Ἐραστὲς ἀλλὰ καὶ ποιητὲς
Τοὺς «τρεῖς μεγίστους φωστῆρας» τῆς τρισηλίου Θεότητος, τὶς «κιθάρες τοῦ Πνεύματος», τὰ «εὔλαλα στόματα τῆς ἀληθείας» τιμάει ἡ Ἐκκλησία μας στὶς 30 Ἰανουαρίου: τὸν σοφὸ Βασίλειο, τὸν θεολόγο Γρηγόριο καὶ τὸν κλεινό Ἰωάννη, «τῶν Ἱεραρχῶν τὴν Τριάδα», ἡ ὁποία «κατήρδευσε» (πότισε) μὲ τὰ νάματα τῆς θεογνωσίας ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη.
Στὴν προσωπικότητα, μάλιστα, τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν συνδυάζονται παράλληλα καὶ ἁρμονικὰ ἡ δύναμη τοῦ πνεύματος, ἡ παρρησία τοῦ λόγου καὶ ἡ προσφορὰ ὅλης τῆς ὑπάρξεώς των πρὸς τὸν συνάνθρωπο, ἐξ οὗ καὶ ὁ κοινός των ἑορτασμός.
Εἶναι ἀληθινὰ ἀξιοθαύμαστο ὅτι ὁ καθένας ἀπὸ τοὺς τρεῖς διέθετε συγχρόνως καὶ πνευματικὴ καλλιέργεια καὶ ψυχικὴ εὐαισθησία καὶ διάθεση γιὰ κοινωνικὴ προσφορά. Παραλλήλως, ὅμως, κατεῖχε κάποιο ἀπὸ αὐτὰ τὰ χαρακτηριστικὰ σὲ μεγαλύτερο βαθμό. Ἔτσι, ὁ μέγας Βασίλειος ἀναδείχθηκε μέγας καὶ στὸ κοινωνικὸ ἔργο, ὁ θεολόγος Γρηγόριος ὑπῆρξε φιλερήμων ἀλλὰ καὶ φιλειρηνικὸς καὶ μάλιστα φιλόσοφος-ποιητής, ὁ δὲ χρυσορρήμων Ἰωάννης ἦταν σοφὸς ἑρμηνευτὴς τῶν θείων γραφῶν, ἀλλὰ παραλλήλως ἐργαζόταν ἀκατάπαυστα γιὰ τὴν ἀνακούφιση τῶν πτωχῶν καὶ ἀδυνάτων ἀπὸ τοὺς ἰσχυροὺς καὶ ἀδίκους.
Ἀπαιτεῖται πράγματι πολὺς χρόνος, γιὰ νὰ ἀναπτύξῃ κανεὶς τὸ πολύπλευρο ἔργο τοῦ Χρυσοστόμου, νὰ μελετήση τοὺς λόγους καὶ τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Βασιλείου, νὰ ἐμβαθύνη στὴν θεολογικὴ σκέψη καὶ στὸ ποιητικὸ ἔργο τοῦ Γρηγορίου. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς στὸ παρὸν ἄρθρο θὰ περιοριστοῦμε μόνον σὲ μιὰ χαρακτηριστικὴ πτυχὴ τῆς προσφορᾶς των γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση μιᾶς μεγάλης διαμάχης ποὺ εἶχε ξεσπάσει στὴν ἐποχή των.
Συγκεκριμένα, στὰ χρόνια κυρίως τοῦ Βασιλείου καὶ τοῦ Γρηγορίου, εἶχαν διαμορφωθῆ δύο ἀκραῖες τάσεις, ἀπὸ τὴν μία Χριστιανῶν ποὺ ἀπέφευγαν νὰ μελετήσουν τὰ ἀρχαιοελληνικὰ κείμενα, γιὰ νὰ μὴν ἀλλοτριωθῆ ἡ πίστη των, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἐθνικῶν ποὺ πρέσβευαν ὅτι ἡ χριστιανικὴ διδασκαλία θὰ «μολύνῃ» τὸ ἀρχαιοελληνικὸ πνεῦμα.
Ἔχει πραγματικὰ ἐνδιαφέρον νὰ δοῦμε πῶς ἀντιμετώπισαν οἱ ἑλληνομαθεῖς Πατέρες τὴν ὀξύτατη αὐτὴν διαμάχη καὶ πῶς κατάφεραν τελικὰ μὲ τὴν δύναμη τοῦ λόγου καὶ τὴν χάρη τοῦ Πνεύματος νὰ ἀμβλύνουν τὶς ἀκραῖες αὐτὲς τάσεις.
Ὁ σοφώτατος Βασίλειος, στὴν πραγματεία του «Πρὸς τοὺς νέους, ὅπως ἄν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων», διδάσκει ὅτι οἱ φιλομαθεῖς νέοι χρειάζεται νὰ μιμοῦνται, στὴν ἀπόκτηση τῶν γνώσεων, τὸ παράδειγμα τῶν μελισσῶν, οἱ ὁποῖες ἀπὸ κάθε ἄνθος ἀποκομίζουν μόνον ὅ τι εἶναι ὠφέλιμο γιὰ τὴν σύνθεση τοῦ μελιοῦ. Ὅπως λέει χαρακτηριστικά: «καθάπερ τῆς ῥοδωνιᾶς τοῦ ἄνθους δρεψάμενοι τὰς ἀκάνθας ἐκκλίνομεν, οὕτω καὶ ἐπὶ τῶν τοιούτων λόγων, ὅσον χρήσιμον ἀπωσάμενοι, τὸ βλαβερὸν ἀπορρίψωμεν» (PG 31, 569). Παρομοιάζει μάλιστα τὴν θύραθεν σοφία μὲ τὰ φύλλα ποὺ περιβάλλουν καὶ στολίζουν τὸν καρποὺς τοῦ δένδρου, χαρίζοντάς του ὄμορφη ὄψη.
Ὁ φιλόσοφος Γρηγόριος, ὁ κυρίως ἐραστὴς τοῦ ἕλληνος λόγου, χαρακτηρίζει «σκαιοὺς καὶ ἀπαιδεύτους» τοὺς Χριστιανοὺς ἐκείνους ποὺ ἀπέρριπταν τὴν ἔξωθεν παιδεία «ὡς ἐπίβουλον καὶ σφαλεράν καὶ Θεοῦ πόρρω βάλλουσαν» (=ποὺ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν Θεό), θεωρώντας την, ὅπως καὶ ὁ Βασίλειος, συμπληρωματικὴ στὴν «εὐγενεστέραν καὶ ἡμετέραν» (χριστιανική) παιδεία [«Ἐπιτάφιος εἰς τὸν Μέγαν Βασίλειον» (PG, 36, 508-9)].
Στὸν Ἰουλιανό, μάλιστα, τὸν Παραβάτη, ποὺ μὲ διάταγμά του ἀπαγόρευε στοὺς «παραβάτες» Χριστιανοὺς νὰ διδάσκουν τὰ ἑλληνικὰ γράμματα, ἀπηύθυνε δύο Στηλιτευτικοὺς λόγους. Στὸ ἐρώτημα ποὺ τοῦ ἀπευθύνει ὁ Γρηγόριος «Τίνος τοῦ ἑλληνίζειν εἰσὶν οἱ λόγοι;» δηλ. ποιός ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ διδάσκῃ καὶ νὰ μελετᾶ τὰ ἑλληνικὰ γράμματα, ἀπαντᾶ ὁ ἴδιος ὅτι τὸ ἑλληνίζειν δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι μονοσήμαντο καὶ ἑπομένως δικαίωμα μόνον τῶν «ἐθνικῶν» Ἑλλήνων, ἀλλὰ εἶναι πολυσήμαντο καὶ ἀποτελεῖ δικαίωμα ὅλων ὅσοι ἀποτελοῦν τὸ «ἔθνος», ἀνεξαρτήτως θρησκείας, γλώσσης καὶ ἄλλων διακρίσεων, κατὰ τὴν εὐαγγελικὴ ῥήση «οὐκ ἔστιν Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην…, ἀλλὰ τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός» (Γαλ., γ’ 23- δ’ 5) .
Ἀλλὰ καὶ ὁ Χρυσοῤῥήμων, ποὺ κατηγορεῖται, ἀπὸ συγκεκριμένους κύκλους, ὡς κατεξοχὴν «ἀνθέλληνας», ὑπῆρξε ἀσφαλῶς ἐλεγκτικὸς ἀπέναντι στὰ διδάγματα τῶν Ἑλλήνων (ἐθνικῶν) φιλοσόφων -ὄχι ὅλων-, διότι ἐπηρέαζαν τοὺς Χριστιανοὺς στὸν τρόπο ζωῆς των, ὥστε νὰ ἐνδιαφέρωνται περισσότερο γιὰ τὴν ἀπόκτηση ὑλικῶν ἀγαθῶν καὶ ὄχι γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς των. Ἐν τούτοις, δὲν ἀπέρριπτε τὴν ἑλληνικὴ παιδεία, τὴν ὁποία θεωροῦσε καὶ ἐκεῖνος, ὅπως καὶ οἱ προκάτοχοί του Πατέρες, ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴν ἐμβάθυνση στὴν χριστιανικὴ παιδεία («Πάντοθεν -καὶ εἰς τὰ παρ’ ἡμῖν καὶ εἰς τὰ τῶν φιλοσόφων διδάγματα-εὑρίσκεις, εἰ βούλει, τὰ ὑποδείγματα (τοῦ ὀρθοῦ βίου)», PG 62, 47). Ἐξ ἄλλου, σκοπὸς τῆς ἀγωγῆς κατὰ τὸν Χρυσόστομο εἶναι ἡ διάπλαση «εἰς τέλειον Χριστιανὸν καὶ πραγματικὸν φιλόσοφον» (PG 62, 149).
Πράγματι, οἱ ἑλληνομαθεῖς καὶ φωτισμένοι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα Ὀρθόδοξοι Πατέρες καὶ πρόμαχοι τῆς Ἁγίας Τριάδος, ποὺ υἱοθέτησαν μὲ τὴν στάση των τὸ ἀρχαιοελληνικὸ «μηδὲν ἄγαν», καθοδηγοῦν ἐμμέσως καὶ ἐμᾶς τοὺς νεωτέρους νὰ ἀποφεύγωμε τὶς ἀκρότητες, τὸν φανατισμὸ καὶ τὸν διχασμό, ἐφ’ ὅσον εἴμαστε τέκνα τοῦ ἑνὸς Τριαδικοῦ Θεοῦ τῆς εἰρήνης, τῆς ὁμονοίας καὶ τῆς ἀγάπης. Ἄς ἐργαζώμαστε, λοιπόν, καὶ ἐμεῖς, ὥστε νὰ γινώμαστε τέλειοι Χριστιανοὶ καὶ ἀληθινοὶ φιλό-σοφοι, ἐραστὲς δηλαδὴ ὄχι μόνον τοῦ λόγου ἀλλὰ καὶ τοῦ Λόγου, ὅπως καὶ ἐκεῖνοι.
Ἐξ ἄλλου, οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες δὲν κήρυξαν μόνον μὲ τὸν λόγο των τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως, τὸν ἠθικὸ βίο, καὶ τὴν δίκαιη καὶ ἀγαπητικὴ πολιτεία, ἀλλὰ ὑπηρέτησαν καὶ στὴν πράξη τὸ τριπλὸ ἔργο τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδοξίας, πνευματικό, μορφωτικὸ καὶ κοινωνικό, ἀντιστοίχως ὡς «βάσεις, θεολόγοι, χρυσολόγοι».
Δὲν ἔχομε, λοιπόν, παρὰ νὰ μιμηθοῦμε «οἱ φιλόσοφοι τοὺς σοφούς, οἱ ἱερεῖς τοὺς ποιμένας, οἱ ἁμαρτωλοὶ τοὺς προστάτας», ὥστε νὰ φωτιστοῦμε ὅλοι, καὶ στὶς σημερινὲς δύσκολες συγκυρίες, νὰ διατηρήσωμε ἀλώβητη τὴν πίστη καὶ ἐλεύθερο τὸ φρόνημά μας ὡς ἀληθινοὶ Χριστιανοί καὶ γνήσιοι Ἕλληνες. Τὸ νὰ ἀκολουθήσωμε τὸ παράδειγμά των εἶναι τὸ καλύτερο δῶρο ποὺ μποροῦμε νὰ τοὺς προσφέρωμε στὴν μνήμη των, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν!
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος