Νὰ γίνουμε ποιητὲς τοῦ λόγου!
Ἡ Ἐκκλησία μας ξεκινάει τὴν πορεία της, μετὰ ἀπὸ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μὲ τὴν ἑορτὴ τῶν ἐκλεκτῶν της τέκνων καὶ πρώτων καρπῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῶν Ἁγίων Πάντων. Παράλληλα, ὁ Χριστός, ἡ κεφαλή Της, ξεκινάει τὸ ἔργο Του ἐπὶ τῆς γῆς μὲ τὴν κλήση τῶν πρώτων συνεργατῶν Του.
Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἐπιλέγει ἡ Ἐκκλησία μας τὰ ἀναγνώσματα αὐτὴν τὴν περίοδο, τοποθετεῖ τὴν δράση τοῦ Κυρίου «παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας» (Ματθ., δ’ 18), ὄχι ἀσφαλῶς τυχαῖα. Ὁ Κύριος, ἀμέσως μετὰ ἀπὸ τὴν σύλληψη τοῦ Ἰωάννου, γιὰ νὰ ἀποφύγῃ τὴν ἐχθρικὴ Ἰουδαία, «ἀνεχώρησεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν…καὶ ἐλθὼν κατώκησεν εἰς Καπερναούμ, πέραν τοῦ Ἰορδάνου, εἰς τὴν Γαλιλαίαν τῶν ἐθνῶν» (ὅ.π. 12-15). Ἔτσι, χάρη στὴν εὐεργετική Του δράση καὶ στὸ κοσμοσωτήριο ἔργο Του, «ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα» (Ματθ., δ’ 16), σύμφωνα μὲ τὴν προφητεία τοῦ Ἡσαΐου.
Τὰ πάντα ἀπεργάζεται ὁ Κύριος «διὰ τὴν ἡμῶν σωτηρίαν». Γι’ αὐτὸ ἐξ ἄλλου ἐνηνθρώπισε. Δὲν ἦλθε στὴν γῆ, μὲ ἀποκλειστικὸ σκοπὸ νὰ κηρύξῃ, ἀλλὰ δίδαξε, μὲ τελικὸ σκοπὸ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Ξεκίνησε, μάλιστα, τὴν διδασκαλία Του μὲ τὰ λόγια τοῦ Προδρόμου Του: «μετανοεῖτε﮲ ἤγγικε γὰρ ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (ὅ.π. 17) καὶ ἀπευθύνθηκε στοὺς δικούς του μαθητές. Πράγματι, οἱ δύο πρῶτοι κληθέντες ὑπὸ τοῦ Κυρίου, ποὺ ἀναφέρουν οἱ συνοπτικοὶ Εὐαγγελιστές, Σίμων Πέτρος καὶ Ἀνδρέας, ὑπῆρξαν πρῶτα μαθητὲς τοῦ Προδρόμου καί, κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, ἀκολούθησαν τὸν Κύριο καθ’ ὑπόδειξη τοῦ διδασκάλου των: «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ … ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἔμπροσθέν μου γέγονεν» (Ἰωάν., α’ 27).
Ἔτσι, οἱ πρωτόκλητοι εἶχαν τὰ κατάλληλα προσόντα, γιὰ νὰ ἐπιλεγοῦν ἀπὸ τὸν Κύριο ὡς συνεργάτες Του. Εἶχαν ἤδη μαθητεύσει κοντὰ στὸν Πρόδρομό Του, εἶχαν κάνει τὴν πρώτη γνωριμία μὲ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, καὶ τώρα, στὴν Γαλιλαία ποὺ τοὺς ξανασυναντᾶ ὁ Κύριος, τοὺς καλεῖ ὁριστικὰ κοντά Του: «Δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων» (Ματθ., δ’ 20). Τί εἶχε συμβῆ στὸ μεσοδιάστημα; Προφανῶς οἱ μαθητὲς αὐτοὶ ἐπέστρεψαν στὴν ἐργασία των, καθ’ ὑπόδειξη τοῦ Κυρίου, μέχρι νὰ ἔρθῃ ὁ καιρός, γιὰ νὰ τοὺς ἀξιοποιήσῃ. Ἡ σύλληψη τοῦ Προδρόμου ἦταν ἡ κατάλληλη στιγμή νὰ ξεκινήσῃ ὁ Κύριος τὸ κηρυγματικὸ σωτήριο ἔργο Του. Νὰ γιατὶ ὁ Ἰωάννης κἠρυττε «ἤγγικεν γὰρ ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν», διότι ὁ Χριστός, ἡ προσωποποίηση τῆς οὐρανίου Βασιλείας, ἦταν ἤδη ἀνάμεσά Των καὶ ἦταν ἀνάγκη νὰ μετανοήσουν, γιὰ νὰ σωθοῦν.
Ἑπομένως, τὸ τωρινό των κάλεσμα, ποὺ ἀναφέρει ὁ Ματθαῖος, εἶναι ἡ δεύτερη κλήση, ὅπως λέει καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, στὴν ὁποία ἀνταποκρίνονται πρόθυμα οἱ τέσσερις πρῶτοι μαθητές, οἱ αὐτάδελφοι Πέτρος καὶ Ἀνδρέας, Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης. Οἱ δύο πρῶτοι «εὐθέως» ἄφησαν τὰ δίκτυα καὶ οἱ ἄλλοι δύο «εὐθέως» ἄφησαν τὸ πλοῖο καὶ τὸν πατέρα των (ὅ.π., 21-22).
Τὸ ζήτημα εἶναι γιατὶ ἐπιλέγει ὁ Κύριος τοὺς ταπεινοὺς καὶ ἀμόρφωτους ἁλιεῖς, γιὰ νὰ «σαγηνεύσῃ» τὸν κόσμο. Μόνον καὶ μόνον ἐπειδὴ γνώριζαν τὴν τέχνη τοῦ ψαρέματος, ὤστε νὰ τραβήξουν στὰ δίχτυα των, νὰ σαγηνεύσουν, καὶ τοὺς λογικοὺς ἰχθῦς, τοὺς ἀνθρώπους; Ἀσφαλῶς ὄχι μόνον γι’ αὐτό. Ὁ Κὐριος ἐργαζόταν βάσει σχεδίου, ὅπως πάντοτε. Ἐὰν ἐπέλεγε ὡς συνεργάτες Του τοὺς ἰσχυροὺς καὶ σοφοὺς τοῦ κόσμου τούτου, τότε ἐκεῖνοι, ἐὰν ὑποθέσωμε ὄτι ἀρχικὰ Τὸν πίστευαν, γρήγορα θὰ Τὸν ἐγκατέλειπαν, ὅταν θὰ διαπίστωναν ὅτι δὲν εἶχαν νὰ κερδίσουν τίποτε ἀπὸ Αὐτόν, οὔτε χρήματα, οὔτε δόξα. Ἐδῶ οἱ φτωχοὶ καὶ ταπεινοὶ ψαράδες προσδοκοῦσαν ἀπὸ τὸν Κύριο δόξα καὶ μεγαλεῖα (Ματθ., κ’ 21), μέχρι καὶ τὴν τελευταία στιγμή, πρὶν ἀπὸ τὴν Ἀνάληψή Του («Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ ἀποκαθιστάνεις τὴν βασιλείαν τῷ Ἰσραήλ;» Πράξ., α’ 6)!
Ὁ Κύριος, ἐπομένως, ἐπιλέγει μεθοδικὰ τοὺς συνεργάτες Του, μὲ σκοπὸ ὄχι τὴν ἐπιβολή Του στὸν κόσμο («ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν…», Ματθ., η’ 34), ἀλλὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου («οὐκ ἦλθον ἵνα κρίνω τὸν κόσμον, ἀλλ’ ἵνα σώσω τὸν κόσμον», Ἰωάν., ιβ’ 47). Γι’ αὐτὸ ἐπιλέγει ὁ Κύριος ἀνθρώπους ποὺ δὲν γνωρίζουν ἁπλῶς τὴν τέχνη τοῦ ἁλιεύειν, ἀλλὰ κυρίως καὶ πρωτίστως εἶναι δεκτικοὶ στὸν λόγο Του καὶ πρόθυμοι νὰ τὸν ἐφαρμόσουν. Τέτοιοι ἦταν οἱ μαθητὲς τοῦ Κυρίου, ποὺ εἶχαν λάβει, παράλληλα, τὴν κατάλληλη προπαιδεία καί, μάλιστα, τὸ μέγα μάθημα αὐτῆς, τὴν μετάνοια, ἀπὸ τὸν κατ’ ἐξοχὴν διδάσκαλο καὶ πρόδρομο τῆς μετανοίας, τὸν Ἰωάννη. Καὶ εἶναι μέγα τὸ μάθημα τῆς μετανοίας, διότι χωρὶς τὴν διάθεση τῆς μεταστροφῆς καὶ τῆς ἐγκαταλείψεως τοῦ προηγουμένου ἁμαρτωλοῦ βίου, καμμία οὐσιαστικὴ ἀλλαγὴ δὲν κάνει ὁ ἄνθρωπος καὶ καμμία πρόοδο στὸ ζήτημα τῆς σωτηρίας.
Οἱ πρῶτοι λοιπὸν μαθητὲς τοῦ Κυρίου ὑπῆρξαν πρῶτα πιστοὶ μαθητὲς τοῦ Ἰωάννου καί, στὴν συνέχεια, δείχνοντας ἐμπιστοσύνη στὸν δάσκαλό Των, ποὺ τοὺς συνέστησε τὸν μεγαλύτερο δάσκαλο, τὸν Κύριο, Τὸν ἀκολούθησαν, Τὸν ἄκουσαν, Τὸν πίστεψαν καὶ ὕστερα ἀπὸ τὴν προσεκτικὴ αὐτὴ ἐξέταση ἔγιναν ὁριστικὰ καὶ ἀμετάκλητα μαθητές Του. Ἐὰν δὲν πείθονταν στὸν λόγο Του, πῶς θὰ γίνονταν ἀργότερα καὶ οἱ ἴδιοι ἄξιοι κήρυκες τοῦ Λ(λ)όγου;
Δὲν ἀπευθύνει, ἑπομένως, ὁ Κύριος τὸ κάλεσμά Του σὲ μορφωμένους πλὴν ὅμως ἀσταθεῖς καὶ ἀπίστους ἀλλὰ σὲ ἁπλοϊκοὺς καὶ ἑτοίμους νὰ ἐργαστοῦν πρόθυμα γιὰ τὴν διάδοση τῆς διδασκαλίας Του. Ἐκεῖνοι, οἱ πρώην ἁλιεῖς, ποὺ ἤξεραν μόνον «νὰ καταρτίζουν τὰ δίκτυα αὐτῶν», ἐπιλέγονται ἀπὸ τὸν Κύριο, γιὰ νὰ τοὺς καταρτίσῃ στὴν ὀρθὴ διδασκαλία, ὥστε νὰ γίνουν, στὴν συνέχεια, τὰ ὄργανά Του στὸν καταρτισμό ἄλλων ἀνθρώπων. Ἐπὶ τρία περίπου χρόνια ὁ Κύριος, μὲ τὴν διδαχή Του, τὶς νουθεσίες του, τὰ θαύματα Του, τὶς μικροαποστολές των στὸν γύρω κόσμο τῆς ἁμαρτίας, θὰ τοὺς καταρτίζῃ καὶ θὰ τοὺς προετοιμάζῃ γιὰ τὸ μεγάλο ἀποστολικό των ἔργο.
«Ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων» (Ματθ., δ’ 20). Τὸ ἔργο τῆς καταρτίσεως τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου δὲν ἦταν ἀσφαλῶς οὔτε εὔκολο οὔτε ἀνεμπόδιστο. Στὴν πορεία κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς θὰ ἀμφιβάλουν γι’ Αὐτόν καὶ θὰ διχαστοῦν, ἄλλοι δὲν θὰ ἀντέξουν καὶ θὰ τὸν ἐγκαταλείψουν. Τότε ὁ Κύριος θὰ ἀπευθύνῃ καὶ στοὺς ὑπολοίπους τὸ ἐρώτημα: «Μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν;» (Ἰωάν., στ’ 67). Οἱ δώδεκα ὅμως θὰ μείνουν, γενικῶς, σταθεροί: «Κύριε, πρός τίνα ἀπελευσόμεθα; ῥήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις», ὁμολογεῖ ἀφοπλιστικὰ ὁ Πέτρος (ὅ.π. 68). Αὐτοί, λοιπόν, οἱ βασικοί του συνεργάτες, φωτισμένοι ἀργότερα ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θὰ γίνουν τὰ περιστέρια τῆς εἰρήνης, ποὺ θὰ ἀναλάβουν νὰ μεταφέρουν τὸ μήνυμά Του στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης.
Στηριζόμενος σ’ αὐτοὺς ὁ Κύριος «περιῆγεν ὅλην τὴν Γαλιλαίαν», ἀφ’ ἑνὸς μὲν διδάσκοντας στὶς συναγωγές, γιὰ νὰ δείξῃ στοὺς ἀλαζόνες καὶ ἀπίστους Ἰουδαίους ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ νέος νόμος, ποὺ ἦλθε νὰ συμπληρώσῃ τὸν παλαιό, ἀφ’ ἑτέρου δὲ «κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας», συνεχίζοντας τὸ ἔργο τοῦ Προδρόμου, «καὶ θεραπεύων πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ», ὄχι ἀσφαλῶς γιὰ νὰ ἐπιδείξῃ τὴν δόξα Του, ἀλλὰ γιὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσῃ στὴν σωτηρία. Πῶς θὰ πιστεύσουν, ἐὰν δὲν γνωρίσουν; Ἑπομένως, τὰ θαύματα εἶναι μέσο, γιὰ νὰ γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι τὸν Κύριο, νὰ γνωρίσουν δηλαδὴ ὅτι Αὐτὸς εἶναι «ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ἰωάν., ιδ’ 6), καὶ νὰ τὸν ἀκολουθήσουν, γιὰ νὰ εὕρουν καὶ ἐκεῖνοι τὴν αἰώνια ζωή.
Ἐμεῖς, ἄραγε, σήμερα, θὰ ἀνταποκριθοῦμε στὸ διαχρονικὸ κάλεσμα τοῦ Κυρίου «δεῦτε ὀπίσω μου …» (Ματθ., δ’ 20) καὶ θὰ δεχθοῦμε νὰ καταρτίσωμε τοὺς ἑαυτούς μας, ὥστε νὰ γίνωμε «ποιηταὶ τοῦ λόγου καὶ μὴ μόνον ἀκροαταί» (Ῥωμ., β’ 13), ὅπως ἀκοῦμε στὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Β’ Κυριακῆς Ματθαίου; Ἐὰν τὸ κάνωμε καὶ μάλιστα μὲ προθυμία, ὅπως ἔκαναν ἐκεῖνοι, οἰ πρῶτοι μαθητές Του, ἡ τιμὴ καὶ τὸ ὄφελος θὰ εἶναι δικό μας, ἀφοῦ θὰ γίνωμε δικοί Του συνεργάτες πρὸς δόξα Θεοῦ καὶ γιὰ τὴν δική μας καί, μακάρι, ὅλων τῶν ἀνθρώπων τὴν σωτηρία. Γένοιτο!
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος – θεολόγος