Βίος καὶ πολιτεία Ἁγίων,  Γενικά,  Μπορεῖ νὰ μᾶς Ἐνδιαφέρει...,  Νὰ ἀνεβοῦμε λίγο ψηλότερα,  Σὰν Σήμερα

Οἱ Καταβασίες τῆς Ὑπαπαντῆς

Οἱ Καταβασίες τῆς Ὑπαπαντῆς εἶναι πoίημα τoῦ Ἁγίoυ Κoσμᾶ τοῦ Μελωδοῦ, Ἐπισκόπoυ Мαϊoυμᾶ, καὶ ψάλλoνται ἀπὸ τὶς 15 Ἰανoυαρίoυ μέχρι τὴν ἀπόδοση τῆς ἑορτῆς, στὶς 9 Фεβρoυαρίoυ. Στὸ παρὸν ἄρθρο θὰ ἐπιχειρήσωμε μιὰ προσέγγιση τῶν ὑπερόχων αὐτῶν ὕμνων, ἐμβαθύνοντας στὸ θεολογικό των περιεχόμενο, μὲ ὄχημα τὴν θαυμάσια ἑλληνική μας γλῶσσα, τὴν θεραπαινίδα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.

Ὠδὴ α’, ἦχος γ’

Χέρσον ἀβυσσοτόκον πέδον ἥλιος ἐπεπόλευσέ ποτε ὡσεὶ τεῖχος γὰρ ἐπάγη ἑκατέρωθεν ὕδωρ λαῷ πεζοποντοποροῦντι καὶ θεαρέστως μέλποντι. Ἄσωμεν τῷ Κυρίω ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται.

Ὁ εἱρμὸς τῆς α’ ὠδῆς ἀναφέρεται, ὅπως καὶ ἡ παλαιὰ βιβλικὴ ᾠδή, στὸ θαυμαστὸ γεγονὸς τῆς μετατροπῆς τῆς θαλάσσης σὲ ξηρὰ κατὰ τὴν διάβαση τῶν Ἰσραηλιτῶν (Ἔξ., 14, 22). Μὲ τὴν λέξη «ἀβυσσοτόκος» ὁ ὑμνογράφος παρομοιάζει τὸν βυθὸ τῆς θαλάσσης μὲ κοιλία μητρὸς ποὺ περισφίγγει σὰν βρέφος τὸ νερὸ στὴν ἀγκαλιά της. Αὐτὸν τὸν βυθὸ τὸν ἄγγιξε ὁ ἥλιος μὲ τὶς ἀκτῖνες του («ἐπεπόλευσε»), ὅταν ἡ θάλασσα σχίσθηκε διὰ τῆς ῥάβδου τοῦ Μωϋσέως καὶ τὸ νερὸ ἔγινε σταθερὸ σὰν τεῖχος («ὡσεὶ τεῖχος ἐπάγη») δεξιὰ καὶ ἀριστερά («ἑκατέρωθεν») γιὰ τὸν λαό, ποὺ πεζοποροῦσε καὶ ἔψαλλε θεαρέστως («λαῷ πεζοποντοποροῦντι καὶ θεαρέστως μέλποντι»).

Ὠδὴ γ’

Τὸ στερέωμα τῶν ἐπὶ σοὶ πεποιθότων, στερέωσον, Κύριε, τὴν Ἐκκλησίαν, ἣν ἐκτήσω τῷ τιμίῳ σου αἵματι.

Ἡ ὠδὴ αὐτὴ ξεκινάει ὅπως καὶ ἡ ἀντίστοιχη 3η βιβλικὴ ᾠδή, ποίημα τῆς προφήτιδος Ἄννης: «Ἐστερεώθη ἡ καρδία μου ἐν Κυρίῳ, ὑψώθη κέρας μου ἐν Θεῷ μου» (Α’ Βασιλ. β’ 1). Στερέωμα καλεῖται ὁ Χριστός, ἐπειδὴ σ’ Αὐτὸν στηρίζομε ὅλοι τὶς ἐλπίδες μας, καὶ ζητεῖται ἀπὸ Ἐκεῖνον νὰ διαφυλάξῃ τὴν Ἐκκλησία, ποὺ ὁ Ἴδιος ἀπέκτησε, προσφέροντας τὸ τίμιο Αἷμα Του.

Ὠδὴ δ’

Ἐκάλυψεν οὐρανοὺς ἡ ἀρετή σου Χριστέ τῆς κιβωτοῦ γὰρ προελθὼν τοῦ ἁγιάσματός σου, τῆς ἀφθόρου Μητρός, ἐν τῷ ναῷ τῆς δόξης σου ὤφθης ὡς βρέφος, ἀγκαλοφορούμενος, καὶ ἐπληρώθη τὰ πάντα τῆς σῆς αἰνέσεως.

Γιὰ τὸν εἱρμὸ τῆς δ’ ᾠδῆς ὁ ὑμνογράφος δανείζεται τὰ λόγια τοῦ ποιητοῦ της, προφήτου Ἀββακούμ: «ἐκάλυψεν οὐρανοὺς ἡ ἀρετὴ αὐτοῦ, καὶ αἰνέσεως αὐτοῦ πλήρης ἡ γῆ» (Ἀββ. γ’ 3). Ἡ Παναγία ὀνομάζεται «κιβωτός τοῦ ἁγιάσματος» (Ψαλμ., ρλα’ 8), διότι, ὅπως ἡ κιβωτὸς φύλαγε τὶς πλάκες τοῦ νόμου, ἔτσι καὶ ἡ Παναγία, ὡς ἄλλη κιβωτός, ἔφερε μέσα της τὸ ἁγιασμένο ἀπὸ τὴν θεότητα σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ λέξη «ἀγκαλοφορούμενος» σημαίνει εἴτε ὅτι τὸ βρέφος βασταζόταν στὴν ἀγκαλιὰ τῆς Μητρός Του, εἴτε, τὸ πιθανώτερο, ὅτι τοποθετήθηκε στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ δικαίου Συμεῶνος.

Ὠδὴ ε’

Ὡς εἶδεν Ἡσαΐας συμβολικῶς, ἐν θρόνῳ ἐπηρμένῳ, Θεόν ὑπ’ Ἀγγέλων δόξης δορυφορούμενον, ὦ τάλας! ἐβόα, ἐγώ πρὸ γὰρ εἶδον σωματούμενον Θεόν, φωτὸς ἀνεσπέρου καὶ εἰρήνης δεσπόζοντα.

Ὁ εἱρμὸς τῆς ε’ ᾠδῆς ἀναφέρεται στὴν ἀντίστοιχη βιβλικὴ ᾠδὴ καὶ συγκεκριμένα στὸ ὅραμα τοῦ προφήτου Ἡσαΐα, ποὺ εἶδε τὸν Κύριο καθήμενο σὲ θρόνο ὑπερυψωμένο καὶ γύρω Του τὰ Σεραφὶμ νὰ ψάλλουν: «ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος σαβαώθ, πλήρης πᾶσα ἡ γῆ τῆς δόξης αὐτοῦ». Ἕνα Σεραφὶμ πῆρε μὲ λαβίδα ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο ἄνθρακα ἀναμμένο καὶ μὲ αὐτὸ ἄγγιξε τὰ χείλη τοῦ προφήτου, ὁ ὁποῖος ἔλαβε ἔτσι τὸ προφητικὸ χάρισμα (Ἡσ. στ’ 1-7). Ὁ Ἡσαΐας, λοιπόν, προεῖδε  τὴν Παναγία, ὡς «ὑψηλοτέρα τῶν οὐρανῶν», νὰ γίνεται θρόνος, γιὰ νὰ καθίσῃ ἐπάνω της ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ δεσπόζῃ «φωτὸς ἀνεσπέρου καὶ εἰρήνης», διότι εἶναι «φῶς τὰ προστάγματά» του καὶ εἶναι Κύριος τῆς εἰρήνης (Ἡσ. κστ’ 9, 12).

Ὠδὴ στ’

Ἐβόησέ σοι, ἰδών ὁ Πρέσβυς τοῖς ὀφθαλμοῖς τὸ σωτήριον, ὃ λαοῖς ἐπέστη· Ἐκ Θεοῦ, Χριστέ, σὺ Θεός μου.

Ὁ εἱρμὸς τῆς στ’ ᾠδῆς ξεκινάει, ὅπως καὶ ἡ ἀντίστοιχη βιβλικὴ ᾠδὴ τοῦ προφήτου Ἰωνᾶ: «Ἐβόησα ἐν θλίψει μου» (Ἰω. β’ 3). Ἀναφέρεται στὸ γεγονὸς τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὸν δίκαιο Συμεῶνα (Λουκ., β’ 25-32), ποὺ ἀξιώθηκε νὰ δῆ μὲ τὰ μάτια του «τὸ σωτήριον», τὸν Χριστό, ποὺ ἐμφανίστηκε στοὺς ἀνθρώπους («ὃ λαοῖς ἐπέστη»). Ὁ ὑμνογράφος βάζει στὸ στόμα τοῦ Συμεῶνος τὴν φράση: «Ἐκ Θεοῦ, Χριστέ, Σὺ Θεός μου», ποὺ θυμίζει τό: «Φῶς ἐκ φωτός, Θεὸς ἀληθινὸς ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ», διότι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα φώτισε τὸν Συμεῶνα νὰ ἀναγνωρίσῃ τὸν Κύριο.

Ὠδὴ ζ’

Σὲ τὸν ἐν πυρὶ δροσίσαντα Παῖδας θεολογήσαντας καὶ Παρθένῳ ἀκηράτῳ ἐνοικήσαντα, Θεὸν Λόγον, ὑμνοῦμεν εὐσεβῶς μελῳδοῦντες· Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν.

Ὁ εἱρμὸς αὐτὸς ἀναφέρεται στοὺς τρεῖς παῖδες, οἱ ὁποῖοι «θεολόγησαν» μέσα στὸ καμίνι ποὺ τοὺς εἶχε ῥίξει ὁ βασιλιὰς Ναβουχοδονόσωρ (Δαν. γ’ 16-17). Ὅπως τότε ὁ «Ἄγγελος» ἐξ οὐρανοῦ (Χριστός), δρόσιζε τὴν φλεγόμενη κάμινο, ἔτσι καὶ τώρα τὸ πῦρ τῆς θεότητος, ὁ Χριστός, δὲν κατέκαυσε τὴν κοιλία τῆς Παρθένου, ὅπου ἐνοίκησε, ἀλλὰ τὴν ἄφησε «ἀκήρατο» (ἀδιάφθορη). Γι’ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς, σὰν τοὺς τρεῖς παῖδας, ψάλλομε: «Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὁ τῶν πατέρων ἡμῶν».

Ὠδὴ η’

Ἀστέκτῳ πυρὶ ἑνωθέντες οἱ θεοσεβείας προεστῶτες Νεανίαι, τῇ φλογὶ δὲ μὴ λωβηθέντες, θεῖον ὕμνον ἔμελπον· Εὐλογεῖτε πάντα τὰ ἔργα τὸν Κύριον, καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.

Οἱ τρεῖς νέοι ποὺ προάσπισαν τὴν πίστη («οἱ θεοσεβείας προεστῶτες»), ἀφοῦ ἑνώθηκαν μὲ τὴν ἀφόρητη φωτιά, χωρὶς νὰ βλαβοῦν ἀπὸ τὴν φλόγα («Ἀστέκτῳ πυρὶ ἑνωθέντες … τῇ φλογὶ δὲ μὴ λωβηθέντες»), ἔψαλλαν τὸν χαρακτηριστικὸ ὕμνο: «Εὐλογεῖτε πάντα τὰ ἔργα Κυρίου τὸν Κύριον…»

Ὠδὴ θ’

Ἐν νόμου σκιᾷ καὶ γράμματι τύπον κατίδωμεν οἱ πιστοί πᾶν ἄρσεν τὸ τὴν μήτραν διανοῖγον, ἅγιον Θεῷ διὸ πρωτότοκον Λόγον, Πατρὸς ἀνάρχου Υἱόν, πρωτοτοκούμενον Μητρὶ ἀπειράνδρῳ, μεγαλύνομεν.

Στὸν εἱρμὸ τῆς θ’ ᾠδῆς παροτρύνονται οἱ πιστοὶ νὰ δοῦν τὴν προτύπωση ποὺ βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὴν σκιὰ καὶ τὸ γράμμα τοῦ παλαιοῦ νόμου, ποὺ ὥριζε ὅτι «πᾶν ἄρσεν διανοῖγον μήτραν ἅγιον τῷ Κυρίῳ κληθήσεται» (Λουκ., β’ 23). Ὁ τύπος τοῦ νόμου αὐτοῦ δὲν ἁρμόζει σὲ κανένα ἄλλο ἀρσενικὸ καὶ πρωτότοκο παιδί, παρὰ μόνον στὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος ἄνοιξε μὲ ὑπερφυσικὸ τρόπο τὴν παρθενικὴ μήτρα τῆς Παναγίας, ποὺ παρέμεινε πάλι ἀβλαβὴς καὶ κλειστή (Ἁγ. Νικοδήμου, Ἑορτοδρόμιον, σελ. 232-233). Ἡ φράση «Ἅγιος Θεός» ἀναφέρεται, ἐπίσης, στὸν Χριστό, τὸν «πρὸ αἰώνων Θεό», ποὺ ὡδηγήθηκε ὡς νήπιο ἀπὸ τοὺς γονεῖς του στὸν Ναό. Ὁ ὅρος «πρωτότοκος» ἑρμηνεύεται ὡς «μονογενής», ὄχι ἐπειδὴ γεννιέται καὶ ἄλλο παιδὶ ἀπὸ τὴν Παναγία. Τέλος, ἡ λέξη «μεγαλύνομεν» παραπέμπει στὰ προφητικὰ λόγια τῆς Παναγίας πρὸς τὴν Ἐλισάβετ: «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον καὶ ἠγαλλίασε τὸ πνεῦμά μου ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ Σωτῆρι μου.» (Λουκ., α’ 47-48).

Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος – θεολόγος