Βίος καὶ πολιτεία Ἁγίων,  Γενικά,  Μπορεῖ νὰ μᾶς Ἐνδιαφέρει...,  Νὰ ἀνεβοῦμε λίγο ψηλότερα

Θρῆνος καὶ ἐλπίδα

Τὴν Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς «ἀνάμνησιν ποιούμεθα» ἑνὸς θλιβεροῦ γεγονότος﮲ τῆς ἐξόδου τοῦ Ἀδάμ ἀπὸ τὸν Παράδεισο τῆς τρυφῆς, ὅπως ἀναφέρεται στὸ Συναξάρι τῆς ἡμέρας. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ὑμνολογία ὅλη κατ’ αὐτὴν τὴν ἡμέρα εἶναι ἀφιερωμένη στὴν ἔκπτωση τοῦ πρωτοπλάστου καὶ στὸν «ἀδαμιαῖο θρῆνο».

Ὁ ὑμνογράφος ὅμως δὲν στέκεται μόνον στὸν γοερὸ θρῆνο τοῦ Ἀδάμ, ἀλλὰ παρουσιάζει θαυμάσια καὶ τὴν ἱκεσία τοῦ ἰδίου καὶ κάθε ἔκπτωτου ἀνθρώπου γιὰ ἀνάκληση καὶ ἐπαναφορὰ στὴν γλυκιὰ ἀγκαλιὰ καὶ στὸν παραδεισένιο οἶκο τοῦ Πατρός, ποὺ τὸν στερήθηκε διὰ τῆς πονηρίας τοῦ διαβόλου καὶ τῆς δικῆς του αὐτονομήσεως.

Γι’ αὐτὸ λοιπόν τοποθετοῦν οἱ Πατέρες τὴν ἀνάμνηση τῆς ἐξόδου τοῦ Ἀδὰμ ἀπὸ τὸν Παράδεισο, ἀκριβῶς πρὶν ἀπὸ τὴν εἴσοδο στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, διότι ὅσο μεγάλη ἦταν ἡ πτώση καὶ ἡ στέρηση, ἄλλο τόσο μακρὺς χρειάζεται νὰ εἶναι καὶ ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν ἐπανάκτηση τῶν χαμένων ἀγαθῶν. Καὶ ἐπειδὴ ὁ παλαιὸς Ἀδὰμ δὲν μπόρεσε νὰ ἀντισταθῆ στὴν ἐπιθυμία γιὰ ἀπόλαυση τοῦ γλυκοῦ καρποῦ, χρειαζόταν νὰ ἔρθῃ ὁ νέος Ἀδάμ, γιὰ νὰ μᾶς δείξῃ μὲ τὴν δική του ἄσκηση καὶ μάλιστα μὲ τὴν νηστεία του τὸν δρόμο γιὰ τὴν ἐπανόρθωση τῆς πτώσεως.

Ἐξ ἄλλου ἡ προπαρασκευαστικὴ περίοδος τοῦ Τριῳδίου αὐτὸ ἀκριβῶς τὸν στόχο ἔχει. Νὰ μᾶς προετοιμάσῃ καταλλήλως, γιὰ νὰ εἰσέλθωμε στὸ κυρίως στάδιο τοῦ ἀγῶνος, ποὺ θὰ ὁδηγήσῃ καὶ ἐμᾶς στὴν λύτρωση καὶ στὴν ἀνάσταση. Νὰ θυμίσωμε ὅτι ἡ ταπείνωση τοῦ Τελώνου, ἡ εἰσαγωγικὴ αὐτὴ ἀρετὴ τοῦ Τριῳδίου, εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχὴν ἀρετὴ τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος ἔγινε ὑπήκοος τοῦ Πατρός καὶ μάλιστα μέχρι θανάτου γιὰ τὴν δική μας σωτηρία.

Σοφὰ λοιπόν καὶ μελετημένα, κυρίως ὅμως παιδαγωγικά προπαρασκεύασαν οἱ Πατέρες μας τὴν διὰ τοῦ Τριῳδίου σταδιακή μας πορεία πρὸς τὴν σωτηρία. Ἀκριβῶς μετὰ ἀπὸ τὴν ταπείνωση τοῦ Τελώνου ἔρχεται ἡ μετάνοια τοῦ Ἀσώτου, γιὰ νὰ μᾶς δείξῃ ὅτι ἡ ἁμαρτία, ἡ παρέκκλιση ἀπὸ τὸν ὀρθὸ δρόμο, θεραπεύεται μὲ τὴν ἀπόφαση γιὰ ἐπιστροφή, ποὺ ὅταν εἶναι εἰλικρινὴς γίνεται ἀμέσως δεκτὴ ἀπὸ τὸν φιλεύσπλαγχνο πατέρα καὶ ὁδηγεῖ στὴν ἀποκατάσταση τοῦ χαμένου υἱοῦ στὴν προτέρα του τιμή!

Καὶ ἐπειδὴ ἡ ἀγάπη τοῦ πατρὸς πρὸς τοὺς υἱοὺς τῆς Βασιλείας Του εἶναι δεδομένη, χρειάζεται τώρα καὶ αὐτοὶ μὲ τὴν σειρά των νὰ δείξουν ἐμπράκτως τὴν δική των ἀγάπη, ὄχι μὲ θυσίες στὸν Θεὸ ἀλλὰ μὲ ἔλεος πρὸς τὸν συνάνθρωπο. Αὐτὸ ἀκριβῶς μᾶς ὑποδεικνύει ἡ τρίτη Κυριακὴ τοῦ Τριῳδίου, ἡ ὀνομαζομένη «Κυριακὴ τῆς Κρίσεως». Ἀφοῦ λοιπὸν στὸ πρόσωπο τοῦ ἀδελφοῦ μας βλέπομε τὸν Θεό μας καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν ἀδελφὸ ἀποτελεῖ τὸ ὕψιστο κριτήριο γιὰ τὴν εἴσοδό μας στὴν οὐράνια Βασιλεία, δὲν μένει πλέον παρὰ νὰ γίνῃ καὶ τὸ τελευταῖο βῆμα προετοιμασίας γιὰ τὴν εἰσαγωγή μας στὸν κυρίως ἀγῶνα. Καὶ αὐτὸ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν ἀλληλοσυγχώρηση. Ἄλλωστε, ἡ τετάρτη Κυριακὴ πρὸ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καλεῖται καὶ «Κυριακὴ τῆς συγχωρήσεως ἢ τῆς συγγνώμης», διότι στὸ τέλος τοῦ Ἑσπερινοῦ ζητᾶμε ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀδελφούς μας νὰ συν-χωρηθοῦμε, γιὰ νὰ μπορέσωμε νὰ προχωρήσωμε ἐλεύθεροι ἀπὸ τὰ βάρη μας στὸ στάδιο τοῦ ἀγῶνος.

Ταπείνωση, μετάνοια, ἔλεος, ἀγάπη καὶ συγχώρηση εἶναι, ἑπομένως, οἱ βασικὲς προϋποθέσεις τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ τὰ ἀπαραίτητα ἐφόδια τοῦ χριστιανοῦ. Δὲν εἶναι, ἐξ ἄλλου, τυχαῖο ὅτι ὅλοι οἱ Πατέρες ὁμιλοῦν κυρίως καὶ πάντοτε γι’ αὐτὲς τὶς ἀρετές. Στὸ σχετικὸ μάλιστα ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας ὁ Ἀπόστολος μᾶς καλεῖ νὰ ἐνδυθοῦμε τὰ ὅπλα τοῦ φωτός, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλα ἀπὸ τὶς ἀρετές μας. Συχνά, ἄλλωστε, ὁ πιστὸς παρομοιάζεται μὲ ἀθλητή, ποὺ ἀγωνίζεται «τὸν ἀγῶνα τὸν καλόν», ποὺ θὰ τὸν ὁδηγήσῃ στὴν σωτήρια νίκη ποὺ χαρίζει ὁ αἰώνιος νικητὴς Χριστός.

Σ’ αὐτὸν τὸν αἰώνιο Σωτῆρα προσβλέπει καὶ ὁ πρωτόπλαστος Ἀδάμ, νὰ τοῦ χαρίσῃ καὶ πάλι τὸν χαμένο Παράδεισο. Πράγματι, μέσα ἀπὸ τὴν ὑπέροχη ὐμνογραφία τῆς ἡμέρας ἀνακαλοῦμε «κινηματογραφικά» στὴν μνήμη μας ὅλη τὴν πορεία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν πτώση μέχρι τὴν ἀνάσταση. Κατ’ ἀρχὰς ἐνθυμούμεθα ὅτι ὁ πλάστης μας Κύριος μᾶς «προσέλαβε χοῦν ἐκ τῆς γῆς», μᾶς «ἐζώωσε» καὶ μᾶς «ἐτίμησε», καθιστῶντας μας ἄρχοντες «πάντων ὁρατῶν ἐπὶ τῆς γῆς» καὶ πὼς ἐμεῖς δὲν προσέξαμε καὶ ἀπεκδυθήκαμε οἱ τάλανες ( = οἱ δύστυχοι) τὴν θεοΰφαντη στολή μας καὶ ντυθήκαμε «τοὺς δερματίνους χιτῶνας» καὶ ἐκπέσαμε ἀπὸ τὴν χώρα τοῦ ἀνέμελου Παραδείσου στὸν κόσμο τοῦ «μόχθου» καὶ τῆς φθορᾶς.

Χρησιμοποιεῖ, μάλιστα, ὁ ὑμνογράφος τὸ α’ ἑνικὸ στὴν «ἀφήγησή» του, ἐμφανίζοντας ἔτσι εὔστοχα τὸν Ἀδὰμ νὰ θρηνῆ γιὰ λογαριασμὸ πάντων ἡμῶν, ἐφ’ ὅσον ἡ δική του ἔκπτωση στοίχισε σὲ ὅλους μας τὸν Παράδεισο. Ἔτσι, λοιπόν, στὸ ὑπέροχο Δοξαστικὸ τῶν Στίχων τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς ἡμέρας, ἐμφανίζεται ὁ Ἀδὰμ καθισμένος «ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου» νὰ θρηνῆ γοερῶς καὶ νὰ λέῃ: «οἴμοι τὸν ἀπάτῃ πονηρᾷ πεισθέντα καὶ κλαπέντα καὶ δόξης μακρυνθέντα. Οἴμοι τὸν ἁπλότητι γυμνόν, νῦν δὲ ἠπορημένον» (= ἐδῶ ἐννοεῖ αὐτὸν ποὺ στερήθηκε τὴν θεϊκή του στολή). Καὶ συνεχίζει ὁ Ἀδάμ, ἀναπολῶντας νοσταλγικὰ τὸ χαμένο του δῶρο: «Ἀλλ’ ὦ Παράδεισε, οὐκέτι σου τῆς τρυφῆς ἀπολαύσω, οὐκέτι ὄψομαι τὸν Κύριον καὶ Θεόν μου καὶ Πλάστην μου﮲﮲εἰς γῆν γὰρ ἀπελεύσομαι, ἐξ ἧς καὶ προσελήφθην

Δὲν μένει ὅμως στὸν πόνο ἀλλὰ περνάει στὴν ἱκεσία, ἐκπλιπαρῶντας τὸν προσωποποιημένο Παράδεισο νὰ μεσιτεύση στὸν Πλάστη του, γιὰ νὰ τοῦ ὑπανοίξῃ τὶς πῦλες (νὰ τὶς ἀνοίξῃ λίγο ἢ κρυφά), καὶ νὰ ἀξιωθῇ «μεταλαβεῖν τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς καὶ τῆς χαρᾶς, ἧς πρότερον κατετρύφησε» (= ὑπεραπήλαυσε). Καὶ πάλι: «Παράδεισε ἁγιώτατε, ἱκέτευε τῷ σὲ ποιήσαντι κἀμὲ πλάσαντι, ὅπως τῶν σῶν ἀνθέων πλησθήσομαι

Αὐτὴ ἡ ἐπίκληση τοῦ Ἀδὰμ στὸν Παράδεισο, «τὸ ὡραιότατον κάλλος», «τὴν ἄληκτον εὐφροσύνην και ἀπόλαυσιν», «τὴν δόξαν τῶν δικαίων» ἀποτελεῖ ἕνα ἀληθινὰ θαυμάσιο εὕρημα τοῦ ὑμνογράφου, μὲ τὸ ὁποῖο αἰσθητοποιεῖ τὴν μεγάλη ἐπιθυμία, τὸν διακαῆ πόθο τοῦ στερημένου νὰ ξαναβρῆ τὴν πηγὴ τῶν ἀγαθῶν του. Ὅπως τὸ ἀπολωλὸς πρόβατο ἀναζητάει τὸν ποιμένα του, ὅπως ὁ ἄσωτος ἀποζητᾶ τὴν ἐπιστροφή του στὶς ἀγκάλες τοῦ πατρός, ἔτσι καὶ ὁ Ἀδάμ ποθεῖ τὸν Παράδεισο νὰ ξαποστάσῃ καὶ νὰ «πληρώσῃ» τὴν πνευματική του δίψα, σὰν τὴν ἔλαφο ποὺ προστρέχει νὰ ξεδιψάσῃ στὶς πηγὲς τῶν ὑδάτων.

Καὶ φυσικὰ ὁ Κύριος ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἀέναη πηγὴ τῶν ἰαμάτων καὶ χαρίζει πλουσιοπάροχα τὰ ἐλέη του σὲ ὅλους, πολὺ δὲ περισσότερο σὲ ὅσους τὰ ἐπιζητοῦν μὲ πόθο, ὄχι μόνον ἀκούει τὴν παράκληση τῶν ἀπολωλότων τέκνων του νὰ τοὺς εἰσαγάγῃ «πάλιν εἰς τὸν Παράδεισον» ἀλλὰ λαμβάνει καὶ ὁ Ἴδιος σάρκα καὶ ὀστᾶ, γιὰ νὰ σώσῃ τὸ πλάσμα Του! Ἔτσι, μέσῳ τῆς συντελέσεως τοῦ ὅλου μυστηρίου τῆς θείας οἰκονομίας «ἀντεισήγαγε πάλιν διὰ τοῦ Σταυροῦ καὶ τοῦ Πάθους» τοὺς πρώην «ἀποικισθέντας τοῦ Παραδείσου». Καὶ ἐπειδὴ «τὸ πρῶτον (=παλαιά) διὰ τῆς τοῦ ξύλου βρώσεως» ἀποικίστηκαν, καλοῦνται τώρα νὰ ἐξοπλιστοῦν «διὰ τῆς νηστείας», καὶ διὰ τῶν ἄλλων φωτεινῶν «ὅπλων», διὰ τῶν ἀρετῶν τῆς πίστεως, τῆς προσευχῆς, τῆς ἀγάπης, τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς ταπεινώσεως, ὥστε νὰ ὁλοκληρώσουν τὴν πορεία των καὶ νὰ φθάσουν νὰ προσκυνήσουν «τὸ Πάσχα τὸ σωτήριον».

Εἴθε καὶ ἐμεῖς ὅλοι, οἱ ἐν Κυρίῳ πιστοὶ ἀδελφοί, νὰ ξεκινήσωμε τὸν πνευματικό μας ἀγῶνα στὸ στάδιο τῶν ἀρετῶν ὄχι ὑποκριτικῶς οὔτε στανικῶς ἀλλὰ «φαιδρῶς», μὲ τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν προσδοκία ὅτι θὰ ἀξιωθοῦμε, μὲ τὴν δική μας φιλότιμη προσπάθεια καὶ πολὺ περισσότερο μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, νὰ ἀποκτήσωμε καὶ πάλι τὸν χαμένο μας Παράδεισο καὶ νὰ κατοικήσωμε μόνιμα στὴν πλασμένη γιὰ ἐμᾶς «πρὸ καταβολῆς κόσμου» οὐράνια Βασιλεία Του.

Καλὸ στάδιο καὶ καλὴ συν-ανάσταση!

Γένοιτο!

Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος – θεολόγος