ἀπὸ τὸ κίνημα τῆς 3ης Σεπτεμβρίου 1843 εἶχε συντηρητικὰ στοιχεῖα -προέβλεπε ὕπαρξη Γερουσίας μὲ ἰσόβια μέλη-, ἀναγνώριζε αὐξημένες ἁρμοδιότητες στὸν βασιλιά, καθιέρωνε τὸ ἀνεύθυνο τοῦ Βασιλέως ὡς ἀνωτάτου καὶ κυριάρχου ὀργάνου τοῦ κράτους καὶ τὸ μόνο στὸ ὁποῖο θύμιζε τὰ φιλελεύθερα Συντάγματα τοῦ Ἀγῶνα ἦταν ὅτι ἐπαναλάμβανε οὐσιαστικὰ τὰ ἀντίστοιχα ἄρθρα των περὶ ἰσότητος ἀπέναντι στὸν νόμο, περὶ ἀπαγορεύσεως τῆς δουλείας, περὶ ἀνεξιθρησκείας κ.λπ. Κατὰ τ’ ἄλλα καμμία πρόοδος, τοὐναντίον μάλιστα!
Ἑπομένως, δὲν ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια νὰ εἰπωθῆ ὅτι πίσω ἀπὸ τὴν ἐπανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 κρύβονταν, βασικά, ἀφ’ ἑνὸς μὲν οἱ ἐπιδιώξεις τῶν Μ. Δυνάμεων, καὶ ἰδιαιτέρως τῆς Ἀγγλίας, ὅπως ἀναφέρθηκε, νὰ ἐλέγξουν τὸν Ὄθωνα καὶ νὰ περιορίσουν τὴν ἀλυτρωτική του πολιτική, ἀφ’ ἑτέρου οἱ πολιτικὲς φιλοδοξίες τῶν ἀρχηγῶν τῶν κομμάτων ποὺ δὲν δίσταζαν νὰ χρησιμοποιήσουν τὸν λαὸ γιὰ τὴν δική των ἀνάδειξη. Ὁ μόνος ἰδεολόγος ἦταν ὁ Μακρυγιάννης, ὁ ὁποῖος, ἐμφορούμενος ἀπὸ γνήσια πατριωτικὰ αἰσθήματα, ποθοῦσε νὰ δῆ τὴν Βαυαροκρατία -ἀλλὰ καὶ τοὺς ντόπιους πάτρωνες- νὰ ἀπομακρύνονται ὁριστικὰ ἀπὸ τὸ πολιτικὸ σκηνικό, τοὺς ἀγωνιστὲς νὰ ἀποκαθίστανται ὑλικὰ καὶ ἠθικὰ καὶ τὴν κατακαημένη πατρίδα νὰ προοδεύῃ.
Στὴν περίφημη διαθήκη του, ποὺ συνέταξε λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν ἐκδήλωση τοῦ κινήματος, πιστεύοντας ὅτι θὰ γίνονταν φοβερὰ ἐπεισόδια, λέει χαρακτηριστικά: «Ἐλέησέ μας, Κύριε, φώτισέ μας καὶ κίνησέ μας ἐναντίον τοῦ δόλου καὶ τῆς ἀπάτης, τῆς συστηματικῆς τυραγνίας τῆς πατρίδος καὶ τῆς θρησκείας … Δὲν μπορῶ, πατρίδα, νὰ σὲ βλέπω τοιούτως καὶ τῶν σκοτωμένων τὰ παιδιὰ καὶ οἱ γριγὲς νὰ διακονεύουν καὶ τὶς νιὲς νὰ τὶς βιάζουν διὰ κομμάτι ψωμὶ εἰς τὴν τιμή τους οἱ ἀπατεῶνες τῆς πατρίδος. Γιομάτες οἱ φυλακὲς ἀπὸ ἀγωνιστὲς καὶ στὰ σοκάκια σου διακονεύουν αὐτεῖνοι οἱ ἀγωνισταί, ὁπού χύσανε τὸ αἷμα τους, διὰ νὰ ξαναειπωθῆ «πατρίδα Ἑλλάς».
Καὶ συνεχίζει ὁ λαϊκὸς ἀγωνιστής: «Εἴτε ἐλευτερία κατὰ τοὺς ἀγῶνες μας καὶ θυσίες μας, εἴτε θάνατος σὲ μᾶς! … Πατρίδα, σ’ ἀφήνω ἀνήλικα παιδιὰ καὶ γυναῖκα … Κοίταξε ὅτ’ εἶναι παιδιὰ τοῦ τίμιου ἀγωνιστὴ Μακρυγιάννη, ποὺ εἶναι πρόθυμος να πεθάνῃ διὰ σένα, διὰ νὰ σὲ δοῦνε τὰ παιδιά του ἐλεύτερη Ἑλλάδα καὶ ὄχι παλιόψαθα τῆς τυραγνίας καὶ τῶν κολάκων της».
Τὸ κατὰ πόσο τὸ ὅραμα τοῦ Μακρυγιάννη γιὰ ἐλεύθερη Ἑλλάδα «καὶ ὄχι παλιόψαθα τῆς τυραγνίας καὶ τῶν κολάκων της» ἐπετεύχθη, ἄς τὸ κρίνῃ ὁ καθένας μας, λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψιν καὶ τὴν σημερινὴ ἀπογοητευτικὴ ἀπὸ κάθε ἄποψη κατάσταση στὴν ὁποία βρίσκεται ἡ πατρίδα μας. Ἕνα εἶναι βέβαιο, ὅτι ἡ φωνὴ τοῦ ἀγωνιστὴ Μακρυγιάννη ἀκούγεται πάντοτε ἐπίκαιρη: «Μὴν ἀφήσετε τὴν τυραγνία νὰ φωλιάσῃ εἰς τὴν πατρίδα, νὰ μὴν ντροπιάσετε τόσα αἵματα ποὺ χύθηκαν…»
Ἔχομε χρέος, ἐὰν θεωροῦμε τοὺς ἑαυτούς μας γνήσια τέκνα τῶν ἀγωνιστῶν τῆς ἐπαναστάσεως καὶ ὁραματιστῶν τῆς ἐλευθερίας τῆς πατρίδος μας, νὰ μὴν ἀπελπιζώμαστε ἀλλὰ νὰ ἀγωνιζώμαστε συνεχῶς, ὥστε νὰ ἐκπληρώσωμε τὰ ὁράματά των, «νὰ μὴν ἀφήσωμε τὴν τυραννία να φωλιάζῃ στὴν πατρίδα μας, νὰ μὴν ντροπιάσωμε τόσα αἵματα ποὺ χύθηκαν».
Γιὰ νὰ τελεσφορήσῃ, ὅμως, ὁ ἀγώνας μας, χρειάζεται νὰ ἀτενίζωμε πάντοτε στὸν δίκαιο Θεὸ καὶ νὰ παραμένωμε ἑνωμένοι στὸ ἐμεῖς καὶ ὄχι στὸ ἐγώ ἕως τὴν τελικὴ νίκη!
Γένοιτο!
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος – θεολόγος
Πηγές –βοηθήματα:
Τάσος Βουρνάς, Ἱστορία τῆς Νεώτερης καὶ Σύγχρονης Ἑλλάδος, ἐκδ. Πατάκη, Ἀθήνα 1997.
Ἀγαθοκλῆς Ἀζέλης, Γαβρίλης Λαμπᾶτος, Θέματα Νεοελληνικῆς Ἱστορίας, Γ’ ἑνιαίου Λυκείου Θεωρητικῆς Κατεύθυνσης, Μεταίχμιο, Ἀθήνα 2001.
«Ἀπομνημονεύματα στρατηγοῦ Μακρυγιάννη», Κείμενο, εἰσαγωγή, σημειώσεις Γιάννη Βλαχογιάννη, Β’ ἔκδοση, Ἀθήνα 1947.