Ἡ «μεγάθυμος» διακόνισσα Ὀλυμπιὰς
«Χαίροις, Ὀλυμπιάς, ἐναρέτων ἔργων ὑποτύπωσις ἀληθής»
ἀναφωνεῖ ὁ ὑμνογράφος, καὶ ἐμεῖς, ὁ λαὸς τοῦ Κυρίου, καλούμαστε νὰ τιμήσωμε, κάθε χρόνο, στὶς 25 Ἰουλίου, τὴν ἀρχοντικὴ διακόνισσα Ὀλυμπιάδα, ποὺ λάμπρυνε τὴν Ἐκκλησία μὲ τὴν εὐσέβεια καὶ τὰ ἀγαθά της ἔργα.
Γόνος εὐσεβοῦς καὶ ἀρχοντικῆς οἰκογενείας τοῦ Βυζαντίου ἡ Ὀλυμπιάδα -γεννήθηκε μεταξὺ 365 & 368- ἔμεινε ἀπὸ μικρὴ ὀρφανή, γεγονὸς ποὺ τραυμάτισε τὴν εὐαίσθητη ψυχή της. Εἶχε ὡστόσο τὴν εὐλογία νὰ ἀνατραφῇ μέσα σὲ καλλιεργημένο περιβάλλον καὶ νὰ συναναστραφῇ μὲ σεβαστὲς μορφές, ὅπως τοῦ Γρηγορίου Θεολόγου, ὅταν ἐκεῖνος διέμεινε στὴν Κωνσταντινούπολη (379-381), στὸ σπίτι τῆς ἐξαδέλφης του Θεοδοσίας, ποὺ εἶχε ἀναλάβει τὴν διαπαιδαγώγηση τῆς μικρῆς Ὀλυμπιάδος. Πολὺ τρυφερὴ ἡ σχέση ποὺ ἀναπτύχθηκε ἀνάμεσα στὰ δύο πρόσωπα, ὅπως διαπιστώνεται καὶ ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴ ποὺ ἔστειλε ὁ πνευματικὸς πατὴρ Γρηγόριος ὡς δῶρο στὸν γάμο της κόρης του, ὅπως τὴν ἀποκαλεῖ, Ὀλυμπιάδος, μὲ -διαχρονικές- συμβουλὲς γιὰ μιὰ ἐπιτυχημένη συζυγία (βλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Ἔπη, Παραινετικὸν πρὸς Ὀλυμπιάδα, 2, 6 PG 37, 1542-1550).
Οἱ θλίψεις, ποὺ συνοδεύουν συχνὰ τὴν ζωὴ τῶν πιστῶν, ἀποτελοῦσαν μόνιμο σύντροφο στὴν ζωὴ τῆς Ὀλυμπιάδος. Ὁ σύζυγός της ἐκοιμήθη πολὺ σύντομα καὶ ἡ εὐσεβὴς καὶ πλουσία κόρη, σὲ ἡλικία μόλις 20 ἐτῶν, ἦταν περιζήτητη νύφη γιὰ πολλοὺς ἐπίδοξους γαμπρούς. Στὸν αὐτοκράτορα, μάλιστα, Θεοδόσιο Α’, ποὺ τὴν πίεζε ἀσφυκτικὰ νὰ παντρευτῇ συγγενῆ του, δημεύοντας τὴν περιουσία της, γιὰ νὰ τὴν ἐξαναγκάσῃ νὰ ὑποκύψῃ στὸ θέλημά του, ἀπάντησε, μὲ ἐξαιρετικὴ τόλμη καὶ ὡριμότητα, ὅτι ἀκριβῶς ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἔκρινε ὅτι ἦταν ἀνεπαρκὴς γιὰ τὸν συζυγικὸ βίο, γι’ αὐτὸ τὴν ἀπάλλαξε, μὲ τὸν θάνατο τοῦ συζύγου της, ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ γάμου, προκρίνοντας γι’ αὐτήν «τὸν χρηστὸν ζυγόν τῆς ἐγκρατείας» (Παλλάδιος, Διάλογος ἱστορικὸς περὶ βίου καὶ πολιτείας Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, κεφ. Στ΄ PG 47, 60-61). Ἡ Ὀλυμπιάδα εἶχε πάρει τὴν ἀπόφασή της καὶ κανεὶς ἐπίγειος Βασιλιάς, ὅσο ἰσχυρὸς καὶ ἐὰν ἦταν, δὲν μποροῦσε νὰ πάῃ ἐνάντια στὸ θέλημα τοῦ Βασιλέως Χριστοῦ καὶ στὴν δική της βαθύτερη ἐπιθυμία νὰ ἀφιερωθῆ σὲ Κεῖνον.
Ἔτσι, λοιπόν, ἄνοιξε ὁ δρόμος γιὰ τὴν θαυμαστὴ προσφορά της στὴν Ἐκκλησία, κυρίως μέσα ἀπὸ τὴν κοινωνικὴ διακονία καὶ τὴν ἀνακούφιση τῶν πασχόντων ἀδελφῶν. Ἡ Ὀλυμπιάδα ἔλαβε καὶ ἐπισήμως τὸν τίτλο τῆς διακόνισσας καὶ ἀπὸ τὴν θέση αὐτὴν βοήθησε σημαντικὰ στὸ ἔργο τῶν ἀρχιεπισκόπων Κωνσταντινουπόλεως, τοῦ Νεκταρίου καὶ στὴν συνέχεια τοῦ Ἰωάννου Χρυσοστόμου. Ἔγινε κυριολεκτικὰ τὸ δεξί των χέρι καὶ ἀξιοποίησε στὸ πλάι των, καὶ εἰδικῶς τοῦ Χρυσοστόμου, ὅλα της τὰ προσόντα, τὴν ἀγαπητική της διάθεση, τὴν εὐφυΐα καὶ τὴν πνευματική της ὡριμότητα.
Στὸ μεταξύ, ἡ διακόνισσα Ὀλυμπιάδα προΐστατο μιᾶς ἀδελφότητος 250 μοναζουσῶν, ποὺ ἕδρευε στὴν καρδιὰ τῆς Βασιλεύουσας, -μεταξὺ Ἁγίας Εἰρήνης καὶ Ἁγίας Σοφίας-, χάρη στὸ ἔργο καὶ στὴν στήριξη τῶν ὁποίων καὶ κυρίως χάρη στὴν δική της σταθερὴ καὶ ἀνεξάντλητη προσφορά, ἠθικὴ καὶ ὑλική, ἀνακουφίζονταν ὄχι μόνο οἱ ἐμπερίστατοι ἀδελφοὶ ἀλλὰ διεξαγόταν καὶ τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο τοῦ Βυζαντίου, ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τῶν συνόρων του, ἀκόμη καὶ κατὰ τὴν ἐξορία τοῦ ἀρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου στὴν μακρυνὴ Ἀρμενία καὶ στὶς ὅμορες περιοχές.
Ἡ πικρία, ὅμως, καὶ ἡ ἀπογοήτευση ἀπὸ τὴν ἄδικη ἐξορία καὶ τὶς συνεχιζόμενες διώξεις σὲ βάρος τοῦ ἀγαπημένου πνευματικοῦ της διδασκάλου, Ἰωάννη, πλήγωσαν ἀκόμη περισσότερο τὴν διακόνισσα Ὀλυμπιάδα καὶ προξένησαν μιὰ διαρκῆ ἀθυμία στὴν ἤδη πονεμένη της ψυχή. Ἐπειδή, μάλιστα, ἀρνεῖτο νὰ κοινωνήσῃ μὲ τόν «διάδοχο» ἀρχιεπίσκοπο, ποὺ τοποθετήθηκε στὴν θέση τοῦ Χρυσοστόμου, καὶ συνέχιζε νὰ τὸν στηρίζῃ, ὑπέστη καὶ ἡ ἴδια, ὅπως καὶ τ’ ἄλλα πιστὰ πνευματικά του τέκνα, ὕβρεις, συκοφαντίες, φυλάκιση, διώξεις καὶ τέλος τὴν ὀδυνηρὴ ἐξορία στὴν Νικομήδεια τῆς Βιθυνίας, ὅπου καὶ παρέδωσε στὸν Κύριο τὴν κουρασμένη της ψυχή (408), λίγους μῆνες μετὰ ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ Χρυσοστόμου (Σεπτέμβριος 407).
Ποιά ἀπὸ τὶς ἀρετές της νὰ πρωτοεπαινέσῃ κανείς! «Ἡ οἰκουμένη ἅπασα ἄδει σου τὰ κατορθώματα» (Ἐπιστολή ΙΓ΄ (Ζ΄), SC 13, 190.1a.), γράφει χαρακτηριστικὰ ὁ Ἰωάννης σὲ μία ἀπὸ τὶς 17 συνολικὰ ἐπιστολὲς ποὺ ἀπηύθυνε ἀπὸ τὴν ἐξορία «τῇ δεσποίνῃ, τῇ αἰδεσιμωτάτῃ καί θεοφιλεστάτῃ διακόνῳ Ὀλυμπιάδι», μὲ σκοπὸ τὴν παραμυθία καὶ τὴν ἁπάλυνση τοῦ πόνου καὶ τῆς ἀθυμίας της. Πέλαγος ἀποκαλεῖ τὶς ἀρετές της, τὴν ὑπομονή, τὴν ἐλεημοσύνη, τὴν ἐγκράτεια, τὴν νηστεία, τὴν σεμνότητα καὶ τὸ μέτρο στὴν περιβολή, ἀκόμη καὶ στὸ βάδισμά της. Ἀλήθεια, πόσα στοιχεῖα ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Χρυσοστόμου μπορεῖ νὰ ἀντλήσῃ σήμερα μιὰ σύγχρονη κοπέλα γιὰ τὸν δικό της ὁπλισμὸ μὲ ἀντίστοιχες ἀρετές, ὅπως ἐκεῖνες τῆς βυζαντινῆς ἀρχόντισσας!
Μὲ τὸν τονισμὸ αὐτὸν τῶν ἀρετῶν της, μέσα ἀπὸ τὶς ἐπιστολές του, προσπαθεῖ ὁ σοφὸς ποιμένας καὶ διδάσκαλος Χρυσόστομος νὰ ἄρῃ τὴν δυσθυμία της και τὴν ἀπογοήτευσή της ἀπὸ τὶς πολλαπλὲς δυσκολίες καὶ τὰ δεινὰ τοῦ βίου της. Τὴν συμβουλεύει νὰ καταπολεμήσῃ τὸ ἄλγος τῆς ψυχῆς της μὲ τὴν ἐνθύμηση τῆς ἐναρέτου πολιτείας της καὶ μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀποκτήσεως τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, τὰ ὁποῖα ἐπιφυλάσσει ὁ Κύριος σὲ ὅλους τοὺς ἀγαπημένους Του.
Ἀληθινὰ προσεγμένες καὶ εὔστοχες εἶναι οἱ ἐπισημάνσεις τοῦ Χρυσοστόμου ὅτι ἡ εὐθυμία ἐξαρτᾶται ὄχι τόσο ἀπὸ τὴν φύση τῶν πραγμάτων, ὅσο ἀπὸ τὴν γνώμη τῶν ἀνθρώπων (Ἐπιστολή Ι΄ (Γ΄), SC 13, 154.1c.). Ἑπομένως, οἱ ἴδιες καταστάσεις ἀντιμετωπίζονται μὲ διαφορετικὸ τρόπο ἀπὸ διαφορετικοὺς ἀνθρώπους καὶ αὐτὸ ὀφείλεται στὴν «γνώμη» των, στὴν ἰδιοσυγκρασία καὶ στὸν τρόπο, στὴν στάση μὲ τὴν ὁποία ὁ καθένας ἀντιμετωπίζει τὰ πράγματα. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ Χρυσόστομος ἐπισημαίνει στὴν μαθήτριά του καὶ τὸ μέγεθος τῆς προσωπικῆς εὐθύνης στὸ ξεπέρασμα τῶν δυσκολιῶν, ποὺ συνίσταται στὴν ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ὑπαγορεύει τὴν ὑπομονὴ στὶς δοκιμασίες καὶ στὸν πόνο. Πρὸς ἐνίσχυση τῶν λεγομένων του χρησιμοποιεῖ βιβλικὰ παραδείγματα καὶ μάλιστα τοῦ πολύπαθου Ἰώβ, ὁ ὁποῖος ἄντεξε μὲ καρτερία τὰ δεινά του καὶ δὲν βαρυθύμησε. Ἐξ ἄλλου, καὶ ὁ Ἀδελφόθεος Ἰάκωβος συνιστᾶ: «Πᾶσαν χαρὰν ἡγήσασθε, ἀδελφοί μου, ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις, γιγνώσκοντες ὅτι τὸ δοκίμιον ὑμῶν τῆς πίστεως ὑπομονὴν κατεργάζεται…», ἀλλὰ καί: «μηδεὶς πειραζόμενος λεγέτω ὅτι ἀπὸ Θεοῦ πειράζομαι … ἕκαστος δὲ πειράζεται ὑπὸ τῆς ἰδίας ἐπιθυμίας ἐξελκόμενος καὶ δελεαζόμενος…» (Ἰακ., α’ 2-3, 13-14).
Ἐάν, λοιπόν, ὁ Κύριος, λέει ὁ Ἰωάννης στὴν Ὀλυμπιάδα, προκρίνει τὴν συνέχιση τῶν δικῶν του δεινῶν, τῶν διώξεων καὶ τῆς ἐξορίας του, παρὰ τὴν δική της ἐπιθυμία νὰ ἁπαλύνῃ τὰ δεινά του καὶ νὰ τὸν φέρῃ κοντύτερα, αὐτὸ τὸ κάνει γιὰ νὰ λάβουν καὶ οἱ δύο μεγαλύτερο μισθό, διότι «ὅσῳ ἐπιτείνεται τὰ τῆς θλίψεως, τοσούτῳ πλεονάζει καὶ τὰ τῶν στεφάνων» (Ἐπιστολή ΙΖ΄ (Δ΄), SC 13, 210.3a.). Ὅσο γιὰ τὴν ἀθυμία, ἡ ὁποία εἶναι ἡ δυσχερέστερη («χαλεπώτερον») ὅλων τῶν παθημάτων, ἀκόμη καὶ αὐτοῦ τοῦ θανάτου («χαλεπώτερον ἀθυμία θανάτου»), ἔχει καὶ ἐκείνη μεγάλη τὴν ἀνταμοιβή, τὴν «ἀντίδοσιν» (Ἐπιστολή Ι΄ (Γ΄), SC 13, 167.9b.). Ἐὰν ὅμως τὸ ἄλγος κυριεύσῃ τὴν ψυχή, τότε ἐκείνη βλάπτεται καὶ πλήττεται καίρια ἀπὸ τὸν διάβολο. Γι’ αὐτὸ ἐφιστᾶ καὶ πάλι ὁ Χρυσόστομος στὴν μαθήτριά του τὴν προσοχή της στὴν ἐπίδειξη τοῦ μέτρου: «ἄλγει μέν, ἄλγει δὲ μέτρον ἐπιθεῖσα τῇ λύπῃ» (Ἐπιστολή Η΄ (Β΄), SC 13, 117.1d.), διότι εἶναι μεγάλη ἡ ἁμαρτία ἀπὸ τὸ ὑπερβολικὸ ἄλγος.
Μὲ ὅλους αὐτοὺς τοὺς τρόπους προσπαθοῦσε ὁ συνετὸς ποιμὴν καὶ βαθὺς ψυχογνώστης Χρυσόστομος νὰ παρηγορήσῃ τὴν ψυχὴ τῆς ἀλγούσης θυγατρός του, θυμίζοντάς της διαρκῶς τὴν πλούσια ἀντιμισθία της ἀπὸ τὴν ἄσκησή της στὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη της στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος παραχωρεῖ, κατὰ τὴν ἀνθρώπινη ἔκφραση, τοὺς πειρασμούς, διότι «ὅσῳ σφοδρότερος ὁ χειμών, τοσούτῳ καὶ μείζονα τὰ βραβεῖα» (Ἐπιστολή Γ΄ (Θ΄), SC 13, 97.1a.).
Ἀλλὰ καὶ πόσα διδάγματα δὲν ἀντλοῦμε ὅλοι μας σήμερα ἀπὸ τὶς συμβουλὲς τοῦ σοφοῦ Πατρὸς καὶ μεγάλου παιδαγωγοῦ Χρυσοστόμου γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τοῦ ἄλγους καὶ τῆς ἀθυμίας ποὺ ἔχουν καταλάβει τοὺς ἀνθρώπους στὶς ἡμέρες μας. Ἐὰν τὰ ἀξιοποιήσωμε καὶ μεῖς καταλλήλως, ὅπως ἡ ἀρχόντισσα Ὀλυμπιάδα, τότε ἀντὶ νὰ δυσανασχετοῦμε ἀσκόπως γιὰ τὰ δεινὰ ποὺ προκαλεῖ ὁ Θεός, δηλαδὴ γι’ αὐτὰ ποὺ προξενοῦμε οἱ ἴδιοι μὲ τὴν ἀλαζονική μας συμπεριφορὰ στὴν φύση καὶ στοὺς συνανθρώπους μας, λόγῳ τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ἀπομακρύνσεώς μας ἀπὸ τὸ θέλημά Του, θὰ δοξολογοῦμε μᾶλλον τὸν Θεὸ γιὰ τὴν μακροθυμία Του καὶ τὶς συνεχιζόμενες εὐκαιρίες ποὺ μᾶς δίνει γιὰ ἐπανευαγγελισμὸ καὶ μετάνοια καὶ θὰ τὸν ὑμνολογοῦμε καὶ μεῖς, ὅπως ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος καὶ ἡ εὐλογημένη του θυγατέρα, «πάντων ἕνεκεν».
Ἂς πρεσβεύωμε, λοιπόν, στὴν «μεγάθυμο» (μεγαλόψυχη) Ὁσία τοῦ Θεοῦ διακόνισσα Ὀλυμπιάδα, ποὺ ἑορτάζει, νὰ μᾶς ἐνισχύῃ καὶ νὰ μᾶς ἐνδυναμώνῃ στὸν δικό μας προσωπικὸ καὶ κοινωνικὸ ἀγῶνα γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῶν μελλόντων ἀγαθῶν. Ἂς τῆς κάνωμε ὅμως καὶ μεῖς τὸ δῶρο νὰ διδασκώμαστε ἀπὸ τὸ δικό της παράδειγμα καὶ τὸν δικό της ἀγῶνα πρὸς καταπολέμηση τοῦ ἄλγους της, ὁπλιζόμενοι μὲ τὶς δικές της ἀρετές, τὴν προσευχή, τὴν νηστεία, τὴν ἐλεημοσύνη, τὴν ἐγκράτεια, γιὰ νὰ κατανικήσωμε τὴν δική μας ἀθυμία, πρὸς δόξα Θεοῦ καὶ γιὰ τὴν σωτηρία πάντων ἡμῶν. Ἀμήν! Γένοιτο!
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος – θεολόγος
Πηγές-βοηθήματα:
Γιὰ τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Χρυσοστόμου πρὸς τὴν Ὀλυμπιάδα, βλ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ἐπιστολαί, PG 52, 549-623.
Anne-Marie Malingrey, Jean Chrysostome, Lettres à Olympias, SC 13, Paris 1947. Ἀπὸ τὴν ἔκδοση αὐτὴν καὶ οἱ παραπάνω παραπομπές.
Γιὰ τὴν ἀκολουθία τῆς Ἁγίας: https://akolouthiesorthodox.blogspot.com/2019/08/25.html
Παλλαδίου Ἑλενουπόλεως, Ἡ πρὸς Λαῦσον ἱστορία. Περί Ὀλυμπιάδος, 144 PG 34, 1244- 1250.
τοῦ ἰδίου, Διάλογος ἱστορικὸς περὶ βίου καὶ πολιτείας Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, κεφ. Στ΄, PG 47, 60-61.
Γρηγορίου Θεολόγου, Ἔπη, Παραινετικὸν πρὸς Ὀλυμπιάδα, 2, 6 PG 37, 1542-1550.
Ὀλυμπιάδας Ντίτορα, μοναχῆς, Ἡ ἀρχόντισσα τοῦ Βυζαντίου, Ἀφηγηματικὴ βιογραφία τῆς Ὁσίας Ὀλυμπιάδος τῆς διακόνισσας, Ἱ. Μ. Βεροίας, Ναούσης καὶ Καμπανίας, Ἱερὰ μονὴ Ἁγίου Ἀθανασίου Σφηνίτσης, Ἡμαθία 2007.