Τὰ βήματα τῆς σωτηρίας
Μιὰ θαυμάσια πνευματικὴ εὐκαιρία μᾶς προσφέρει ἡ Ἐκκλησία μας τὴν Κυριακὴ ΙΕ’ Λουκᾶ, ὁπότε ἀναγιγνώσκεται ἡ περικοπὴ τοῦ Ζακχαίου. Εἶναι θαυμάσια ἡ εὐκαιρία γιὰ δύο κυρίως λόγους: Πρῶτον, γιατὶ μᾶς δείχνει τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἀποφασίζει νὰ ἀναζητήσῃ τὴν σωτηρία του, καί, δεύτερον, διότι παρουσιάζει παράλληλα τὸ ἔλεος καὶ τὴν εὐσπλαγχνία τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος διὰ τοῦ Υἱοῦ του προσφέρει τὴν σωτηρία σὲ κάθε ἀπολωλὸς ποὺ τὴν ἐπιζητεῖ μὲ πόθο.
Ἀλλὰ ἂς ἔλθωμε στὴν περικοπή: Ὁ Κύριος, στὸν δρόμο πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα, «εἰσελθὼν διήρχετο εἰς τὴν Ἱεριχώ﮲καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ὀνόματι καλούμενος Ζακχαῖος καὶ αὐτὸς ἦν ἀρχιτελώνης καὶ οὗτος ἦν πλούσιος» (Λουκ. ιθ’ 1-2). Ὁ Κύριος, ἀσφαλῶς, οὐδέποτε βαδίζει τυχαίως, ἀλλὰ ἐπιλέγει ἐκεῖνον τὸν δρόμο ποὺ θὰ τὸν ὁδηγήσῃ σὲ συνάντηση μὲ ἀνθρώπους ποὺ γνωρίζει ὅτι τὸν ἀναζητοῦν. Αὐτὴν τὴν φορὰ ὁ στόχος Του εἶναι ὁ Ζακχαῖος, ὁ ὁποῖος ὅμως ἐμποδίζεται γι’ αὐτὴν τὴν συνάντηση ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι εἶναι «ἀρχιτελώνης» καὶ «πλούσιος», εἶναι δηλαδὴ πλεονέκτης καὶ ἅρπαγας. Οἱ τελῶνες, ποὺ εἰσέπρατταν τοὺς φόρους γιὰ λογαριασμὸ τῶν Ῥωμαίων, ἐπέβαλλαν ὑψηλότερη φορολογία στὸν λαὸ καὶ τὸν ἐκμεταλλεύονταν αἰσχρὰ πρὸς ὄφελός τους. Τοῦτος ὅμως ἐδῶ ὁ τελώνης, παρὰ τὰ ἐμπόδιά του, «ἐζήτει ἰδεῖν τὸν Κύριον τίς ἐστιν» (ὅ. π. 3).
Παράδοξο, πράγματι, ἐκ πρώτης ὄψεως, ἕνας ἐθισμένος στὸν πλοῦτο καὶ δηλωμένος ἐχθρὸς τοῦ λαοῦ νὰ ἐπιθυμῇ νὰ συναντήσῃ τὸν Κύριο τῆς δικαιοσύνης. Ἐκεῖνα, ὅμως, ποὺ εἶναι παράδοξα ἢ καὶ ἀδύνατα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους εἶναι δυνατὰ γιὰ τὸν Θεό. Ὁ ἀρχιτελώνης Ζακχαῖος εἴτε δὲν εἶχε διαφθαρῆ ἐντελῶς ἀπὸ τὸ πάθος του καὶ διατηροῦσε ἀκόμη ἕνα μέρος τῆς ψυχῆς του καθαρό, εἴτε εἶχε πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ ἀλλάξῃ, νὰ ἐγκαταλείψῃ τὶς κακές του συνήθειες, ἢ καὶ τὰ δύο. Μόλις, λοιπόν, πληροφορήθηκε ὅτι ὁ Κύριος, γιὰ τὸν Ὁποῖον ἀσφαλῶς εἶχε ἀκούσει πολλά, περνοῦσε ἀπὸ τὰ μέρη του, ἔσπευσε νὰ τὸν συναντήσῃ. Ἀλλὰ καὶ ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος «ἐτάζει νεφροὺς καὶ καρδίας», διέκρινε τὴν ἐπιθυμία τοῦ τέκνου του καὶ φρόντισε «νὰ τὸν πετύχῃ» στὸν δρόμο Του.
Ἀπὸ τὴν μιά, ὁ Ζακχαῖος, ἐπειδὴ «τῇ ἡλικίᾳ (=στὸ ἀνάστημα) μικρὸς ἦν», ἀνέβηκε στὴν συκομορέα, «ἵνα ἴδῃ αὐτόν, ὅτι ἐκείνης ἤμελλε διέρχεσθαι». Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὁ Κύριος «ἀναβλέψας εἶδε αὐτὸν καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν: Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι» (ὅ.π. 4-5). Ἡ «ἀνάβαση» καὶ ἡ «κατάβαση» μπορεῖ νὰ ἔχουν καὶ μιὰν ἄλλη ἀνάγνωση: Ὁ Ζακχαῖος, γιὰ νὰ δῆ τὸ ἀντικείμενο τοῦ πόθου του, χρειαζόταν νὰ «ἀνέβη», ὁ Κύριος, ὡστόσο, ποὺ εἶδε αὐτὴν τὴν πνευματικὴ ἄνοδο τοῦ τέκνου του, τὸν καλεῖ νὰ «κατέβῃ», γιὰ νὰ τὸν δεχθῆ στὸν «οἶκο» του. Ὁ Ζακχαῖος, ποὺ εἶναι πλέον ὥριμος πνευματικά, δέχεται μὲ προθυμία («χαίρων») νὰ τὸν φιλοξενήσῃ τὸν Κύριό του καὶ Σωτῆρα του ὄχι μόνον στὸν «οἶκο τοῦ σπιτιοῦ του» ἀλλὰ καὶ στὸν «οἶκο τῆς καρδιᾶς του»!
Γιὰ νὰ ἐκτιμήσωμε τὸ μέτρο τῆς πνευματικῆς ἑτοιμότητος τοῦ Ζακχαίου, ἀρκεῖ μόνον νὰ σκεφθοῦμε ὅτι, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι κατεῖχε μιὰ ὑψηλὴ κοινωνικὴ θέση, ἐν τούτοις δὲν δίστασε νὰ σκαρφαλώσῃ στὸ δένδρο, γιὰ νὰ δῆ τὸν Κύριο, ἀγνοῶντας προφανῶς τὰ σχόλια τοῦ κόσμου. Καὶ αὐτό, διότι ὁ Ζακχαῖος εἶχε πάρει ἀμετάκλητα τὴν ἀπόφασή του νὰ ἀλλάξῃ καὶ τίποτε πλέον δὲν τὸν ἐμπόδιζε μπροστὰ στὸν πόθο τῆς ἀλλαγῆς.
Ἀλλὰ καὶ ὁ Κύριος εἶχε ἐργαστῆ μὲ τὸν τρόπο του, ὅπως πάντοτε, γιὰ τὴν σωτήρια αὐτὴν συνάντηση. Προτοῦ εἰσέλθῃ στὴν Ἱεριχώ, εἶχε θεραπεύσει στὰ περίχωρα τῆς πόλεως αὐτῆς τὸν τυφλὸ Βαρτιμαῖο, ποὺ ζητοῦσε καὶ αὐτὸς τὸ ἔλεός Του: «υἱὲ Δαυείδ, ἐλέησόν με» (Λουκ. ιη’ 39). Ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἔδωσε τὸ φῶς του καὶ ἐκεῖνος, ὁ πρώην τυφλός, ἀπὸ εὐγνωμοσύνη «ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τὸν Θεόν» (ὅ. π. 43). Σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς ἐννέα λεπροὺς τῆς περασμένης Κυριακῆς, ποὺ δὲν ἐπιθυμοῦσαν τὴν πνευματική των θεραπεία, ὁ τυφλὸς τῆς Ἱεριχοῦς, ὅπως καὶ δέκατος λεπρός, ὁ Σαμαρείτης, ζητοῦσαν καὶ ἔλαβαν καθολικὴ θεραπεία, σωματικὴ καὶ πνευματική («ἡ πίστις σου σέσωκέ σε», ὅ. π. 42, καὶ Λουκ. ιζ’ 19).
Τὸ θαῦμα, ὅμως, τοῦ τυφλοῦ τῆς Ἰεριχοῦς ἔκανε καὶ τὸν λαὸ νὰ ἀναβλέψῃ: «πᾶς ὁ λαὸς ἰδὼν ἔδωκε αἶνον τῷ Θεῷ» (ὅ. π. 43). Ἴσως τὸ θαῦμα αὐτὸ νὰ ἀπετέλεσε τὴν κινητήρια δύναμη καὶ γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Ζακχαῖο, ποὺ εἶχε ἤδη ἀποφασίσει ἐσωτερικὰ τὴν μεταστροφή του, νὰ κάνῃ τὸ κρίσιμο βῆμα, νὰ πλησιάσῃ τὸν Ἰησοῦ, τὸν Σωτῆρα, -ὅπως δηλώνει τὸ ὄνομά Του-, τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων! «Τοῖς ἀγαπῶσιν τὸν Θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθὸν» (Ῥωμ. η’ 28-30). Ὄχι μόνον πάντα ἀλλὰ κυρίως ὁ Κύριος τῶν πάντων συνεργεῖ πρὸς ὄφελος τῆς σωτηρίας μας!
Ὅπως ἐπισημάνθηκε καὶ στὴν ἀρχή, ἡ περικοπὴ τοῦ Ζακχαίου μᾶς παρέχει ἕνα διπλὸ μήνυμα: ἀφ’ ἑνὸς μὲν μᾶς δείχνει τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἀποφασίζει νὰ ζητήσῃ τὴν σωτηρία του, ἀφ’ ἑτέρου δὲ μᾶς παρουσιάζει τὸ μέγεθος τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ ποὺ συναντάει τὴν θέληση τοῦ τέκνου Του καὶ συν-εργάζεται μὲ κάθε τρόπο πρὸς τὸν σκοπὸ αὐτόν, γιὰ τὴν σωτηρία πάντων τῶν ἀνθρώπων καὶ μάλιστα τῶν ἀπολωλότων, καθότι ἔστειλε τὸν Υἱό Του στὸν κόσμο ὄχι γιὰ νὰ καλέσῃ δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς σὲ μετάνοια (Λουκ. ε’, 31-32 & ιθ’ 10).
Δὲν μένει, λοιπόν, παρὰ νὰ ἀκολουθήσωμε καὶ ἐμεῖς τὰ βήματα τοῦ Ζακχαίου, γιὰ νὰ εὕρωμε τὴν σωτηρία μας, ἐὰν ἀσφαλῶς ὄχι μόνον τὴν ποθοῦμε ἀλλὰ καὶ τὴν ἐπιζητοῦμε στὸ σωστὸ πρόσωπο. Ὁ Ζακχαῖος, πράγματι, ὄχι μόνον πόθησε τὴν σωτηρία ἀλλὰ ἤξερε, ὅπως διαπιστώσαμε, ὅτι θὰ τὴν βρῆ στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ, διότι μόνον Ἐκεῖνος εἶχε προσφέρει ἁπλόχερα τὴν σωτηρία, τὴν λύτρωση ἀπὸ κάθε λογῆς ἁμαρτία, σὲ ἄλλους ἁμαρτωλοὺς ποὺ τὴν εἶχαν ἐπιζητήσει: στοὺς λεπρούς, στὸν τυφλό, στὴν ἁμαρτωλὴ γυναῖκα, στὴν αἱμορροοῦσα, καὶ φυσικά, πρῶτα ἀπ’ ὅλους, στὸν μαθητή του, τὸν Πέτρο, καὶ στὸν ληστὴ πάνω στὸν Σταυρό.
Τὸ πρῶτο, λοιπόν, βῆμα εἶναι ἡ ἀναγνώριση τῆς ἁμαρτωλότητός μας καὶ ἡ ἀπόφαση γιὰ μετάνοια. Γιὰ νὰ πάρωμε, ὅμως, τὴν ἀπόφαση αὐτήν, χρειάζεται νὰ γνωρίζωμε καὶ τὸν κατάλληλο ἰατρὸ ποὺ θὰ ἀπευθυνθοῦμε γιὰ τὴν θεραπεία τῆς ἁμαρτίας μας. Στὴν πραγματικότητα, ἐὰν δὲν γνωρίζῃ κάποιος τὸν σωστὸ ἰατρό, κινδυνεύει νὰ παρασυρθῆ ἀπὸ τοὺς κάθε λογῆς αὐτόκλητους «σωτῆρες», τοὺς ὁποίους μᾶς ἔχει προειδοποιήσει καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς νὰ ἀποφεύγωμε, καὶ οἱ ὁποῖοι, δυστυχῶς, περισσεύουν καὶ στὶς ἡμέρες μας καὶ καραδοκοῦν νὰ ξεγελάσουν καθ’ ἕνα ποὺ ἀναζητεῖ διακαῶς τὴν σωτηρία καὶ τὴν λύτρωση ἀπὸ τὰ πάθη του. Ἀνάγκη, λοιπόν, νὰ συνειδητοποιήσωμε ὅτι τὴν σωτηρία μπορεῖ νὰ μᾶς τὴν παράσχῃ μόνον Ἐκεῖνος ποὺ θυσιάστηκε ἑκουσίως γιὰ τὴν δική μας σωτηρία καὶ ὅτι μόνον Ἐκεῖνον μποροῦμε νὰ ἐμπιστευτοῦμε μὲ ἀσφάλεια.
Τὸ ἑπόμενο βῆμα εἶναι εὔκολο. Μεθοδεύομε ὅλες μας τὶς ἐνέργειες πρὸς συνάντηση τοῦ Σωτῆρος μας, ὅπως ἔκανε καὶ ὁ Ζακχαῖος, καὶ τίποτε πλέον δὲν μπορεῖ νὰ σταθῇ ἐμπόδιο στὸν δρόμο μας. Οὔτε τὰ σχόλια οὔτε ἡ κακία καὶ ὁ φθόνος τοῦ κόσμου ποὺ σπεύδουν νὰ μᾶς ἀποτρέψουν ἀπὸ τὴν σωτήρια αὐτὴν συνάντηση. Νὰ θυμηθοῦμε ὅτι καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Ζακχαίου «πάντες διεγόγγυζον λέγοντες ὅτι (ὁ Κύριος) παρὰ ἁμαρτωλῷ ἀνδρὶ εἰσῆλθε καταλῦσαι» (Λουκ. ιθ’ 7). Ἀσφαλῶς, ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς τοὺς πάντες ἦσαν καὶ πολλοὶ θεωρούμενοι «δίκαιοι» ποὺ σκανδαλίστηκαν γιὰ τὴν δίκαιη ἀπόφαση τοῦ Κυρίου νὰ συμφάγῃ μὲ ἕναν μετανοοῦντα ἁμαρτωλό!
Πῶς, ἀλήθεια, ἔδειξε ὁ Ζακχαῖος ὅτι εἶχε μετανοήσει; «Σταθεὶς πρὸς τὸν Κύριον εἶπε», εἰς ἐπήκοον ὅλων, ὅτι στὸ ἑξῆς θὰ δίδη τὸ ἥμισυ τῶν ὑπαρχόντων των στοὺς πτωχοὺς καὶ ὅποιον ἀδίκησε θὰ τοῦ τὸ ἀποδώσῃ στὸ τετραπλάσιο. Ὁ Ζακχαῖος, λοιπόν, δεσμεύθηκε δημοσίως, δήλωσε ἐμπράκτως τὴν μετάνοιά του, -καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ ἑπόμενο καθοριστικὸ βῆμα γιὰ τὴν σωτηρία. Αὐτὸς ὁ πρώην ἅρπαγας καὶ πλεονέκτης ἔγινε ἕνας ἐλεήμων καὶ φιλάδελφος. Ἡ ἕλξη του ἀπὸ τὸν Κύριο τὸν μεταποίησε ὁλοκληρωτικὰ καὶ μάλιστα ἔκανε τὸν πρώην ἁμαρτωλὸ κήρυκα τῆς χάριτός Του. Κατὰ τὴν παράδοση, ὁ Ζακχαῖος εἰσῆλθε στὸν κύκλο τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου, γινόμενος ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἑβδομήκοντα, καὶ ἡ Ἐκκλησία μας τιμάει τὴν μνήμη του στὶς 20 Ἀπριλίου!
Ἂς ἐπιζητήσωμε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς τὴν σωτηρία μας μὲ τὸν τρόπο τοῦ πρώην ἁμαρτωλοῦ καὶ εἰλικρινῶς μετανοοῦντος Ζακχαίου, ὥστε νὰ συναντηθοῦμε μὲ τὸν Κύριο καὶ νὰ κοινωνήσωμε μαζί Του, ἀκούοντας, μὲ τὴν σειρά μας, ἀπὸ τὸ στόμα Του ὅτι «σήμερον σωτηρίᾳ τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο» (Λουκ. ιθ’ 9). Ἀρκεῖ νὰ κάνωμε τὴν ψυχή μας δεκτικὸ δοχεῖο τῆς χάριτός Του καὶ Ἐκεῖνος θὰ σπεύσῃ ἀμέσως νὰ ἐξαγιάσῃ ὅλο μας τὸ εἶναι! Νὰ μὴν ἀρνηθοῦμε αὐτὴν τὴν μεγάλη εὐλογία ἀλλὰ νὰ δοξάζωμε τὸν Κύριο ποὺ μᾶς τὴν προσφέρῃ μὲ ἀγάπη! Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν!
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος – θεολόγος