Βίος καὶ πολιτεία Ἁγίων,  Γενικά,  Μπορεῖ νὰ μᾶς Ἐνδιαφέρει...,  Νὰ ἀνεβοῦμε λίγο ψηλότερα,  Σὰν Σήμερα,  Σύγχρονη Οἰκογένεια

Νὰ ἀνακύψουμε καὶ μεῖς!

Τὴν θεραπεία μιᾶς δυστυχισμένης γυναικὸς ἀπὸ τὸν Κύριο μᾶς παρουσιάζει τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Ι’ Κυριακῆς Λουκᾶ (ιγ’ 10-17). Ὁ Κύριος δίδασκε, κατὰ τὴν συνήθειά Του, «ἐν μιᾷ τῶν συναγωγῶν ἐν τοῖς σάββασι.» Ἐκεῖ προσῆλθε, γιὰ νὰ προσευχηθῇ, «γυνὴ ἔχουσα πνεῦμα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ, συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακύψαι εἰς τὸ παντελές.» (ὅ. π. 10-11).

Ἀληθινὰ φοβερὸ τὸ θέαμα τῆς ταλαίπωρης αὐτῆς γυναίκας, ποὺ ἦταν κυριολεκτικὰ διπλωμένη στὰ δύο καὶ δὲν μποροῦσε καθόλου νὰ «ἀνακύψῃ», νὰ ἀνορθωθῇ. Καὶ ὅμως ἡ ἀσθενὴς αὐτὴ γυναῖκα, ὅπως ἀναφέρει ὁ Λουκᾶς, δὲν προσῆλθε στὴν συναγωγή, γιὰ να παρακαλέσῃ τὸν Κύριο γιὰ τὴν θεραπεία της, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀκούσῃ τὸν θεῖο λόγο Του, διὰ τοῦ ὁποίου τελικὰ θεραπεύτηκε.

Ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας στὴν ἑρμηνεία των τονίζουν τὴν πίστη τῆς γυναικός, ἡ ὁποία, παρὰ τὴν βαριά της ἀσθένεια καὶ τὴν ἐξ αὐτῆς περιθωριοποίησή της, δὲν ἔμεινε στὴν οἰκία της ἀλλὰ ἦλθε στὸν οἶκο τοῦ Κυρίου, γιὰ νὰ ἀκούσῃ λόγο οἰκοδομῆς καὶ παρακλήσεως. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος δὲν ζητάει τὴν πίστη της ὡς προϋπόθεση γιὰ τὴν θεραπεία της, ἀλλὰ διαβλέποντας, ὡς παντογνώστης ποὺ εἶναι, τὸν πόνο της προσέρχεται ὁ Ἴδιος σὲ αὐτήν, τὴν προσφωνεῖ μὲ τὸ τιμητικὸ ἐκεῖνο «γύναι» καὶ τῆς λέγει: «ἀπολέλυσαι ἀπὸ τῆς ἀσθενείας σου.» (ὅ. π. 12).

Ἀσθένεια ἀποκαλεῖ τὸ πάθος τῆς γυναικὸς ὁ ἰατρὸς Λουκᾶς, τὴν ὁποία θεραπεύει θαυματουργικὰ ὁ μόνος Παντοδύναμος «ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων» Κύριος, διὰ τοῦ λόγου Του. Ἐπισφραγίζει, μάλιστα, τὴν θεραπεία καὶ μὲ τὸ εὐεργετικὸ ἄγγιγμα τῆς χειρός Του – «ἐπέθηκεν αὐτῇ τὰς χεῖρας» -, ὥστε ἡ γυνὴ «παραχρῆμα (ἀμέσως) ἀνωρθώθη καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν.» (ὅ. π. 13). Ἔτσι ἡ θεραπεία της ὑπῆρξε ὁλοκληρωμένη, καὶ σωματική, μὲ τὴν ἀνόρθωσή της, καὶ ψυχική, μὲ τὴν δοξολογία τοῦ ὀνόματός Του ὡς ἔνδειξη εὐγνωμοσύνης ἐκ μέρους της.

Καὶ ἐνῶ ὅλοι, πλὴν τῆς ἰδίας τῆς γυναικός, δοξολογοῦσαν τὸν Κύριο καί «πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρε» γιὰ τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ γεγονός (ὅ. π. 17), ἐν τούτοις ὑπῆρξαν καὶ κάποιοι, μεταξὺ αὐτῶν ὁ ἀρχισυνάγωγος, οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνον δὲν χάρηκαν γιὰ τήν «ἀνάσταση» τῆς γυναικός, ἀλλὰ ἀπὸ φθόνο γιὰ τὴν θεϊκὴ αὐτὴν παρέμβαση καὶ γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη τῶν ἀνθρώπων στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου, ἐπέπλητταν τὸν λαό, ποὺ προσερχόταν γιὰ θεραπεία τὸ Σάββατο! Ὁποία μικροψυχία καὶ ὑποκρισία, ὅπως ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ ὁ Κύριος.

Πῶς, ἀλλοιῶς, παρὰ ὑποκριτικὴ καὶ ἀρρωστημένη νὰ χαρακτηρίσῃ κανεὶς τὴν συμπεριφορὰ τοῦ τυπολάτρη αὐτοῦ Ἰουδαίου, ποὺ παρέμενε ἀθεράπευτα προσκολλημένος στὸ γράμμα τοῦ νόμου; Γι’ αὐτὸν καὶ γιὰ τοὺς ὁμοίους του τόνιζε συνεχῶς ὁ κύριος τοῦ νόμου Χριστὸς ὅτι τὸ Σάββατο ἔγινε γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ ὄχι ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὸ Σάββατο. «ὑποκριτά, ἕκαστος ὑμῶν τὸ σάββατον οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει;» (ὅ. π. 16).

«Μή τῶν βοῶν μέλει τῷ Θεῷ; ἢ δι’ ἡμᾶς πάντως λέγει;» ἀναρωτιέται, ἀπὸ τὴν ἄλλη, μὲ νόημα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Α’ Κορ., θ’ 10). Ἄλλωστε, ἐὰν τὰ ζῶα ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ ὑλικὴ τροφή, γιὰ νὰ ἐπιβιώσουν, πόσῳ μᾶλλον ὁ προικισμένος μὲ τὰ ἀνώτερα χαρίσματα τοῦ Πνεύματος ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ τραφῇ καὶ νὰ ζήσῃ αἰωνίως!

Τὸν λόγο αὐτὸν τοῦ Θεοῦ ἀναζητοῦσε καὶ ἡ ταλαιπωρημένη αὐτὴ ψυχή, ἡ συγκύπτουσα, γιὰ νὰ πάρῃ δύναμη καὶ θάρρος νὰ ἀντιμετωπίση τὴν ἀσθένειά της, καὶ ὁ μικρόψυχος ἀρχισυνάγωγος, ἀντὶ νὰ χαρῇ γιὰ τὸν ζῆλο καὶ τὴν εὐσέβειά της, στενοχωρεῖται μὲ τὴν θεραπεία ποὺ τῆς κάνει δῶρο ὁ Κύριος. Πραγματικά, ἐκείνην ποὺ ἔσπευδε, «ὅπως ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων», νὰ ξεδιψάσῃ ἀπὸ τὰ θεῖα νάματα, ὁ Κύριος τὴν ἀντέμειψε, γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴν ὑπομονή της, μὲ τὸ νὰ δῇ ἐπιτέλους Θεοῦ πρόσωπο, -κυριολεκτικά-, νὰ ἀντικρύσῃ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου, μὲ τὴν θεραπεία της!

Ὑπάρχει, ἄραγε, μεγαλύτερο δῶρο ἀπὸ αὐτὸ καὶ μεγαλύτερη τιμὴ γιὰ αὐτὴν τὴν ἄρρωστη γυναῖκα ποὺ ὅλοι τὴν βδελύσσονταν γιὰ τὴν ἀποκρουστική της ὄψη ἀπὸ τὸ νὰ ἀσχοληθῇ προσωπικὰ μαζί της ὁ Κύριος;

Τελικά ἐκείνη, ἡ πρώην συγκύπτουσα, ἀνορθώνεται, ἐνῶ ὁ φαινομενικὰ ὄρθιος ἀρχισυνάγωγος συγκύπτει ὑπὸ τὸ βάρος τοῦ φθονεροῦ του πάθους γιὰ τὸν Κύριο καὶ τῆς ἐλλείψεως ἀγάπης γιὰ τὸν πάσχοντα ἀδελφό. Αὐτός, ὁ φαινομενικὰ ὑγιής, εἶναι ὁ πραγματικὰ ἀσθενής, διότι ὁ φθόνος καὶ ἡ ἐγωπάθεια, ἡ αἴσθηση ὑπεροχῆς καὶ ἡ αὐτάρκεια, ἀπὸ τὴν ὁποία ἔπασχε ὁ ἄνθρωπος τοῦ νόμου, τὸν εἶχαν κυριολεκτικὰ τυφλώσει.

Ἔτσι καταντάει τὸν ἄνθρωπο ἡ ἁμαρτία καὶ ἡ ἀσέβεια, ἤ, ἀκόμη χειρότερα, ἡ ὑποκριτικὴ εὐσέβεια: ἀπὸ ἄνω θρώσκοντα, συγκύπτοντα﮲ ἀπὸ φωτεινὴ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἀμαυρωμένη καὶ βδελυκτὴ εἰκόνα﮲ ἀπὸ ἐλεύθερο καὶ «ἀπολυμένο» πρόσωπο, ποὺ προσβλέπει στὸν οὐράνιο δημιουργό Του, ἕρποντα καὶ δοῦλο τῶν παθῶν του ἄτομο, ποὺ παραμένει καθηλωμένο στὴν ὑλικὴ γῆ.    

Γι’ αὐτὸ ἦλθε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο, γιὰ νὰ ξελασπώσῃ τὸν βουτηγμένο στὸ βόρβορο τῆς ἁμαρτίας ἄνθρωπο, νὰ ἀναστήσῃ τὴν πεσμένη εἰκόνα, νὰ σώσῃ τὸ ἀπολωλός, φτάνει ἐκεῖνο νὰ ἐπιθυμεῖ τὴν σωτηρία του, ὅπως τὴν ποθοῦσε ἡ συγκύπτουσα γυνὴ τοῦ Εὐαγγελίου. Αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ ἀληθινὸ νόημα τοῦ Σαββάτου, τῆς ἑβδόμης ἡμέρας. Ὁ Κύριος, τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ἀναπαύθηκε μὲν ἀπὸ τὸ ἔργο τῆς δημιουργίας ἀλλά, ἀπὸ τὴν δημιουργία τοῦ Ἀδάμ ἕως καὶ σήμερα, ποὺ συνεχίζεται ἡ ἑβδόμη ἡμέρα, δὲν κατέπαυσε τὸ ἔργο τῆς ἀναδημιουργίας, τῆς ἀνακαινίσεως καὶ τῆς ἀναπλάσεως πάντων τῶν δημιουργημάτων, καὶ μάλιστα τοῦ ἐξαιρετικοῦ Του δημιουργήματος, τοῦ ἀνθρώπου, ἕως ὅτου ἀνατείλῃ ἡ ὀγδόη ἡμέρα τῆς τελικῆς καὶ ὁλοκληρωτικῆς ἀναδημιουργίας τῶν πάντων καὶ τῆς αἰωνίου πλέον Βασιλείας Του.

Νά, γιατί «ὁ Ἐνανθρωπήσας διὰ τὴν ἡμῶν σωτηρίαν» Κύριος ἀποκαλεῖ τελικὰ τὴν συγκύπτουσα «θυγατέρα τοῦ Ἀβραάμ», διότι αὐτή, ὡς ἀληθινὰ πιστὴ καὶ μετανοοῦσα, εἶναι ἀληθινὸ τέκνο τοῦ Ἀβραάμ –ποὺ τὸ ὄνομά του σημαίνει πατέρας ὅλων τῶν ἀνθρώπων-, ἐνῶ τὰ φυσικὰ τέκνα τοῦ Ἀβραάμ, οἱ Ἑβραῖοι, ἦταν καὶ παρέμεναν, μὲ τὴν πεισματική των ἀμετανοησία, κατ’ ὄνομα μόνον παιδιά Του- ὄχι ὅλοι, ἀσφαλῶς, παρὰ μόνον ἐκεῖνοι ποὺ ἀρνοῦνταν νὰ τὸν παραδεχθοῦν ὡς Θεό, παρὰ τὶς πολλὲς περὶ τοῦ ἀντιθέτου ἀποδείξεις ποὺ ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος συνεχῶς τοὺς παρεῖχε.

Γιὰ νὰ μὴν παραμένωμε, λοιπόν, οὔτε ἐμεῖς, σήμερα, τυπικὰ μόνον παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, χρειάζεται νὰ ἀναβαπτιζώμαστε διαρκῶς στὰ νάματα τῆς πίστεως καὶ νὰ ἀκολουθοῦμε στὴν πράξη τὸν λόγο Του: νὰ μὴν ἤμαστε μόνον κατ’ ὄνομα χριστιανοὶ ὀρθόδοξοι, ἀλλὰ νὰ ζοῦμε οἱ ἴδιοι, πρωτίστως, ὀρθὸ βίο καὶ νὰ πορευώμαστε ὀρθά, δίκαια καὶ ἀγαπητικά, πρὸ πάντων δὲ συνεργατικά, κατὰ τὴν ἐπιταγὴ τοῦ Κυρίου μας, «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου … καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Μάρκ., ιβ’ 30-31) ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν προτροπὴ τοῦ Ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν Παύλου «ἵνα ἀρνησάμενοι τὴν ἀσέβειαν καὶ τὰς κοσμικὰς ἐπιθυμίας σωφρόνως, δικαίως καὶ εὐσεβῶς ζήσωμεν» (Τίτ., β’ 12), τώρα καὶ εἰς τὸν ἅπαντα αἰῶνα.

Ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης, ποὺ γεννᾶται καὶ πάλι γιὰ χάρη μας αὐτὲς τὶς ἡμέρες, νὰ βοηθήσῃ καὶ ἐμᾶς, τὰ συγκύπτοντα τέκνα Του, νὰ «ἀνακύπτωμε» καὶ νὰ ἀνορθωνώμαστε διαρκῶς ὑπὸ τὸ κράτος τῆς ἀγάπης Του, ὥστε νὰ δοῦμε καὶ μεῖς τελικὰ Θεοῦ πρόσωπο. Ἀμήν. Γένοιτο!

Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος – θεολόγος