Ἐλεούμενοι καὶ ἐλεοῦντες
«Τίς ἐστί μου πλησίον;» Τὸ ἐρώτημα αὐτὸ ἀπευθύνει στὸν Κύριο, στὸ Εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς Η’ Λουκᾶ (ι’ 25-37), ἕνας νεαρὸς νομικός «ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων: Τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;» (ὅ. π., ι’ 25).
Δὲν εἶναι ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ἐκπειράζεται ὁ Κύριος. Ὅπως ἀναφέρουν οἱ Εὐαγγελιστὲς Ματθαῖος καὶ Μάρκος (κβ’ 15-33, ιβ’ 13-27, ἀντιστοίχως), ἀπὸ τὴν μιά, οἱ ὑποκριτὲς Φαρισαῖοι προσπάθησαν νὰ τὸν παγιδεύσουν, μὲ τὸ ἐρώτημα: «ἔξεστι δοῦναι κῆνσον Καίσαρι ἢ οὐ;» (Ματθ., κβ’ 18, Μάρκ., ιβ’ 14), ἀπὸ τὴν ἄλλη, τὸ ἴδιο ἔκαναν οἱ μὴ πιστεύοντες στὴν ἀνάσταση Σαδουκαῖοι, μὲ τὸ ἐρώτημα σὲ ποιούς ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ ἄνδρες, ποὺ παντρεύτηκε, ἀνήκει ἡ γυναῖκα, μετὰ ἀπὸ τὸν θάνατό της («ἐν τῆ ἀναστάσει τίνος τῶν ἑπτὰ ἔσται ἡ γυνή;», Ματθ., κβ’ 27-28, Μάρκ., ιβ’ 23).
Στὴν πρώτη περίπτωση, ὁ Κύριος δὲν ἀπαντάει εὐθέως ἀλλὰ ξεσκεπάζει τὴν ὑποκρισία τῶν Φαρισαίων, ὑποβάλλοντάς των, μὲ τὴν σειρά Του, τὸ ἐρώτημα: «τίνος ἡ εἰκὼν αὕτη -ποὺ δείχνει τὸ νόμισμα- καὶ ἡ ἐπιγραφή;» Δὲν εἶναι τοῦ Καίσαρος; Ἀφοῦ λοιπὸν «προσκυνᾶτε» τὸν Καίσαρα, μὲ ῥωτᾶτε ἐὰν πρέπει νὰ πληρώνετε ἢ ὄχι φόρο; Ποιόν κοροϊδεύετε;
Τί συνέβαινε στὴν πραγματικότητα; Οἱ Ἑβραῖοι, ὡς γνωστόν, λάτρευαν τὸν δικό των Θεὸ καὶ ὄχι τὴν Θεὰ Τύχη τοῦ ἑκάστοτε κατακτητοῦ ῥωμαίου αὐτοκράτορος. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, οἱ Ῥωμαῖοι ἄρχοντες συμβιβάζονταν, ἐφ’ ὅσον ἐξασφαλιζόταν ἡ ἡρεμία τοῦ κράτους των, μὲ τὴν νομοτυπία τῶν Ἑβραίων, ποὺ δέχονταν, ἀντὶ νὰ λατρεύουν τοὺς ἴδιους ὡς θεούς, νὰ πληρώνουν φόρο σὲ νομίσματα ποὺ ἔφεραν τὴν εἰκόνα τοῦ αὐτοκράτορος. Ἔτσι, τοὺς ἀπέδιδαν ἐμμέσως τὴν «λατρεία» των καὶ ἂς μὴν προσκυνοῦσαν τὴν θεοποιημένη των εἰκόνα! Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος τοὺς ἀπαντάει καταλλήλως: «ἀφοῦ ἐσεῖς, Φαρισαῖοι, τὰ ἔχετε βρεῖ μὲ τοὺς ἐπιγείους ἄρχοντες, ἔ, τότε, δῶστε σ’ αὐτοὺς αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ τοὺς δώσετε, καὶ κάντε καὶ τὰ λατρευτικά σας καθήκοντα στὸν Θεό, ποὺ λέτε ὅτι πιστεύετε» («ἀπόδοτε οὖν τὰ τοῦ Καίσαρος τῷ Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ.», Ματθ., κβ’ 21, Μάρκ., ιβ’ 17).
Ἀλλὰ καὶ στοὺς Σαδουκαίους, ποὺ πίστευσαν ὅτι θὰ τὸν παγιδέψουν, μὲ τὸ δικό των ἐρώτημα: «ἐν τῆ ἀναστάσει τίνος τῶν ἑπτὰ ἔσται ἡ γυνή; πάντες γὰρ ἔσχον αὐτήν» (Ματθ., κβ., 27-28, Μάρκ., ιβ’ 23), ὁ Κύριος ἀπαντᾶ εὐθέως: «πλανᾶσθε μὴ εἰδότες τὰς γραφάς μηδὲ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ. ἐν γὰρ τῇ ἀναστάσει οὔτε γαμοῦσιν οὔτε ἐκγαμίζονται…οὐκ ἔστιν ὁ Θεὸς Θεὸς νεκρῶν ἀλλὰ ζώντων» (Ματθ., κβ’ 30-32, Μάρκ., ιβ’ 25-27).
Ἔτσι, καὶ στὸν νομικὸ ποὺ τὸν ῥωτάει «τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω», ὁ Κύριος τὸν ἀντιρωτάει, μὲ νόημα: ἀφοῦ ἐσὺ ξέρεις καλὰ τὸν νόμο, γιὰ πές μας, λοιπόν: «ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγιγνώσκεις;» Καὶ ὅταν ἐκεῖνος ἀπαντάει μὲ τὴν γνωστὴ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου….καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν», ὁ Κύριος τὸν ἐπιβραβεύει: «ὀρθῶς ἀπεκρίθης» καὶ τὸν προτρέπει: «τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ» (Λουκ., ι’ 26-28).
Ὁ νομικός, ὅμως, ποὺ ξέρει πολὺ καλὰ τὶς ἐντολὲς τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ θέλει νὰ ἔχῃ καὶ τὸν τελευταῖο λόγο («δικαιοῦν ἑαυτόν»), ξαναρωτᾶ τὸν Κύριο: «τίς ἔστι μου πλησίον;» (ὅ. π., 29), γιὰ νὰ πάρη πλέον τὴν ἀπάντησή του μέσα ἀπὸ τὴν παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου.
«Τίς ἔστι μου πλησίον;» Τὸ ἐρώτημα αὐτὸ εἶχε, ἀσφαλῶς, ἀπασχολήσει καὶ ἄλλους, πλὴν τοῦ φιλομαθοῦς νέου, ἀνθρώπους καὶ λαούς, ὁ καθένας ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἔδινε τὴν δική του ἀπάντηση, ἀναλόγως τῶν ἰδεολογικῶν των πεποιθήσεων. Πάντως, ὅλοι, πάνω κάτω, Ἑβραῖοι, Ἕλληνες καὶ ἄλλοι ἐθνικοί, συνέκλιναν στὸ ὅτι «πλησίον» εἶναι ὁ συγγενής, ὁ φίλος, ὁ ὁμοϊδεάτης, ὁ ὁμόδοξος, ὁ ὁμοεθνής. Εἰδικὰ τὴν ἀντίληψη περὶ τοῦ πλησίον ὡς ὁμοδόξου καὶ ὁμοεθνοῦς τὴν υἱοθετοῦσαν, περισσότερο ἀπ’ ὅλους, οἱ Ἑβραῖοι.
Ὁ Κύριος, ὅμως, ἂν καὶ στὴν καταγωγὴ Ἑβραῖος, εἰσήγαγε, μὲ τὴν διδασκαλία Του, μιὰ «καινή» καὶ πολὺ προχωρημένη, γιὰ τὶς συνθῆκες τῆς ἐποχῆς του, ἀντίληψη. Σύμφωνα μὲ αὐτήν, «πλησίον» δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνας ἀπὸ τοὺς παραπάνω, εἶναι πρωτίστως «ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος» στὸν ἀδελφό του, καθ’ ὅτι αὐτὸς ποὺ ἐλεεῖ πτωχὸ καὶ ἐμπερίστατο ἀδελφὸ στὸν Θεό δανείζει (Παροιμ., ιθ’ 17). Ἔτσι, κατὰ τὴν ὀρθόδοξη χριστιανικὴ διδασκαλία, ἀδελφὸς εἶναι κάθε ἄνθρωπος, ὡς εἰκόνα Θεοῦ, ἀνεξαρτήτως φύλου, καταγωγῆς, ἐθνικότητος, θρησκευτικῶν ἢ ἄλλων πεποιθήσεων.
Νά, γιατὶ ὁ Κύριος προτάσσει τὴν ἐντολὴ τῆς διπλῆς ἀγάπης: πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὸν πλησίον, τὸν συνάνθρωπο. Πῶς μπορεῖς νὰ πῆς τὸν ἄλλον ἀδελφό σου, ἐὰν δὲν ἀναγνωρίζῃς κοινὸ πατέρα; Ἀπὸ τὴν ἄλλη, πῶς μπορεῖς νὰ πῆς τὸν Θεὸ Πατέρα, ἐὰν δὲν ἀναγνωρίζῃς τὸν ἄλλο ὡς ἀδελφό σου; Εἶναι ξεκάθαρη ἡ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου, στὸ σημεῖο αὐτό, ἰδιαιτέρως τοῦ Εὐαγγελιστοῦ τῆς ἀγάπης, «ἵνα ὁ ἀγαπῶν τὸν Θεὸν ἀγαπᾶ καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ», διότι διαφορετικά«ὁ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν ὃν ἑώρακε, τὸν Θεὸν ὃν οὐχ ἑώρακε, πῶς δύναται ἀγαπᾶν;» (Α’ Ἰωάν., δ’ 21).
Ἀλλὰ καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ συνεχιστὲς τῆς εὐαγγελικῆς παραδόσεως, τονίζουν μὲ συνέπεια τὴν διπλῆ καὶ ἀλληλένδετη αὐτὴν ἀγάπη, ὅπως κυρίως ἐκφράζεται στὴν ῥήση: «εἶδες τὸν ἀδελφόν σου; εἶδες τὸν Θεόν σου.» Ποιά σχέση μπορεῖ, τώρα, νὰ ἔχῃ ἡ ἀγαπητικὴ αὐτὴ χριστιανικὴ παράδοση μὲ τὴν γενικὴ χωρὶς Χριστὸ ἀγαπολογία ἢ καὶ μὲ τὴν ἑβραϊκῆς προελεύσεως σύγχρονη ἀτομικιστικὴ ἀντίληψη «ἐγὼ καὶ ὁ Θεός μου», ὁ καθένας ἂς βγάλῃ τὰ συμπεράσματά του.
Πάντως, ὁ καλὸς Σαμαρείτης τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ ἐχθρὸς τῶν Ἑβραίων, εἶναι φίλος τοῦ Θεοῦ, διότι «ποιεῖ τὸ ἔλεος» στὸν ἀδελφό Του ἀπροϋπόθετα. Δὲν τὸν ἀντιπαρέρχεται, ὅπως κάνουν ὁ ἱερέας καὶ ὁ λευΐτης, ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ νόμου καὶ τῶν προφητῶν ἀντιστοίχως. Ὁ Θεοφάνης ὁ Κεραμεύς, στὴν ἑρμηνεία του, ἀναφέρει χαρακτηριστικά, στὸ σημεῖο αὐτό, ὅτι σκοπίμως δὲν χρησιμοποιεῖται τὸ ῥῆμα «παρέρχομαι», διότι γιὰ ὅσους προσπερνοῦν τὸν ἀδελφό των, τοὺς «ἀντιπαρέρχεται» τελικὰ ὁ ἴδιος ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ! (Migne, Patrologia Graeca, τ. 132, 292D-304Β).
Ἐὰν θέλωμε, λοιπόν, ὅλοι μας νὰ ὁμοιάσωμε στὸν Καλὸ Σαμαρείτη, ποὺ ἀποτελεῖ ὑπόδειγμα ἐν Χριστῷ ἀδελφοῦ, δὲν ἔχομε παρὰ νὰ πράξωμε, μὲ τὴν σειρά μας, ὅ τι ἔκανε ἐκεῖνος. Αὐτός, «ἰδὼν τὸν ἡμιθανῆ» ἀδελφό του, δὲν τὸν «ἀντιπαρῆλθε», ὅπως οἱ ὁμοεθνεῖς του, ἀλλὰ «ἐσπλαγχνίσθη αὐτόν καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον» (Λουκ., ι’ 34). Μάλιστα δὲν σταμάτησε ἐκεῖ. Τὸν ἐπεβίβασε «ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος» – μήπως καὶ ὁ Χριστὸς δὲν πῆρε πάνω Του τὸν τραυματισμένο ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες ἄνθρωπο καὶ δὲν τὸν ὡδήγησε, ὅπως ὁ ἀλλόφυλος Σαμαρείτης, στὸ «πανδοχεῖο» τοῦ ἐλέους, στὴν Ἐκκλησία Του, γιὰ νὰ τὸν ἐπιμεληθοῦν πλέον οἱ «πανδοχεῖς», οἱ ἀπόστολοι καὶ ὅλοι ἐμεῖς ποὺ συνεχίζομε, στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τὸ ἔργο Του;
Συνεπῶς, ὅλοι ὅσοι ἔχουν ἐλεηθῆ καὶ βρίσκονται μέσα στὸ πανδοχεῖο τῆς ἀγάπης Του ἔχουν, μὲ τὴν σειρά των, χρέος νὰ «προσδαπανήσουν» καὶ οἱ ἴδιοι, νὰ «ξοδέψουν» ὄχι καμμιὰ περιουσία, ἀλλὰ λίγα «δηνάρια» ἀπὸ τὸ ἔλεος ποὺ καὶ ἐκεῖνοι κατὰ χάρη δέχθηκαν ἀπὸ τὸν Παντελεήμονα Κύριό των, τὸν Καλὸ Σαμαρείτη. Πῶς ἀλλοιῶς θὰ «ξεπληρώσουν» τὴν εὐεργεσία ποὺ τοὺς ἔκανε ὁ εὔσπλαγχνος Κύριος, ὥστε «ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαι» Αὐτόν, κατὰ τὴν Δευτέρα καὶ ἔνδοξη Παρουσία Του, νὰ τοὺς τὸ ἀποδώσῃ πολλαπλάσιο!
Ἐφ’ ὅσον μὲ ἕναν ὀβολό, κατὰ τὸν Χρυσοῤῥήμονα Ἰωάννη, μποροῦμε νὰ ἀγοράσωμε τὸν οὐρανό, ἐμεῖς καθόμαστε καὶ δὲν σπεύδομε στὸ πανδοχεῖο τῆς ἀγάπης Του νὰ ἐλεηθοῦμε καὶ οἱ ἴδιοι, νὰ ἐλεήσωμε καὶ ἄλλους, μὲ τὴν χάρη Του; Ἂς τὸ καταλάβωμε, ἐπιτέλους! Μόνον μὲ τὰ θεραπευτικὰ μέσα τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ μᾶς ἀπολυμαίνουν ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας, ὅπως ὁ οἶνος, καὶ μᾶς καταπραΰνουν τὸν πόνο ἀπὸ τὰ τραύματα, ὅπως τὸ ἔλαιον, δηλαδὴ μὲ τὸν ἀπολυτρωτικὸ καὶ παρήγορο λόγο τοῦ Χριστοῦ μας, καὶ μὲ τὰ ἄλλα σωστικά μέσα, τὴν εἰλικρινῆ ἐξομολόγηση, τὴν ἀληθινὴ μετάνοια, τὴν συνεχῆ Θεία Κοινωνία, ἔχομε τὴν δύναμη νὰ ἀντιπαρέλθωμε καὶ ἐμεῖς στὶς ληστρικὲς ἐπιθέσεις τοῦ ἀντικειμένου καὶ ἀνθρωποκτόνου «ἄρχοντος» τοῦ κόσμου τούτου.
Ἔτσι, ἐνδυναμωμένοι ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὸ πλούσιο ἔλεός Του, διαρκῶς ἐλεούμενοι καὶ ἀδιαλείπτως ἐλεοῦντες, κατὰ τὸ πρότυπο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ παράδειγμα τῶν Ἁγίων μας καὶ μάλιστα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ ἐλεήμονος (+12 Νοεμβρίου), θὰ καταφέρωμε, μὲ τὴν δική Του χάρη καὶ τὶς δικές των εὐλογίες, νὰ μεταβοῦμε ἀπὸ τὸ ἐπίγειο στὸ οὐράνιο πανδοχεῖο, ὅπου θὰ γευώμαστε τὰ αἰώνια ἀγαθὰ τῆς Βασιλείας Του. Ἀμήν!
Καλὸν ἀγῶνα, γενικῶς, καὶ καλὴ προετοιμασία, εἰδικῶς, γιὰ τὴν εἴσοδό μας στὴν Μικρὰ Σαρακοστὴ τῶν Χριστουγέννων, τῆς ἑορτῆς τῆς γεννήσεως τῆς Εἰρήνης καὶ τῆς Ἀγάπης. Γένοιτο!
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος -θεολόγος