Νὰ προσηλωθοῦμε στὸν στόχο μας
«Τὸν ἔνσαρκον λύχνον καὶ πρόδρομον τοῦ Σωτῆρος», «τὸν φίλον τοῦ Νυμφίου» τιμάει ἡ Ἐκκλησία μας τὴν 7η Ἰανουαρίου. Πράγματι, τὴν ἑπομένη κάθε μεγάλης ἑορτῆς τιμοῦμε τὸ ἤ τὰ πρόσωπα ποὺ ἔπαιξαν καὶ αὐτὰ κάποιο ῥόλο στὸ σωτηριῶδες γεγονός, διότι στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὅλα τὰ «γεγονότα» ἀποσκοποῦν στὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι, τὴν ἑπομένη τῆς Γεννήσεως τοῦ Σωτῆρος τιμᾶμε τὴν Παναγία, ὡς «ὄχημα τῆς σωτηρίας», ὅπως καὶ τὴν ἑπομένη τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου τιμᾶμε τὴν «Σύναξη τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ τῆς Ἄννης», ποὺ ἐμμέσως συνέβαλαν στὴν σωτηρία μας, κ.ο.κ.
Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, τὴν ἑπομένη τῶν Θεοφανείων τιμᾶμε τὸν Ἰωάννη «ὅτι κατηξιώθη καὶ ἐν ῥείθροις βαπτίσαι τὸν κηρυττόμενον». Ἐκτός, ὅμως, ἀπὸ Βαπτιστής ὁ Ἰωάννης εἶχε καὶ ἄλλες ἰδιότητες, ὅπως ψάλλομε στὸ Ἀπολυτίκιό του, ποὺ σχετίζονται καὶ αὐτὲς μὲ τὸ μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας. Ὑπῆρξε προφήτης καὶ μάλιστα «τῶν προφητῶν σεβασμιώτερος» ἤ, κατὰ τὴν ὁμολογία τοῦ ἰδίου τοῦ Κυρίου, ποὺ πλέκει τὸ ἐγκώμιό του, «περισσότερον προφήτου» καὶ «μείζων ἐν γεννητοῖς γυναικῶν» (Ματθ., ια’ 10-11). Ὑπῆρξε, ἐπίσης, κήρυκας μετανοίας ὄχι μόνον στοὺς ζῶντες ἀλλὰ «καὶ τοῖς ἐν Ἅδῃ», ὅπου «χαίρων εὐηγγελίσατο Θεὸν φανερωθέντα ἐν σαρκί».
Ἀφήσαμε τελευταία τὴν ἰδιότητά του ὡς «προδρόμου τοῦ Σωτῆρος», ὄχι γιατὶ εἶναι λιγότερο σημαντική, ἀντιθέτως μάλιστα. Ἐξ ἄλλου καὶ ἡ Ἐκκλησία μας μ’ αὐτὸ τὸ προσωνύμιο, τοῦ Προδρόμου, τὸν ἀναφέρει περισσότερο: Ἑορτάζομε «τὸ Γενέσιο τοῦ Προδρόμου» (24 Ἰουνίου), τὴν «Ἀποτομὴ τῆς κεφαλῆς τοῦ Προδρόμου» (29 Αὐγούστου), τὴν «Σύναξη Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ» (7 Ἰανουαρίου), γιὰ νὰ μὴν ἀναφέρωμε τὶς ἑορτὲς τῆς Εὑρέσεως τῆς Τιμίας Κεφαλῆς τοῦ Προδρόμου.
Ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης αὐτὴν τὴν ἰδιότητά του προβάλλει κυρίως. Στὸ Εὐαγγέλιο μάλιστα τῆς ἑορτῆς του (7 Ἰανουαρίου), καθὼς ὁ Ἰωάννης παρουσιάζει στοὺς μαθητές του τὸν Ἰησοῦ, λέγει: «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, (…), οὗτος ἐστὶ περὶ οὗ ἐγὼ εἶπον﮲ ὀπίσω μου γέγονεν ἀνήρ, ὅς ἔμπροσθέν μου γέγονεν, ὅτι πρῶτος μου ἦν» (Ἰωάν., α’ 29-30). Σημειωτέον ὅτι στὴν πρώτη αὐτὴν σύσταση, ὁ Ἰωάννης, ἀντὶ ἄλλου ὀνόματος, παρουσιάζει τὸν Χριστὸ μὲ τὴν θυσιαστικὴ σωτήρια ἰδιότητά του: «ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», ὅ.π.
Ἐξ ἄλλου, ὅταν οἰ Ἰουδαῖοι στέλνουν ἀπεσταλμένους καὶ τὸν ῥωτοῦν ποιός εἶναι τέλος πάντων, «ὡμολόγησε καὶ οὐκ ἠρνήσατο ὅτι οὐκ εἰμὶ ἐγὼ ὁ Χριστός (…).Καὶ ὅταν τὸν ξαναρωτοῦν: «τί λέγεις περὶ σεαυτοῦ; ἔφη﮲ ἐγὼ φωνῆ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, εὐθύνατε τὴν ὁδὸν Κυρίου (=κάνετε ἴσιο τὸν δρόμο τοῦ Κυρίου), καθὼς εἶπεν Ἡσαΐας ὁ προφήτης.» (Ἰωάν., α’ 19-23). Ὁ Ἰωάννης, σύμφωνα μὲ τὶς μαρτυρίες ὅλων τῶν Εὐαγγελιστῶν, πάντοτε διευκρινίζει ὅτι ὁ ὀπίσω του ἐρχόμενος ἔμπροσθέν του γέγονεν καὶ ἰσχυρότερός του ἐστί ( Μάρκ., α’ 7-8, Ματθ., γ’ 11, Λουκ., γ’ 16, Ἰωάν., α’ 15, 27, 30-31, γ’ 29).
Ὅπως, μάλιστα, σημειώνει χαρακτηριστικὰ ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, «οὗτος (ἐνν. ὁ Πρόδρομος) ἦλθεν ὡς ἀπεσταλμένος παρὰ Θεοῦ, ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός (…) οὐκ ἦν ἐκεῖνος τὸ φῶς» (Ἰωάν., α’ 6-8). Τὴν πεποίθηση αὐτήν, ὅτι εἶναι ὁ πρόδρομος τοῦ φωτός καὶ ὄχι ὁ ἴδιος τὸ φῶς, τὴν εἶχε ἀσφαλῶς καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης, «ὡς ἀπεσταλμένος παρὰ Θεοῦ» (Ἰωάν., γ’ 29) καὶ «πληρωμένος» μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα (Λουκ., β’ 40). Ἔχοντας, λοιπόν, ἀπόλυτη συναίσθηση τοῦ ῥόλου του, ὁμολογοῦσε μὲ ταπείνωση ὅτι δὲν εἶναι ἄξιος οὔτε τὰ ὑποδήματα τοῦ Χριστοῦ νὰ βαστάσῃ οὔτε καὶ τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων Του νὰ λύσῃ (Ματθ., γ’ 11, Ἰωάν., α’ 27).
Βεβαίως, ὁ Ἰωάννης, λόγῳ τοῦ ἀσκητικοῦ του βίου, ἦταν ἀγαπητὸς στοὺς Ἰσραηλίτες καὶ θὰ μποροῦσε ἴσως νὰ ἐκμεταλλευτῆ αὐτήν του τὴν ἐπιρροὴ πρὸς αὔξηση τῆς δόξας του: «Ἐξεπορεύοντο πρὸς αὐτὸν Ἱεροσόλυμα καὶ πᾶσα ἡ Ἰουδαία καὶ πᾶσα ἡ περίχωρος τοῦ Ἰορδάνου, καὶ ἐβαπτίζοντο ἐν τῷ Ἰορδάνῃ ὑπὸ αὐτοῦ ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν.» (Ματθ., γ’ 6). Ἀκόμη και οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ Σαδδουκαῖοι ἔρχονταν «ἐπὶ τὸ βάπτισμα αὐτοῦ» (ὅ.π.) καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἡρώδης κατὰ βάθος ἀνεγνώριζε τὴν δικαιοσύνη καὶ τὴν ἁγιότητα τοῦ Ἰωάννου, τὸν ἄκουγε μὲ εὐχαρίστηση καὶ «πολλὰ ἐποίει» (Μάρκ., στ’ 20). Στὴν πραγματικότητα, ὅμως, οὔτε οἱ θρησκευτικοὶ οὔτε οἱ πολιτικοὶ ἄρχοντες εἶχαν διάθεση γιὰ ἀληθινὴ μετάνοια, ὅπως κήρυττε ὁ Ἰωάννης.
Ὁ Ἰωάννης, ἀπὸ τὴν ἄλλη, δὲν ἐνδιαφερόταν νὰ ἀρέσῃ στὴν ἐξουσία, γι’ αὐτὸ ἐπέκρινε σκληρὰ καὶ τοὺς μέν, γιὰ τὴν ὑποκρισία των («γεννήματα ἐχιδνῶν …», Ματθ., γ’ 7-10), καὶ τὸν Ἡρώδη, γιὰ τὴν ἀνηθικότητά του, γεγονὸς ποὺ τοῦ στοίχισε τελικὰ τὴν ζωή του. Τὸ κήρυγμα, δηλαδή, τοῦ Ἰωάννου δὲν ἦταν αὐστηρῶς θρησκευτικό, ἦταν ἕνα εὐρύτερο κήρυγμα μετανοίας, ποὺ ἀποσκοποῦσε στὴν ἀλλαγὴ ὁλοκλήρου τοῦ ἀνθρωπίνου βίου, πνευματικοῦ, ἠθικοῦ καὶ κοινωνικοῦ. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ὁ Ἰωάννης συγκρούστηκε μὲ ὅλο τὸ κατεστημένο, θρησκευτικὸ καὶ πολιτικό, ποὺ εἶχε βαθιὰ διαβρωθῆ καὶ δὲν ἐπιθυμοῦσε τὴν θεραπεία του.
Οὔτε, ὅμως, στὸν λαὸ ἐνδιαφερόταν νὰ αὐξήσῃ τὴν ἐπιρροή του ὁ Ἰωάννης, διότι ἦταν ἀπολύτως προσηλωμένος στὴν ἀποστολή του καὶ δὲν ἔτρεφε καμμία προσωπικὴ ἢ ἄλλη φιλοδοξία. Ἔτσι, ὅταν οἱ μαθητές του τοῦ λένε ὅτι «οὗτος (ὁ Χριστός) βαπτίζει καὶ πάντες ἔρχονται πρὸς αὐτόν» (Ἰωάν., γ’ 26), δὲν ταράσσεται, οὔτε ἐκφράζεται μὲ φθόνο, ἀλλὰ τοὺς ὑπενθυμίζει ὅτι τοὺς εἶχε ξαναπεῖ ὅτι δὲν εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἀλλὰ «ὁ ἀπεσταλμένος ἔμπροσθεν ἐκείνου.» (ὅ.π. 29). Συμπληρώνει, μάλιστα, ὅτι ἡ χαρὰ ἠ δική του ἔχει πλέον «πληρωθῆ», διότι «ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμὲ δὲ ἐλαττοῦσθαι.» (ὅ.π. 30).
Ἡ ἀπάντηση, βεβαίως, αὐτὴ τοῦ Ἰωάννη δὲν φανερώνει ἁπλῶς τὴν εἰλικρίνεια καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη του ἀλλὰ δηλώνει γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ὅτι εἶχε πλήρη συναίσθηση τῆς προδρομικῆς του ἀποστολῆς. Εἶχε συνειδητοποιήσει ἀπολύτως ὅτι εἶναι ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι ὁ Θεός, ἡ φωνὴ καὶ ὄχι ὁ Λόγος, ὁ λύχνος καὶ ὄχι τὸ Φῶς, ὁ πρόδρομος καὶ ὄχι «ἡ ὁδός», ὁ ἑωσφόρος καὶ ὄχι ὁ Ἥλιος, ὁ δοῦλος (ὁ πιστός, ὁ διάκονος τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ) καὶ ὄχι ὁ Δεσπότης.
Γι’ αὐτό, ὅταν ὁ Κύριος ἦρθε «πρὸς τὸν Ἰωάννην βαπτισθῆναι, ἵνα πληρώσῃ πᾶσαν δικαιοσύνην» (Ματθ., γ’ 15), ἡ ὁποία γιὰ τὸν Θεὸ εἶναι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Ἰωάννης, παρὰ τὴν ἀρχική του ἀντίρρηση, ὑποχώρησε τελικὰ στὸ αἴτημα τοῦ Κυρίου, καὶ ὁ Θεὸς Πατὴρ «τοῦ ἔκανε τὴν χάρη» –καὶ τὸ ὄνομα ἀκόμη τοῦ Ἰωάννη σημαίνει «χαριτωμένος»-, τοῦ ἔκανε, λοιπόν, τὴν χάρη νὰ τοῦ φανερώσῃ διὰ τῆς φωνῆς Του ἐξ οὐρανοῦ καὶ διὰ τῆς ἐπικαθήσεως τῆς περιστερᾶς ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τοῦ Κυρίου ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός Του ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησε (ὅ. π. 17).
Ἡ ἀποκάλυψη αὐτὴ τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στὸν Ἰωάννη ἦταν ἡ μεγαλύτερη τιμὴ γιὰ τὸν ἴδιο, ἀκόμη μεγαλύτερη καὶ ἀπὸ τὸ ἐγκώμιο ποὺ τοῦ πλέκει ὁ Κύριος (Ματθ., ια’ 7-15), καὶ ἀποτελεῖ, συγχρόνως, ἐπιβράβευση τῆς ἴδιας τῆς ἀποστολῆς του. Τὸ ἐν ὕδατι βάπτισμα μετανοίας τοῦ Ἰωάννου εἶναι ἡ ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὸ ἐν Πνεύματι βάπτισμα τοῦ Κυρίου, ὅπως σημειώνεται καὶ στὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας (Πράξ. ιθ’ 1-8).
Τί σημαίνει, ὅμως, αὐτό; Ὁ Ἰωάννης μᾶς ἔδειξε μὲ τὸ κήρυγμά του «Μετανοεῖτε. ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ., γ’ 2), ποὺ στὴν συνέχεια ἔγινε καὶ κήρυγμα τοῦ Κυρίου (Ματθ., δ’ 17), ὅτι χωρὶς τὴν ἀπόφαση γιὰ μετάνοια καὶ «ξέπλυμα» τῶν ἁμαρτιῶν μας, χωρὶς ἀληθινὴ συντριβὴ καὶ ἐξομολόγηση («τὸ ἐν ὕδατι βάπτισμα»), ἀληθινὴ πνευματικὴ ἀναγέννηση («τὸ ἐν Πνεύματι βάπτισμα») καὶ καθολική, ὁλοκληρωτική, μετάνοια δὲν ὑφίσταται.
Ἐὰν θέλωμε, λοιπόν, καὶ ἐμεῖς νὰ τοῦ ὁμοιάσωμε, χρειάζεται κατ’ ἀρχὰς νὰ δεχθοῦμε, ὅπως ἐκεῖνος, ὅτι ὑπάρχει ἡ «ὁδός, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή», γιὰ τὴν ὁποία ἀξίζει νὰ ἀγωνιζώμαστε. Στὴν συνέχεια, ὅπως ἔκανε καὶ πάλι ὁ Πρόδρομος καὶ ὅσοι ἀγάπησαν τὸν Κύριο πάνω ἀπὸ τὸν ἑαυτό των, χρειάζεται νὰ προσαρμόσωμε τὴν ζωή μας σ’ αὐτὴν «τὴν ἀλήθεια», ὥστε, «ἀρνούμενοι τὴν ἀσέβεια καὶ τὶς κοσμικὲς ἐπιθυμίες», νὰ ζήσωμε «σωφρόνως, δικαίως καὶ εὐσεβῶς ἐν τῷ νῦν αἰῶνι» (Τίτ., β’ 11-12). Ἀφοῦ εὐθύνωμε τὴν ζωή μας «πρὸς τὰς ὁδοὺς τοῦ Κυρίου», χρειάζεται νὰ κάνωμε καὶ τὸ ἑπόμενο βῆμα, νὰ προσηλωθοῦμε στὸν στόχο μας, νὰ ἐργαστοῦμε δηλαδή, ὅπως ὁ Ἰωάννης, καὶ μάλιστα νὰ συνεργαστοῦμε, ὅταν αὐτὸ εἶναι ἐφικτό, γιὰ τὸ κοινὸ καλὸ καὶ τὴν κοινὴ σωτηρία.
Ἄς εὐχηθοῦμε, ἀδελφοί μου, «ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡ σωτήριος» ποὺ φανερώθηκε καὶ πάλι ἐφέτος τὰ Θεοφάνεια σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους νὰ μᾶς φωτίσῃ νὰ ξεκαθαρίσωμε ἐπὶ τέλους τὴν θέση μας ἔναντι τοῦ κόσμου τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ προσηλωθοῦμε ἐφ’ ἑξῆς στὸν στόχο μας, ἐργαζόμενοι μὲ σοβαρότητα καὶ εὐθύνη, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν ζῆλο καὶ τὴν προθυμία τοῦ Προδρόμου, γιὰ τὴν καθολική μας ἀναγέννηση, πνευματική, ἠθικὴ καὶ κοινωνική, πρὸς δόξα Κυρίου καὶ πρὸς σωτηρία τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Ἂς προσπαθήσωμε ἐμεῖς καὶ ὁ Θεὸς θὰ βοηθήσῃ, ὅπως πάντοτε!
Καλὴ χρονιὰ καὶ καλὴ ἁγιοπνευματική μας φώτιση!
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος – θεολόγος