Κυριακή, «ἡ ποθοῦσα τὸν Κύριον»
Ἡ Ἁγία Κυριακὴ ποὺ τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας, στὶς 7 Ἰουλίου, ἔζησε τὴν ἐποχὴ ποὺ βασίλευε «τὸ σκότος τῆς εἰδωλομανίας». Ἐκείνη, ὅμως, «ἤθλησε ἄριστα», ἀναδείχθηκε ἀνδρεία στὸ φρόνημα καὶ σταθερὴ στὴν πίστη καὶ κατήρδευσε «ὡς βρύσις πολύκρουνος» τὸ δένδρο τῆς πίστεως, μὲ τὰ παρθενικά της αἵματα.
Βρισκόμαστε πρὸς τὸ τέλος τῶν παλαιῶν ἀλλὰ καὶ πιὸ σκληρῶν διωγμῶν σὲ βάρος τῶν Χριστιανῶν, τὴν ἐποχὴ τοῦ Διοκλητιανοῦ (3ος αἰ.), αὐτοκράτορα τῆς Ἀνατολῆς. Οἱ εὐλαβεῖς γονεῖς τῆς Ἁγίας, Δωρόθεος καὶ Εὐσεβία, ζοῦσαν στὴν Νικομήδεια τῆς Βιθυνίας καὶ ἀνέθρεψαν τὸ βλαστάρι τους, καρπὸ θερμῶν προσευχῶν ὕστερα ἀπὸ χρόνους ἀτεκνίας, «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου». Οἱ ἴδιοι, ἐξ ἄλλου, καὶ μετὰ ἀπὸ τὴν ἀπόκτηση τοῦ εὐλογημένου των τέκνου, δὲν ἔπαψαν νὰ εὐγνωμονοῦν τὸν Κύριο, μὲ τὴν συνέχιση τῶν προσευχῶν των, μὲ τὸν ἠθικό των βίο ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ ἀγαθὰ καὶ φιλάδελφα ἔργα των. Ἔτσι ἡ Κυριακή, μιμούμενη τὸ παράδειγμα τῶν καλῶν της γονέων, προώδευε καὶ ἐκείνη σὲ ἀρετὴ καὶ σὲ ἔργα πίστεως καὶ ἀγάπης.
Οἱ γονεῖς της ἐπιθυμοῦσαν, ἄλλωστε, νὰ ἀφιερώσουν τὸν καρπὸ τῆς εὐσεβείας των στὸν Κύριο, ποὺ τοὺς τὴν χάρισε ὡς δῶρο τὴν φερώνυμο ἡμέρα του, ἀπ’ ὅπου καὶ τὸ ὄνομά της – Κυριακή, ἐπειδὴ γεννήθηκε τὴν ἡμέρα τοῦ Κυρίου. Καὶ ἡ ἴδια, ὅμως, ζοῦσε ἀπὸ μικρὴ σὰν νὰ ἦταν ἀφιερωμένη στὸν ἀγαπημένο της Νυμφίο.
Ἡ εὐκαιρία, ποὺ ὅλοι, κατὰ βάθος, ἀναζητοῦσαν, δὲν ἄργησε νὰ δοθῆ, ὅταν ἡ Κυριακὴ ἀπέρριψε τὴν πρόταση ἑνὸς πλουσίου δικαστοῦ ἀπὸ τὴν Νικομήδεια νὰ τὴν παντρέψῃ μὲ τὸν γιό του. Τότε, ἐκεῖνος, γιὰ νὰ τὴν ἐκδικηθῆ, κατήγγειλε τὴν ἴδια καὶ τοὺς γονεῖς της ὡς Χριστιανοὺς στὸν αὐτοκράτορα Διοκλητιανό. Ὁ Δωρόθεος καὶ ἡ Εὐσεβία ὑποβλήθηκαν σὲ πολλὰ βασανιστήρια, ἐξορίστηκαν στὴν μακρυνὴ Μελιτινή, ὅπου καὶ πέθαναν μαρτυρικά, ἡ δὲ Κυριακὴ στάλθηκε γιὰ ἀπολογία στὸν Μαξιμιανό, ποὺ διέμενε στὴν Νικομήδεια.
Ἡ Ἁγία ἀντιστάθηκε στὶς δελεαστικές του προτάσεις καὶ ὑπέμεινε καρτερικὰ τὰ μαρτύρια, χάρη στὴν ἄνωθεν ἐνδυνάμωσή της, καὶ ἐκεῖνος, μὴν κατορθώνοντας τίποτε, τὴν ἔστειλε στὸν ἑπόμενο βασανιστή της, τὸν Ἱλαριανό. Οὔτε ἐκεῖνος κατάφερε νὰ τὴν μεταπείσῃ, μάλιστα ἡ Ἁγία, μὲ τὴν προσευχή της στὸν Κύριο, κατέρριψε τὸν ναὸ τῶν εἰδώλων, ὅπου τὴν ὡδήγησαν, γιὰ νὰ θυσιάσῃ. Ὁ διάδοχος τοῦ Ἱλαριανοῦ, Ἀπολλώνιος, συνέχισε νὰ τὴν βασανίζῃ, ῥίπτοντάς την ἀκόμη καὶ σὲ φλογερὴ κάμινο, ἀπὸ τὴν ὁποία ἡ Κυριακὴ ἐσώθη θαυματουργικά, ὅπως ἄλλοτε οἱ τρεῖς Παῖδες. Τελικὰ ἡ Ἁγία, προτοῦ ἀποκεφαλιστῆ, παρέδωσε τὴν ψυχή της στὸν Κύριο ποὺ τόσο ἀγάπησε καὶ πόθησε νὰ συναντήσῃ, ἀφοῦ πρῶτα προσευχήθηκε θερμὰ σὲ Αὐτόν.
Πολλοί, ποὺ διαβάζουν τὸν βίο καὶ τὴν πολιτεία τῶν διαφόρων Μαρτύρων, καὶ τῆς Κυριακῆς, ἀναρωτιοῦνται σίγουρα: «Μὰ εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπομείνῃ κανεὶς τόσες βασάνους καὶ νὰ μὴν ὑποκύψῃ;» «Πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι», λέει ὁ Θεάνθρωπος Χριστός. Ἐὰν μελετήσωμε προσεκτικὰ τὸ μαρτύριο τῆς Ἁγίας, θὰ διαπιστώσωμε ὅτι τίποτε δὲν κατορθώνει ἀπὸ μόνη της, τὰ πάντα τὰ πετυχαίνει μὲ τὴν δύναμη τῆς προσευχῆς. Πράγματι, χάρη στὴν πίστη της καὶ στὴν ἐξ οὐρανοῦ βοήθεια ἀντιστέκεται καὶ στὶς δελεαστικὲς προτάσεις τοῦ Μαξιμιανοῦ καὶ στοὺς βασανισμοὺς ποὺ ὑπέστη ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἄρχοντες, Ἱλαριανὸ καὶ Ἀπολλώνιο. Συνεχῶς καὶ ἀδιαλείπτως προσεύχεται, ὅπως ἄλλωστε μᾶς προτρέπει ὁ Ἅγιος Παῦλος νὰ κάνωμε ὅλοι (Α’ Θεσ., ε’ 17), καὶ τελικὰ αὐτὴ ποὺ ἐνεργεῖ καὶ τὴν ἐνδυναμώνει νὰ ἀντιστέκεται στὰ τόσα μαρτύρια εἶναι ἡ θεία χάρη. Ἡ ἴδια θεία χάρη ἐνεργεῖ καὶ τὰ θαύματα, γι’ αὐτὸ καὶ ψάλλομε πάντοτε στὰ τροπάρια τῶν Ἁγίων: «Δόξα τῷ σέ δοξάσαντι, δόξα τῷ σέ δυναμώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα». Ἑπομένως, τὰ θαύματα δὲν τὰ κάνουν οἱ Ἅγιοι, ἐπιτελοῦνται, ὅμως, διὰ τῶν πρεσβειῶν των στὸν Κύριο, ὡς ἀντίδωρο τῆς θείας Του χάριτος γιὰ τὴν πίστη των.
Καὶ βεβαίως τὰ θαύματα συνεχίζουν νὰ ἐπιτελοῦνται καὶ μετὰ θάνατον, διότι οἱ Ἅγιοι δὲν πεθαίνουν, ἁπλῶς κοιμοῦνται ἐν ὄψει τῆς τελικῆς κρίσεως καὶ τῆς λήψεως τοῦ αἰωνίου στεφάνου τῆς δόξης ἀπὸ τὸν Κύριο. Ὁ ἀγαθὸς λοιπὸν Θεός, γιὰ νὰ ἐνδυναμώνῃ τὴν χλιαρή μας πίστη, ἐπιτρέπει νὰ βλέπωμε καὶ ἐμεῖς, ἡ στρατευομένη Ἐκκλησία, μέρος τῆς θείας δόξης Του, διὰ τῶν θαυματουργικῶν Του ἐπεμβάσεων, διὰ πρεσβειῶν τῶν Ἁγίων, ἐὰν ἀσφαλῶς δυνάμεθα κάπως νὰ πιστεύσωμε καὶ ἐμεῖς: «Εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι» (Μάρκ., θ’ 23), ἀκούγεται παρηγορητικὸς ὁ λόγος τοῦ Κυρίου.
Νὰ παρακαλέσωμε, λοιπόν, τὴν καλλιπάρθενο κόρη Του, τὴν Ἁγία Κυριακή, ποὺ ἀνεδείχθη ἡ ἴδια «ἀνδρικῶς» «κυρία σαρκός τε καὶ παθῶν», νὰ ἐνισχύῃ καὶ ἐμᾶς νὰ διατηροῦμε σταθερὴ τὴν πίστη μας καὶ κραταιὸ τὸ φρόνημά μας ἀπέναντι στοὺς σύγχρονους ποικιλώνυμους ἐχθροὺς τῆς πίστεως, κρυφοὺς καὶ φανερούς. Ἔτσι καὶ μόνον ἔτσι θὰ ἀξιωθοῦμε καὶ ἐμεῖς νὰ λάβωμε τὴν χάρη τῶν ἰάσεών της, τὶς ὁποῖες παρέχει δαψιλῶς, διὰ τῶν πρεσβειῶν της, ὁ Κύριος «πᾶσι τοῖς ἠγαπηκόσι τὴν ἐπιφάνειαν (=τὴν φανέρωση) αὐτοῦ (Β’ Τιμ., δ’ 8), νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τὸν ἅπαντα αἰῶνα.
Γένοιτο!
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος – θεολόγος