«Ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός»
Ἡ προπαρασκευαστικὴ περίοδος τοῦ Τριῳδίου ὁλοκληρώνεται τὴν Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς. Ἔχοντας λοιπὸν ἀσκηθῆ πρῶτα στὶς βασικές ἀρετές τῆς ταπεινώσεως (Κυριακή Τελώνου & Φαρισαίου), τῆς μετανοίας (Κυριακή τοῦ Ἀσώτου), τῆς φιλαδελφείας (Κυριακή τῆς Κρίσεως/τῶν Ἀπόκρεω), τῆς διακρίσεως & συγχωρήσεως (Κυριακή τῆς Τυρινῆς), εἰσερχόμαστε καὶ στὸ κυρίως στάδιο τῶν ἀρετῶν, ὅπου θὰ ἐντείνωμε τὸν ἀγῶνα μας καὶ θὰ αὐξήσωμε τὴν ἄσκησή μας, ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήσῃ στὴν κορύφωση, δηλαδὴ στὸν Σταυρὸ καὶ στὴν Ἀνάσταση, ποὺ μποροῦν, σὺν Θεῷ, νὰ γίνουν καὶ δικός μας Σταυρὸς καὶ προσωπική μας Ἀνάσταση.
Ἐφ’ ὅσον λοιπὸν ἡ Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς εἶναι τὸ πρόπυλο τῆς εἰσόδου μας στὴν κυρίως περίοδο τοῦ Τριῳδίου, στὴν ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, χρειάζεται καὶ τὰ ἀναγνώσματα καὶ ἡ ὑμνογραφία τῆς ἡμέρας νὰ ἐναρμονίζωνται μὲ τὸ περιεχόμενο καὶ τὰ μηνύματα τῆς ἡμέρας. Ἀπὸ τὴν μιὰ στὸν Ἀπόστολο καὶ στὸ Εὐαγγέλιο γίνεται λόγος γιὰ τὴν διάκριση, τὴν συγχώρηση καὶ τὴν νηστεία, ἀπὸ τὴν ἄλλη στὸ Συναξάρι καὶ στὴν ὑμνογραφία «ἀνάμνησιν ποιούμεθα τῆς ἀπὸ τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐξορίας τοῦ πρωτοπλάστου Ἀδάμ».
Τὸ θλιβερὸ αὐτὸ γεγονὸς τῆς πτώσεως τὸ ἐνέταξαν οἱ σοφοὶ Πατέρες πρὸ τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς θυμίζοντάς μας, διὰ τῆς παρακοῆς τοῦ Ἀδάμ στὸ «θεῖον πρόσταγμα», «ὅσον τὸ τῆς νηστείας φάρμακον ὠφέλιμον καὶ ὅσον πάλιν τὸ τῆς ἀδηφαγίας καὶ τῆς ἀνηκοΐας αἰσχρόν». Ἔτσι, τοποθετῶντας τὸν πρωτόπλαστο Ἀδὰμ πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν μας μᾶς διδάσκουν καὶ πάλι οἱ Ἅγιοι Πατέρες «ὅσον κακὸν πέπονθεν ἐκ τοῦ μὴ πρὸς ὀλίγον νηστεῦσαι».
Εἶναι γνωστὴ καὶ ἔχει καὶ ἄλλοτε τονιστῆ ἡ παιδευτικὴ ἀξία τῶν ἑορτῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, πολὺ δὲ περισσότερο τῶν ἑορτῶν τοῦ κατ’ ἐξοχὴν πνευματικοῦ καὶ κατανυκτικοῦ Τριῳδίου. Ἔτσι, κατὰ τὴν πρώτη Κυριακή, ἀντιπαρατίθεται ἡ ὑψοποιός ταπείνωση τοῦ Τελώνου στὴν ὑψηγορία τοῦ Φαρισαίου, κατὰ τὴν δεύτερη Κυριακὴ ἀντιπαραβάλλονται ἡ μετάνοια τοῦ Ἀσώτου καὶ ἡ φιλευσπλαγχία τοῦ πατρός στὴν σκληροκαρδία τοῦ μεγάλου ἀδελφοῦ, ἐνῶ τὴν τρίτη Κυριακὴ τοποθετεῖται ἐνώπιόν μας τὸ φοβερὸν «κριτήριον», ὄχι πρὸς ἀπελπισία καὶ ἀπόγνωση ἀλλὰ πρὸς ἀφύπνιση καὶ ἔγκαιρη ἐνεργοποίησή μας σὲ ἔργα εὐποιΐας καὶ φιλαδελφείας.
Ὁμοίως καὶ τὴν Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς καλούμαστε νὰ ὑποδεχθοῦμε «περιχαρῶς» τὴν νηστεία, ὥστε «οὗ ἠστόχησεν ὁ Ἀδάμ, τῆς θεώσεως, δηλαδή, ἡμεῖς δι’ αὐτῆς (τῆς θεώσεως) ἐπιτύχωμεν, ὀδυρόμενοι καὶ νηστεύοντες καὶ ταπεινούμενοι» (βλ. Τριώδιον, ἔκδ. Ἀπ. Διακονίας, σελ. 68-9).
Ἔχασε λοιπόν τὸν στόχο του ὁ Ἀδάμ καὶ ἐνῶ ὁ πλάστης του τὸν τίμησε δίνοντάς του «πνοήν ζῶσαν» καὶ καθιστώντας τον «ἄρχοντα ὁρατῶν ἁπάντων, ὁ Σατάν ὁ δόλιος ἐν βρώσει ἐδελέασε καὶ Θεοῦ τῆς δόξης ἐχώρισε». Ἔτσι ἐξεβλήθη ὁ Ἀδὰμ τοῦ Παραδείσου καὶ «καθεζόμενος ἀπέναντι τούτου» ὠδυρόταν καὶ ἔλεγεν: «Οἴμοι ὁ τάλας μίαν ἐντολὴν παρέβην (τῆς βρώσεως) καὶ τῶν ἀγαθῶν παντοίων ἐστέρημαι». Εἶναι πράγματι συγκλονιστικὴ ἡ ὁμολογία τοῦ Ἀδὰμ ὅτι μὲ τὴν παρακοή του στερήθηκε «παντοίων ἀγαθῶν», δὲν στερήθηκε δηλαδὴ ἁπλῶς τὰ ὑλικὰ ἀλλὰ κυρίως τὰ πνευματικὰ ἀγαθά, «τὴν θεοΰφαντον στολήν» καὶ ἐν τέλει τὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ τῆς ἀγάπης. Γι’ αὐτὸ περισσότερο θρηνολογεῖ: «Ὦ Παράδεισε, οὐκέτι σου τῆς τρυφῆς ἀπολαύσω, οὐκέτι ὄψομαι τὸν Κύριον καὶ Θεόν μου καὶ πλάστην».
Πόσο τραγικὴ ἀκούγεται ἀλήθεια ἡ παραδοχὴ αὐτὴ τοῦ Ἀδάμ, ὅταν μάλιστα σκεφτοῦμε ὅτι ἡ δική του παρακοὴ συμπαρέσυρε ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος, τὸν «Ἀδὰμ παγγενῆ». Ὁ Θεὸς ὅμως τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ ἐλέους δὲν τιμωρεῖ ἀλλὰ σπλαγχνίζεται τὸ πλάσμα του ποὺ ἐξαπατήθηκε καὶ ἐξέπεσε, εἰσακούει τὶς γοερὲς ἱκεσίες του νὰ ἀνοίξουν καὶ πάλι οἱ πύλες τοῦ Παραδείσου καὶ νὰ ἀξιωθῆ «τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς μεταλαβεῖν καὶ τῆς (προτέρας) χαρᾶς». Στέλνει μάλιστα τὸν Υἱό Του τὸν ἀγαπητό, τὸν δεύτερο Ἀδάμ, τὸν Σωτῆρα Χριστό, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν ἐνανθρώπισή Του καὶ τὸ σωτηριῶδες ἔργο Του παραγράφει τὸ παράπτωμα τοῦ πρώτου Ἀδάμ καὶ χαρίζει διὰ τῆς σταυρικῆς Του θυσίας τὴν Ἀνάσταση σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Τὸ ἴδιο αἰσιόδοξο καὶ χαρμόσυνο μήνυμα μεταφέρει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «ὅπως διὰ τοῦ παραπτώματος τοῦ ἑνὸς Ἀδὰμ οἱ πολλοὶ ἀπέθανον, οὕτω καὶ διὰ τῆς ὑπακοῆς τοῦ ἑνός, τοῦ Χριστοῦ, οἱ πολλοὶ χάριτι σωθήσονται» (Ρωμ., Ε’ 17-20).
Ἐπειδὴ ὅμως ὁ καλὸς παιδαγωγός μας Χριστὸς ἀφ’ ἑνὸς μὲν σέβεται τὴν ἐλευθερία μας, ἀφ’ ἑτέρου δὲ θέλει νὰ μᾶς καταστήσῃ μετόχους τῆς χαρᾶς τῆς σωτηρίας, προβάλλει μπροστά μας τὸ στάδιο τοῦ ἀγῶνος, ὥστε διὰ τῆς προσωπικῆς μας ἐναθλήσεως καὶ μὲ τὴν ὑπακοή μας στὶς «εὐαγγελικὲς παραδόσεις» νὰ κερδίσωμε καὶ πάλι τὸν Παράδεισο, τὴν κοινωνία δηλαδὴ μὲ τὸν Θεὸ καὶ μὲ τοὺς ἐν Χριστῶ ἀδελφούς μας. Μᾶς διαβεβαιώνει μάλιστα ὅτι οὐ μὴ ἐκβάλλει ἔξω τὸν ἐρχόμενον πρός αύτόν, ἐφ’ ὅσον βεβαίως προσπαθῆ μὲ εἰλικρινῆ διάθεση μετανοίας.
Ἀκριβῶς λοιπὸν ἐπειδὴ ἔχομε ἕναν τέτοιο Θεό ἀγάπης ποὺ «θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν», ἀξίζει νὰ προσπαθήσωμε καὶ ἐμεῖς νὰ ἀποβάλωμε τὰ ἔργα τοῦ σκότους, νὰ ἐκριζώσουμε δηλαδὴ κάθε κακία καὶ πονηρία ποὺ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀδελφούς μας, καὶ νὰ ἐνδυθοῦμε τὰ ἔργα τοῦ φωτός, νὰ ὁπλιστοῦμε δηλαδὴ πνευματικὰ ἐνάντια σὲ κάθε μορφὴ κακοῦ.
Ἑπομένως τώρα ποὺ ἀνοίγεται «τὸ στάδιον τῶν ἀρετῶν» ἄς ξεκινήσωμε τὸν πνευματικό μας ἀγῶνα ὄχι βαρυγκομῶντας ἀλλὰ εὐφραινόμενοι, ἐλευθερώνοντας τὴν ψυχή μας ἀπὸ κάθε ἀγκάθι καὶ πειρασμό καὶ καθαρίζοντας τὸ σῶμα μας μὲ τὴν νηστεία ὄχι μόνον τῶν βρωμάτων ἀλλὰ καὶ τῶν ἁμαρτημάτων. Ἔτσι λοιπόν, ἐντρυφῶντας στὶς ἀρετὲς τοῦ πνεύματος, στὴν διάκριση, τὴν συγχώρηση-ἡ Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς ὀνομάζεται καὶ Κυριακὴ τῆς συγγνώμης, λόγῳ τοῦ ὅτι στὸν Ἑσπερινὸ ἀλληλοσυγχωρούμαστε,- τὴν ταπείνωση, τὴν συγκατάβαση, τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἐπιμονὴ καὶ πάνω ἀπὸ ὅλα τὴν ἀγάπη, θὰ κατορθώσωμε νὰ διαπλεύσωμε ἐπιτυχῶς «τὸ τῆς νηστείας μέγα πέλαγος» καὶ νὰ καταφθάσωμε «ἐναγαλλιώμενοι» καὶ στὸ Ἅγιον Πάσχα.
«Ἰδοὺ καιρός εὐπρόσδεκτος, ἰδού καιρός μετανοίας». Ἄς δράξωμε καὶ πάλι, αὐτὴν τὴν εὐλογημένη περίοδο τῆς Σαρακοστῆς, τὴν μοναδικὴ εὐκαιρία ποὺ θὰ μᾶς χαρίσῃ τὸν αἰώνιο στέφανο καὶ θὰ μᾶς ὁδηγήση στὴν οὐράνια βασιλεία.
Καλό πνευματικό ἀγῶνα καὶ καλή Ἀνάσταση!
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος