Βίος καὶ πολιτεία Ἁγίων,  Γενικά,  Ἐκδόσεις,  Μπορεῖ νὰ μᾶς Ἐνδιαφέρει...,  Νὰ ἀνεβοῦμε λίγο ψηλότερα

Οἱ Καταβασίες τῶν Φώτων

Κατὰ τὸν Ὄρθρο τῶν Φώτων ψάλλονται δύο Κανόνες, ὁ ῥυθμοτονικὸς τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Μελωδοῦ («Βυθοῦ ἀνεκάλυψε πυθμένα…»), καὶ ὁ ἰαμβικὸς τοῦ Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ («Στίβει θαλάσσης κυματούμενον σάλον…»).

Ὁ ἰαμβικὸς κανόνας ἔχει τὴν ἀκόλουθη ἀκροστιχίδα διὰ ἡρῳελεγείων στίχων: «Σήμερον ἀχράντοιο βαλὼν θεοφεγγέϊ πυρσῷ Πνεύματος ἐνθάπτει νάμασιν ἀμπλακίην φλέξας Παμμεδέοντος ἐῢς Πάϊςἠπιόων δὲ ὑμνηταῖς μελέων τῶνδε δίδωσιν χάριν», δηλαδή: Σήμερα μὲ τὸν θεοφεγγῆ πυρσὸ τοῦ ἀχράντου Πνεύματος, ἀφοῦ κτύπησε καὶ ἔκαψε τὴν ἁμαρτία («βαλὼν … φλέξας ἀμπλακίην») ὁ ἀγαθὸς υἱὸς τοῦ Παμβασιλέως («Παμμεδέοντος ἐῢς Παϊς»)  τὴν θάβει μέσα στὰ νάματα (τοῦ Ἰορδάνου). Καὶ δείχνοντας τὴν εὐνοϊκή του διάθεση («ἠπιόων») δίδει χάρη σὲ μᾶς ποὺ τὸν ὑμνοῦμε μ’ αὐτὰ ἐδῶ τὰ ἄσματα («ὑμνηταῖς μελέων τῶνδε»).

Παλαιότερα, οἱ Κανόνες ψάλλονταν ὁλόκληροι καὶ μάλιστα οἱ Εἱρμοί, τὸ πρῶτο τροπάριο κάθε ᾠδῆς ποὺ ἔδινε τὸν ῥυθμὸ βάσει τοῦ ὁποίου ψάλλονταν τὰ ὑπόλοιπα τροπάρια, ἐπαναλαμβάνονταν πανηγυρικὰ στὸ τέλος κάθε ᾠδῆς.  Ὀνομάζονταν δὲ Καταβασίες, ἐπειδὴ συνήθως οἱ ψάλτες καὶ ὁ πιστὸς λαὸς κατέβαιναν ἀπὸ τὰ στασίδια. Ἀργότερα, οἱ Κανόνες ἀναγιγνώσκονταν, στὴν ἐποχή μας, ὅμως, πολλὲς φορὲς δὲν ἀναγιγνώσκονται κἂν ἢ ἀναγιγνώσκονται μόνον ἡ α’ καὶ ἡ γ’ ὠδὴ καὶ ψάλλονται μόνον οἱ Καταβασίες.

Ἐπειδὴ οἱ Καταβασίες τῶν Φώτων εἶναι ἕνας ἀληθινὸς θησαυρός, ἀξίζει νὰ ἐμβαθύνωμε στὴν κατανόησή των, τόσο γιὰ τὸ βαθὺ θεολογικὸ περιεχόμενό των ὅσο καὶ γιὰ τὴν ὑπέροχη γλῶσσα των, μὲ τὸν πλοῦτο καὶ τὴν ποικιλία τῶν ἐκφραστικῶν της μέσων. Παραθέτομε ἐφ’ ἑξῆς ἐναλλὰξ τὶς Καταβασίες τῶν ᾠδῶν τοῦ ῥυθμοτονικοῦ καὶ τοῦ ἰαμβικοῦ Κανόνος, μὲ ἀπόδοση καὶ σύντομη ἑρμηνεία των.

Ὠδὴ α’ ῥυθμοτονικοῦ Κανόνος. Ἦχος β’.

Βυθοῦ ἀνεκάλυψε πυθμένα καὶ διὰ ξηρᾶς οἰκείους ἕλκει ἐν αὐτῷ κατακαλύψας ἀντιπάλους ὁ κραταιός ἐν πολέμοις Κύριος· ὅτι δεδόξασται.

 Ἀπόδοση: Ἔφερε στὸ φῶς τὸν πυθμένα τοῦ βυθοῦ καὶ διαπερνᾷ τοὺς δικούς του («οἰκείους») διὰ ξηρᾶς, βυθίζοντας μέσα σ’ αὐτὸν τοὺς ἀντιπάλους ὁ δυνατὸς στὸν πόλεμο Κύριος· διότι εἶναι δοξασμένος.

Ὠδὴ α’ ἰαμβικοῦ Κανόνος.

Στείβει θαλάσσης κυματούμενον σάλον, ἤπειρον αὖθις Ἰσραήλ δεδειγμένον. μέλας δὲ πόντος τριστάτας Αἰγυπτίων ἔκρυψεν ἄρδην, ὑδατόστρωτος τάφος, ῥώμῃ κραταιᾷ δεξιᾶς τοῦ Δεσπότου.

Ἀπόδοση: Βαδίζει ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραήλ ἐπάνω στὸν τρικυμισμένο σάλο τῆς θαλάσσης, ποὺ παρουσιάσθηκε πάλι ὡς ἤπειρος (ξηρά). Καὶ ἡ μαύρη θάλασσα σκέπασε ἐντελῶς τοὺς ἁρματηλάτες τῶν Αἰγυπτίων, ὡς ὑδατόστρωτος τάφος, μὲ τὴν ἰσχυρή δύναμη τῆς δεξιᾶς (χειρός) τοῦ Κυρίου.

Ἑρμηνεία: Οἱ νεώτεροι ποιητές, ἀπὸ σεβασμὸ στὴν παράδοση, φρόντιζαν οἱ Εἱρμοὶ τῶν δικῶν των ποιημάτων νὰ παραπέμπουν στὸ περιεχόμενο τῶν παλαιῶν βιβλικῶν ὠδῶν. Πρὸς τὸν σκοπὸ αὐτὸν ἐπαναλαμβάνονται ἀκόμα καὶ λέξεις ἀπὸ τὶς παλαιές ὠδές, ὅπως ἐδῶ βυθός, ξηρά, θάλασσα κ.λπ., ποὺ παραπέμπουν στὴν α’ ὠδή, ἡ ὁποία ἀναφερόταν στὸ θαυμαστὸ γεγονὸς τῆς διαβάσεως τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης καὶ τῆς σωτηρίας τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀπὸ τοὺς Αἰγυπτίους. Οἱ φράσεις «κραταιὸς Κύριος», «κραταιᾷ ῥώμῃ» φανερώνουν τὴν δυναμικὴ καὶ σωτήρια ἐπέμβαση τοῦ Κυρίου. Τὸ ἐπίρρημα «αὖθις» δηλώνει ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ δεύτερη φορὰ ποὺ συνάχθηκαν τὰ ὕδατα καὶ ἡ θάλασσα ἔγινε στεριά, ἡ πρώτη ἦταν κατὰ τὴν δημιουργία τοῦ κόσμου (Γέν., α’ 9). Ἐπίσης, ἡ Ἐρυθρὰ θάλασσα ὀνομάζεται «μέλας πόντος», διότι στὸ ἐξωτερικό της μέρος «χρωματιζόταν» ἀπὸ τὶς κόκκινες πέτρες στὶς ὄχθες, στὸ βάθος της, ὅμως, φαινόταν μαύρη, διότι δὲν μποροῦσαν νὰ τὴν διαπεράσουν οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου. Τέλος, ἡ φράση «ὅτι δεδόξασται» παραπέμπει στὴν α’ βιβλικὴ ὠδὴ τοῦ Μωϋσέως, ποὺ ξεκινάει μὲ τὴν φράση: «ᾄσωμεν τῷ Κυρίῳ, ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται» (Ἔξ., ιε’ 1).

Ὠδὴ γ’ ῥυθμοτονικοῦ Κανόνος.

Ἰσχὺν ὁ διδοὺς τοῖς βασιλεῦσιν ἡμῶν Κύριος καὶ κέρας χριστῶν Αὐτοῦ ὑψῶν Παρθένου ἀποτίκτεται, μολεῖ δὲ πρὸς τὸ βάπτισμα· διὸ πιστοὶ βοήσωμεν· Οὐκ ἔστιν Ἅγιος, ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ οὐκ ἔστι δίκαιος πλὴν Σοῦ, Κύριε.

Ἀπόδοση: Ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος δίνει δύναμη στοὺς βασιλεῖς μας καὶ ἐξυψώνει τὴν δύναμη («τὸ κέρας») τῶν ἐκλεκτῶν («χριστῶν») του, γεννιέται ἀπὸ Παρθένο καὶ ἔρχεται πρὸς τὸ βάπτισμα· γι’ αὐτό, πιστοί, ἄς φωνάξωμε· δὲν ὑπάρχει ἅγιος, ὅπως ὁ Θεός μας, καὶ δὲν ὑπάρχει δίκαιος ἐκτὸς ἀπὸ σένα, Κύριε.

Ὠδὴ γ’ ἰαμβικοῦ Κανόνος.

Ὅσοι παλαιῶν ἐκλελύμεθα βρόχων, βορῶν λεόντων συντεθλασμένων μύλας, ἀγαλλιῶμεν καὶ πλατύνωμεν στόμα, Λόγῳ πλέκοντες ἐκ λόγων μελῳδίαν, ᾧ τῶν πρὸς ἡμᾶς ἥδεται δωρημάτων.

Ἀπόδοση: Ὅσοι ἔχουμε ἐλευθερωθῆ ἀπὸ παλαιὲς παγίδες, ἀπὸ ἀδηφάγα λιοντάρια ποὺ ἔχουν (ὅμως) σπασμένα τὰ δόντια των, ἂς αἰσθανώμαστε ἀγαλλίαση καὶ ἂς ἀνοίξωμε διάπλατα τὸ στόμα μας πλέκοντας μὲ λόγια ποιητικὰ μελῳδία στὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, διότι μὲ αὐτὸ (μὲ τήν ὑμνῳδία) ἀπὸ τὰ δῶρα ποὺ μᾶς χάρισε (ὁ Θεός) εὐχαριστεῖται περισσότερο.

Ἑρμηνεία: Ὁ ποιητὴς τοῦ πεζοῦ κανόνος, Κοσμᾶς ὁ μελωδός, δανείζεται ἀπὸ τὴν γ’ βιβλικὴ ὠδὴ τῆς προφήτιδος Ἄννης λέξεις, ὅπως ἰσχύς, κέρας, καὶ σχεδὸν αὐτούσια τὴν φράση: «οὐκ ἔστιν ἅγιος ὡς Κύριος, καὶ οὐκ ἔστι δίκαιος ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν· οὐκ ἔστιν ἅγιος πλήν σου» (Α’ Βασ. β’ 2). Κατὰ τὸν Ἅγ. Νικόδημο, ἐνῶ ὁ Κύριος ἐξυψώνει τοὺς «χριστούς» Του, ἐν τούτοις συγκαταβαίνει ὁ Ἴδιος στὸ γένος τῶν ἀνθρώπων καὶ δέχεται νὰ βαπτιστῆ, «γιὰ νὰ ἀναβιβάσει τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀρχαία κατάσταση» (Ἑορτοδρόμιον, σελ. 162).

Στὴν ἀντίστοιχη ἰαμβικὴ ᾠδὴ ὁ ποιητής, Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, παρακινεῖ σὲ εὐχαριστία ὅσους λυτρώθηκαν, μέσῳ τοῦ Βαπτίσματος, ἀπὸ τὶς παλαιὲς ἁμαρτίες («παλαιοί βρόχοι») καὶ τὶς παγίδες του Διαβόλου («βοροί λέοντες»).

Ὠδὴ δ’ τοῦ ῥυθμοτονικοῦ Κανόνος.

Ἀκήκοε, Κύριε, φωνῆς Σου ὃν εἶπας, φωνὴ βοῶντος ἐν ἐρήμῳ, ὅτε ἐβρόντησας πολλῶν ἐπὶ ὑδάτων τῷ Σῷ μαρτυρούμενος Υἱῷ· ὅλος γεγονὼς τοῦ παρόντος Πνεύματος δὲ ἐβόησε Σὺ εἶ Χριστός, Θεοῦ σοφία καὶ δύναμις.

Ἀπόδοση: Ἄκουσε, Κύριε, τὴν φωνή σου ὁ Πρόδρομος, τόν ὁποῖο ὠνόμασες «φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ», ὅταν βρόντησες ἐπάνω στὰ ὕδατα (τοῦ Ἰορδάνη), δίνοντας μαρτυρία γιά τόν Υἱό σου· καὶ γεμᾶτος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ ἦταν παρόν, ἐφώναξε δυνατά· ἐσὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ δύναμη.

Ὠδὴ δ’ τοῦ ἰαμβικοῦ Κανόνος.

Πυρσῷ καθαρθεὶς μυστικῆς θεωρίας, ὑμνῶν προφήτης τὴν βροτῶν καινουργίαν, ῥήγνυσι γῆρυν, Πνεύματι κροτουμένην, Σάρκωσιν ἐμφαίνουσαν ἀρρήτου Λόγου, ᾯ τῶν δυναστῶν τὰ κράτη συνετρίβη.

Ἀπόδοση: Ἀφοῦ καθαρίσθηκε μὲ τὴν λαμπάδα τῆς μυστικῆς θεωρίας (τοῦ ὁράματος) ὁ Προφήτης Ἀββακούμ, ὑμνῶντας τὴν ἀνακαίνιση τῶν θνητῶν, βγάζει δυνατὴ φωνή, ποὺ ἐνισχύεται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καὶ φανερώνει τὴν Σάρκωση τοῦ ἀνεκφράστου Λόγου, ἀπὸ τὸν Ὁποῖον συνετρίβησαν οἱ ἐξουσίες τῶν δυνατῶν (τῶν δαιμόνων).

Ἑρμηνεία: Στὴν ἀρχὴ τῆς δ’ ὠδῆς ὁ μελωδὸς χρησιμοποιεῖ, σχεδὸν αὐτούσια, τὰ λόγια τοῦ προφήτου Ἀββακούμ, ποὺ συνέθεσε τὴν ἀντίστοιχη παλαιὰ βιβλικὴ ᾠδή: «Κύριε, εἰσακήκοα τὴν ἀκοήν σου καὶ ἐφοβήθην» (Ἀββ., γ’ 1). Ἐδῶ ὁ Πρόδρομος ὁμολογεῖ τὸν Χριστό, μὲ τὴν φώτιση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Στὴν ἀντίστοιχη ἰαμβικὴ ᾠδὴ ὁ ποιητὴς ἀναφέρεται στὸ ὅραμα τοῦ Ἀββακούμ, ὁ ὁποῖος προεῖδε τὴν Σάρκωση τοῦ Κυρίου («ὁ Θεὸς ἀπὸ Θαιμὰν ἥξει καὶ ὁ ἅγιος ἐξ ὄρους κατασκίου δασέος», Ἀββ., γ’ 3) καὶ προφήτευσε τὴν συντριβὴ τῶν ἐναντίων δυνάμεων («τῶν δυναστῶν») καὶ τὴν ἀνακαίνιση τῶν ἀνθρώπων.

Ὠδὴ ε’ τοῦ ῥυθμοτονικοῦ Κανόνος.

Ἰησοῦς, ὁ ζωῆς ἀρχηγός, λῦσαι τὸ κατάκριμα ἥκει Ἀδὰμ τοῦ πρωτοπλάστου· Καθαρσίων δὲ ὡς Θεὸς μὴ δεόμενος τῷ πεσόντι καθαίρεται ἐν τῷ Ἰορδάνῃ· ἐν ᾧ τὴν ἔχθραν κτείνας ὑπερέχουσαν πάντα νοῦν εἰρήνην χαρίζεται.

Ἀπόδοση: Ὁ Ἰησοῦς, ὁ ἀρχηγός τῆς ζωῆς, ἔχει ἔλθει, γιά νά καταλύσῃ τήν καταδίκη τοῦ Ἀδάμ· Καί χωρίς νά ἔχῃ ἀνάγκη ἀπό κάθαρση ὡς Θεός, καθαρίζεται γιά χάρη τοῦ πεσμένου (τοῦ ἀνθρώπου) στόν Ἰορδάνη· μέσα στὸν ὁποῖον, ἀφοῦ σκότωσε τήν ἔχθρα, χαρίζει εἰρήνη ποὺ εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ κάθε διάνοια.

Ὠδὴ ε’ τοῦ ἰαμβικοῦ Κανόνος.

Ἐχθροῦ ζοφώδου καὶ βεβορβορωμένου ἰὸν καθάρσει Πνεύματος λελουμένοι, νέαν προσωρμίσθημεν, ἀπλανῆ τρίβον, ἄγουσαν ἀπρόσιτον εἰς θυμηδίαν, μόνοις προσιτήν, οἷς Θεὸς κατηλλάγη.

Ἀπόδοση: Λουσμένοι ἀπό τό δηλητήριο τοῦ σκοτεινοῦ καί μολυσμένου ἐχθροῦ, μὲ τὴν κάθαρση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀγκυροβολήσαμε σὲ νέα ἀσφαλῆ πορεία, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ σὲ χαρὰ ἀπρόσιτη, προσιτὴ μόνον σ’ ἐκείνους μὲ τοὺς ὁποίους συμφιλιώθηκε ὁ Θεός.

Ἑρμηνεία: Στὴν ᾠδὴ αὐτήν, ὁ ποιητὴς τοῦ πεζοῦ (ῥυθμοτονικοῦ) κανόνος  δανείζεται φράσεις ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, καὶ μάλιστα τὴν Καινὴ Διαθήκη, ὅπως ἀρχηγὸς τῆς ζωῆς, τὴν εἰρήνην τὴν πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν». Στὴν ἀντίστοιχη ὠδὴ τοῦ ἰαμβικοῦ κανόνος ἀξίζει νὰ σταθοῦμε στὴν ἰδέα τῆς «καταλλαγῆς», τῆς συμφιλιώσεως ἀνάμεσα στὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ ἐπέφερε ἡ Συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ ἡ Βάπτισή Του.

Ὠδὴ ς’ τοῦ ῥυθμοτονικοῦ Κανόνος.

Ἡ φωνὴ τοῦ Λόγου, ὁ λύχνος τοῦ φωτός, ὁ ἑωσφόρος, ὁ τοῦ ἡλίου Πρόδρομος, ἐν τῇ ἐρήμῳ· Μετανοεῖτε, πᾶσι βοᾷ τοῖς λαοῖς, καὶ προκαθαίρεσθε· ἰδοὺ γὰρ πάρεστι Χριστός, ἐκ φθορᾶς τὸν κόσμον λυτρούμενος.

Ἀπόδοση: Ἡ φωνή τοῦ Λόγου, ὁ λύχνος τοῦ Φωτός, τό ἄστρο τῆς αὐγῆς, ὁ Πρόδρομος τοῦ Ἡλίου, στήν ἔρημο φωνάζει σέ ὅλους τούς λαούς· Μετανοεῖτε καί καθαρισθῆτε προκαταβολικά· Διότι νά, εἶναι παρὼν ὁ Χριστός, ποὺ λυτρώνει τὸν κόσμο ἀπὸ τὴν φθορά.

Ὠδὴ ς’ τοῦ ἰαμβικοῦ Κανόνος.

Ἱμερτὸν ἐξέφηνε σὺν πανολβίῳ ἤχῳ Πατήρ, ὅν γαστρὸς ἐξηρεύξατο. Ναί, φησὶν οὗτος, συμφυὴς γόνος πέλων, φώταυγος ἐξώρουσεν ἀνθρώπων γένους, Λόγος τέ μου ζῶν καὶ βροτὸς προμηθείᾳ.

Ἀπόδοση: Ὁ Πατέρας, μέ τήν τρισμακάρια φωνή του, παρουσίασε ἐπιθυμητόν («ἱμερτόν») ἐκεῖνον τόν ὁποῖον γέννησε ἀπὸ τὰ σπλάχνα του. Ναί, λέγει, αὐτός (πού βαπτίζεται), συμφυὴς Υἱός (=ποὺ ἔχει τὴν ἴδια φύση μὲ μένα), ὡς φῶς τῆς αὐγῆς ξεπήδησε ἀπὸ τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, Λόγος μου ζωντανὸς καί ἄνθρωπος ἀπό πρόνοια (ἀγάπη).

Ἑρμηνεία: Πολὺ ὄμορφα στὴν στ’ ὠδὴ τοῦ πεζοῦ Κανόνος ὁ ὑμνωδὸς παρουσιάζει τὸν Πρόδρομο νὰ προετοιμάζει μὲ τὸ δι’ ὕδατος βάπτισμα τὴν διὰ Πνεύματος Ἁγίου ἀναγέννηση τῶν ἀνθρώπων ὑπὸ τοῦ Κυρίου. Στὴν ἀντίστοιχη ὠδὴ τοῦ ἰαμβικοῦ Κανόνος πολὺ σημαντικὴ ἡ φράση «συμφυὴς γόνος», ποὺ φανερώνει τὴν θεότητα τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος ὅμως ἔγινε ἄνθρωπος χάρη στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ Πατρός («προμηθείᾳ») γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ἡ φράση «ἐκ φθορᾶς λυτρούμενος» καὶ τὸ ρῆμα «ἐξώρουσεν» (=ξεπήδησε) ἀποτελοῦν τὴν σύνδεση τῶν νέων ᾠδῶν μὲ τὴν στ’ βιβλικὴ ᾠδή, θυμίζοντας τὴν σωτήρια ἔξοδο τοῦ Ἰωνᾶ ἀπὸ τὴν κοιλία τοῦ κήτους.

Ὠδὴ ζ’ τοῦ ῥυθμοτονικοῦ Κανόνος.

Νέους εὐσεβεῖς, καμίνῳ πυρὸς προσομιλήσαντας, διασυρίζον πνεῦμα δρόσου ἀβλαβεῖς διεφύλαξε καὶ θείου ἀγγέλου συγκατάβασιςὅθεν ἐν φλογὶ δροσιζόμενοι, εὐχαρίστως ἀνέμελπονὙπερύμνητε, ὁ τῶν πατέρων Κύριος καὶ Θεὸς εὐλογητὸς εἶ.

Ἀπόδοση: Τοὺς εὐσεβεῖς νέους, ποὺ ἦλθαν σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ καμίνι τῆς φωτιᾶς, ἡ πνοὴ τῆς δροσιᾶς ποὺ σφύριζε καὶ ἡ κάθοδος τοῦ θεϊκοῦ ἀγγέλου τοὺς διαφύλαξε ἀβλαβεῖς· Γι’ αὐτό, μέσα στὴν φλόγα δροσιζόμενοι εὐχαρίστως ἔψαλλαν· Ὑπερύμνητε, ὁ Κύριος καί Θεός τῶν πατέρων μας εἶσαι δοξασμένος.

Ὠδὴ ζ’ τοῦ ἰαμβικοῦ Κανόνος.

 Ἔφλεξε ῥείθρῳ τῶν δρακόντων τὰς κάρας ὁ τῆς καμίνου τὴν μετάρσιον φλόγα νέους φέρουσαν εὐσεβεῖς κατευνάσας τὴν δυσκάθεκτον ἀχλὺν ἐξ ἁμαρτίας ὅλην πλύνει δὲ τῇ δρόσῳ τοῦ Πνεύματος.

Ἀπόδοση: Ἔκαψε μὲ νερὸ τὰ κεφάλια τῶν δρακόντων Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος κατεύνασε (καταπράϋνε) τὴν ὑψωμένη φλόγα τοῦ καμινιοῦ, πού εἶχε μέσα του τοὺς νέους· καὶ μὲ τὴν δροσιὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πλένει (διαλύει) ὅλη τὴν ἀνυπόφορη καὶ δυσκολοδιάλυτη καταχνιὰ τῆς ἁμαρτίας.

Ἑρμηνεία: Ἡ ἑβδόμη βιβλικὴ ᾠδὴ ἀναφέρεται στοὺς τρεῖς Παῖδας ἐν τῇ καμίνῳ, τὸν Ἀνανία, τὸν Ἀζαρία καὶ τὸν Μισαήλ. Στὴν ὠδὴ τοῦ πεζοῦ κανόνος ἐμφανὴς ὁ συμβολισμός: Ὅπως ὁ Ἄγγελος (προτύπωση τοῦ Κυρίου) κατέβηκε, διασώζοντας τοὺς νέους ἀπὸ τὸ πῦρ τοῦ Ναβουχοδονόσορος, ἔτσι καὶ ὁ Κύριος συγ-κατεβαίνει, μὲ τὴν Βάπτισή Του, γιὰ νὰ σώσῃ τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.

Στὴν ἀντίστοιχη ἰαμβικὴ ὠδὴ ὁ ποιητὴς λέει πὼς τὸ νερὸ τοῦ Ἰορδάνου κατέκαυσε τὰ κεφάλια τῶν νοητῶν δρακόντων, δηλαδὴ τῶν δαιμόνων, πράγμα ἀφύσικο, καθ’ ὅτι τὸ νερὸ τοῦ ποταμοῦ,  κατὰ τὸν Ἅγιο Νικόδημο, εἶναι δροσιστικό. Ὅπως, ὅμως, ὁ Θεὸς ἔφερε τὴν δροσιὰ μέσα στὴν φλόγα τοῦ καμινιοῦ, ἀντίστροφα ὁ Κύριος, μὲ τὴν Βάπτισή Του στὰ ὕδατα τοῦ Ἰορδάνου, ἔκαψε τὶς κεφαλὲς τῶν δαιμόνων (Ἑορτοδρόμιον, σελ. 201)

Ὠδὴ η’ τοῦ ῥυθμοτονικοῦ Κανόνος.

Μυστήριον παράδοξον, ἡ Βαβυλῶνος ἔδειξε κάμινος, πηγάσασα δρόσον· ὅτι ῥείθροις ἔμελλεν ἄυλον πῦρ εἰσδέχεσθαι ὁ Ἰορδάνης καὶ στέγειν σαρκὶ βαπτιζόμενον τὸν Κτίστηνὃν εὐλογοῦσι λαοὶ καὶ ὑπερυψοῦσιν εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.

Ἀπόδοση: Μυστήριο παράδοξο ἔδειξε τὸ καμίνι τῆς Βαβυλώνας, πηγάζοντας δροσιά· ὅτι δηλαδὴ ὁ Ἰορδάνης ἐπρόκειτο νὰ δεχθῆ μέσα στὰ νερά του τὸ ἄυλο πῦρ τῆς Θεότητος καὶ νὰ ἀντέξῃ νὰ βαπτισθῆ σαρκικὰ μέσα του ὁ Κτίστης· Αὐτὸν δοξολογοῦν οἱ λαοὶ καὶ τὸν ὑπερυψώνουν σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες.

Ὠδὴ η’ τοῦ ἰαμβικοῦ Κανόνος.

Ἐλευθέρα μὲν ἡ κτίσις γνωρίζεται υἱοὶ δὲ φωτὸς οἱ πρὶν ἐσκοτισμένοι. μόνος στενάζει τοῦ σκότους ὁ προστάτης. νῦν εὐλογείτω συντόνως τὸν αἴτιον ἡ πρὶν τάλαινα τῶν ἐθνῶν παγκληρία.

Ἀπόδοση: Ἡ κτίση ἀναδεικνύεται ἐλεύθερη καὶ ὅσοι προηγουμένως βρίσκονταν στὸ σκοτάδι ἀναγνωρίζονται ὡς παιδιὰ τοῦ φωτός· μόνος στενάζει ὁ προστάτης τοῦ σκότους (ὁ διάβολος). Τώρα ἂς δοξολογῇ πρόθυμα τὸν αἴτιο (αὐτῶν τῶν δώρων) ὁλόκληρη ἡ πρὶν ταλαίπωρη κληρονομιὰ (κοινωνία) τῶν ἐθνῶν.

Ἑρμηνεία: Στὴν ὠδὴ τοῦ πεζοῦ Κανόνος, τὸ παράδοξο, κατὰ τὸν ποιητή, μυστήριο ποὺ προεικόνιζε ἡ κάμινος ἦταν ἡ βάπτιση τοῦ Κυρίου. Ὅπως ὑπέροχα σημειώνει ὁ Ἅγ. Νικόδημος, ἡ ὑπερβολικὴ φωτιὰ τῆς καμίνου δὲν μπόρεσε νὰ σβήσῃ τὴν ἐλάχιστη -ἀλλὰ πολὺ δυνατώτερη- θεϊκὴ δροσιά, ὅπως καὶ τὰ νάματα τοῦ Ἰορδάνου δὲν κατάφεραν νὰ σβήσουν «τὸ πῦρ τῆς θεότητος» (τὸν Χριστό), ποὺ εἰσῆλθε μέσα των σωματικῶς (Ἑορτοδρόμιον, σελ. 178)

Στὴν ἀντίστοιχη ἰαμβικὴ ᾠδὴ ὁ ποιητὴς τονίζει ὅτι μὲ τὸ Βάπτισμα ὅλοι («οἱ πρὶν ἐσκοτισμένοι, ἡ ἐθνῶν παγκληρία») γινόμαστε «υἱοὶ φωτός», καὶ ὅτι ὁ μόνος ποὺ στενάζει εἶναι ὁ μισόκαλος, ὁ ὁποῖος μισεῖ τὸ φῶς καὶ πράττει τὰ ἔργα τοῦ σκότους.

Ὠδὴ θ’ τοῦ ῥυθμοτονικοῦ Κανόνος.

Ἀπορεῖ πᾶσα γλῶσσα εὐφημεῖν πρὸς ἀξίανἰλιγγιᾷ δὲ νοῦς καὶ ὑπερκόσμιος ὑμνεῖν Σε Θεοτόκε· ὅμως ἀγαθὴ ὑπάρχουσα τὴν πίστιν δέχου καὶ γὰρ τὸν πόθον οἶδας τὸν ἔνθεον ἡμῶν Σὺ γὰρ Χριστιανῶν εἶ προστάτις, Σὲ μεγαλύνομεν.

Ἀπόδοση: Ἀδυνατεῖ κάθε γλῶσσα νὰ σὲ ἐγκωμιάζῃ ἐπαξίως· καὶ αἰσθάνεται ἴλιγγο καὶ ἡ ὑπερφυσικὴ διάνοια τῶν ἀγγέλων νὰ σὲ ὑμνήσῃ, Θεοτόκε· ὅμως, ἐπειδὴ εἶσαι ἀγαθή, δέχου τήν πίστη μας· διότι γνωρίζεις τὸν θεϊκό πόθο μας· διότι ἐσὺ εἶσαι τῶν χριστιανῶν ἡ προστάτης, ἐσένα μεγαλύνομε.

Ὠδὴ θ’ τοῦ ἰαμβικοῦ Κανόνος.

Ὢ τῶν ὑπὲρ νοῦν τοῦ τόκου Σου θαυμάτων, Νύμφη πάναγνε, Μῆτερ εὐλογημένη! Δι’ ἧς τυχόντες παντελοῦς σωτηρίας ἐπάξιον κροτοῦμεν, ὡς εὐεργέτῃ, δῶρον φέροντες ὕμνον εὐχαριστίας.

Ἀπόδοση: Ὦ, πόσα εἶναι τὰ θαύματα τοῦ Υἱοῦ σου ποὺ ξεπερνοῦν τὸν νοῦ! Νύμφη πάναγνη, Μητέρα εὐλογημένη· Ἐπειδὴ μέσα ἀπὸ σένα βρήκαμε τὴν τέλεια σωτηρία, γι’ αὐτὸ ψάλλομε δυνατὰ ὕμνο εὐχαριστίας, ὡς ἀντάξιο δῶρο σ’ ἐσένα, τὴν εὐεργέτιδά μας.

Ἑρμηνεία: Ἡ ἐνάτη ὠδή, ὡς γνωστόν, ἀπευθύνεται στὴν Παναγία, τὴν ὁποία, ὅπως λέει ὁ ποιητὴς τοῦ πεζοῦ κανόνος, ἀδυνατεῖ νὰ ἐξυμνήσῃ ὄχι μόνον ἀνθρώπινη γλῶσσα ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ ὑπερουράνιος νοῦς τῶν Ἀγγέλων. Ἐπειδή, ὅμως, ἡ ἐπιθυμία γιὰ τὴν ἐξύμνησή της εἶναι πολὺ μεγαλύτερη, ὁ ποιητὴς ζητάει τὴν συγκατάβασή της στὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία.  

Τέλος, ὁ ποιητὴς τοῦ ἰαμβικοῦ κανόνος, στὴν ὠδὴ αὐτήν, ἐξυμνεῖ τὴν Παναγία, γιὰ τὸ «τέλειο δῶρο» τῆς σωτηρίας ποὺ προσέφερε στὴν ἀνθρωπότητα, τὸν Υἱό της καὶ Θεό μας.

Ἐν κατακλείδι, νὰ σημειωθῆ ὅτι ἀποτελεῖ συνήθη τακτικὴ τῶν ὑμνογράφων,  στὴν τελευταία ᾠδή, ποὺ ἀπευθύνεται στὴν Παναγία, τὴν Μητέρα ὅλων, νὰ ζητοῦν τὴν εὔνοιά της γιὰ τὸ δημιούργημά των. Μὴν λησμονοῦμε, ἄλλωστε, τὴν ἐπίκληση τῶν ἀρχαίων ποιητῶν στὴν Μοῦσα, γιὰ νὰ τοὺς ἐμπνεύσῃ νὰ συνθέσουν τὸ ποίημά των. Μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, τονίζεται ἀσφαλῶς ἡ ἀνωτερότητα τῆς θείας ἐμπνεύσεως μπροστὰ στὴν ἀνθρώπινη ἱκανότητα, ποὺ ὅσο μεγάλη καὶ ἐὰν εἶναι, δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθῆ μὲ τὴν δωρεὰ τοῦ Θεοῦ.

Εἴθε ὅλοι μας νὰ δεχθοῦμε μὲ εὐγνωμοσύνη τὴν πλούσια θεία χάρη, ποὺ κατέρχεται ὡς δωρεά, κατὰ τὴν ἡμέρα, μάλιστα, τῆς Ἐπιφανείας Του, καὶ νὰ τὴν χρησιμοποιήσωμε ἐπαξίως πρὸς δόξα Θεοῦ καὶ γιὰ τὴν δική μας σωτηρία.

Καλή μας φώτιση! Ἀμήν!

Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος