Ὁ ἀγωνιστὴς τῆς εἰρήνης
«Εἰρήνη φίλη, τὸ γλυκὺ καὶ πρᾶγμα καὶ ὄνομα.»
Γρηγόριος ὁ Θεολόγος
Ἔτσι ἀποκαλεῖ σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς λόγους του ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τὴν εἰρήνη: φίλη, δηλαδὴ ἀγαπημένη. Καὶ συνεχίζει: «Εἰρήνη φίλη, τὸ ἐμὸν μελέτημα καὶ καλλώπισμα.» Ἀποκαλεῖ ἑπομένως τὴν εἰρήνη ὄχι μόνον ἀγαπημένη ἀλλὰ καὶ στολίδι καὶ φροντίδα.
Πράγματι, ὁ Γρηγόριος δὲν ὑπῆρξε μόνον μέγας Θεολόγος ἀλλὰ καὶ θερμὸς ἀγωνιστὴς τῆς εἰρήνης. Ἰδιαίτερα εὐαίσθητη φύση ὀ ἴδιος πληγωνόταν ἀπὸ τὶς ἔριδες ποὺ συντάρασσαν τότε τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, εἴτε αὐτὲς προέρχονταν ἀπὸ αἱρετικοὺς εἴτε προέρχονταν ἀπὸ ὁμονοοῦντες! Συνέταξε ἔτσι τρεῖς ἐξαίρετους «Εἰρηνικούς λόγους», ποὺ συνιστοῦν ἕνα ἀληθινὸ διαμάντι τόσο γιὰ τὴν ὑπέροχη γλῶσσα ὅσο καὶ γιὰ τὸ βαθύ τους περιεχόμενο. Αὐτὸς ὁ κατ’ ἐξοχὴν ἤπιος καὶ φιλερήμων Πατέρας ἀγωνίστηκε μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς διαταραγμένης ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος καὶ εἰρήνης, θυσιάζοντας τὴν προσωπική του ἡρεμία. Ἐφάρμοσε ἔτσι αὐτὸς πρῶτος τὸν δικό του λόγο: «Πρᾶξις θεωρίας ἐπίβασις», ποὺ σημαίνει ὅτι ἀπὸ τὴν πράξη προχωρᾶμε στὴν θεωρία (<Θεός + ὁρῶ)!
Ἐφ’ ὅσον λοιπὸν ὁ Θεός μας εἶναι «Θεὸς τῆς εἰρήνης», ἐμεῖς τὰ παιδιά Του, ποὺ εἴμαστε πλασμένα κατ’ εἰκόνα Του, ὀφείλομε να εἴμαστε τέκνα φωτὸς καὶ εἰρήνης, γιὰ νὰ ὁμοιάσωμε στὸν Πατέρα μας καὶ νὰ πετύχωμε τὸ καθ’ ὁμοίωση. Καὶ ὅπως θά ‘λεγε καὶ ὁ Ἀριστοτέλης: γινόμαστε ἀγαθοὶ μέσα ἀπὸ ἀγαθὲς ἐνέργειες. Ἄρα, εἰρηνικοὶ γινόμαστε πράττοντες εἰρηνικὰ ἔργα. Ἔτσι, γινόμενοι εἰρηνοποιοί, προσεγγίζουμε Αὐτὸν ποὺ εἶναι ἡ «εἰρήνη ἡμῶν», τὸν Θεό.
Ἐπειδὴ ὅμως ὁ μισόκαλος καὶ ἐχθρὸς τῆς εἰρήνης διάβολος φθόνησε τοὺς «φύσει» εἰρηνικοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς ὁδήγησε ἔξω ἀπὸ τὸν Παράδεισο τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ἀγάπης μὲ τὸν Θεό, ἡ ἔκπτωσή τους ἔφερε ὅλα τὰ δεινά, ἔριδες, μίση, ἀλληλοσκοτωμούς, φυσικὲς καταστροφές, ἀσθένειες, θλίψεις, καὶ ἐν τέλει τὸν θάνατο.
Ἰδού πῶς παρουσιάζει ὁ Γρηγόριος τὶς ὀδυνηρὲς συνέπειες τῆς ἐξόδου τῆς εἰρήνης ἀπὸ τὴν ζωή τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὶς ἐπιπτώσεις της γιὰ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα: «πατρίδες ἀνιστάμεναι καὶ μυριάδες πίπτουσαι, καὶ κάμνουσα γῆ τοῖς αἵμασι καὶ τοῖς πτώμασι». Καὶ ἡ αἰτία δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν «ἡμετέραν κακίαν καὶ τὴν ἐπικρατοῦσαν κατὰ τῆςΤριάδος ἀσέβειαν». Πάνω ὅμως καὶ πέραν ὅλων αὐτῶν τῶν δεινῶν «τοσοῦτον οὐδὲν, ὅσον εἰρήνη δεδιωγμένη, καὶ ἡ τῆς ἐκκλησίας εὐπρέπεια περιῃρημένη (ἁρπαγμένη/ἀφαιρεμένη) καὶ ἡ τάξις ἀνεστραμμένη». Πόσο ἀλήθεια ὁμοιάζουν οἱ καταστάσεις αὐτὲς ποὺ περιγράφει ὁ Γρηγόριος στὴν ἐποχή του μὲ τὴν σημερινὴ πραγματικότητα, ποὺ καὶ πάλι ἠ εἰρήνη ἔχει χαθῆ τόσο στὸν ἔξω κόσμο ὅσο καὶ στὴν Ἐκκλησία!
Καὶ συνεχίζει ὁ Γρηγόριος μὲ μιὰ θλιβερὴ διαπίστωση: «ἡνίκα ἐπολεμούμεθα, τοῖς διωγμοῖς ῥωσθέντες καὶ συναχθέντες, ἡνίκα συνήχθημεν, διελύθημεν»: ὅταν πολεμούμασταν ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς τῆς πίστεως ἤμασταν συνηγμένοι καὶ ὑγιεῖς, τώρα ποὺ συναχθήκαμε διαλυθήκαμε! Ἑπομένως, «ῥᾶον εἶναι δυσπραγίαν ἐνεγκεῖν, ἤ εὐπραγίαν διασώσασθαι»: εἶναι εὐκολώτερο νὰ ὑπομένει κανεὶς τὴν δυστυχία, παρὰ νὰ διασώσῃ τὴν εὐτυχία!
Καὶ προβληματίζεται πάλι, ὅταν συνειδητοποιεῖ ὅτι οἱ ἐχθροὶ πρὸς χάριν τοῦ κακοῦ εἰρηνεύουν, «ἡμᾶς δὲ ἀσυνθέτους καὶ ἀσυνδέτους, καὶ μήποτε δύνασθαι εἰς ταὐτὸν ἐλθεῖν (=ἐνῶ ἐμεῖς δὲν μποροῦμε νὰ συνεργαστοῦμε, νὰ συνδεθοῦμε καὶ νὰ ἔλθουμε σὲ ἑνότητα), μηδὲ τινα λόγον φανῆναι τῆς νόσου ταύτης θεραπευτήν» (φαίνεται νὰ μὴν ὑπάρχῃ κάποιος λόγος γιὰ νὰ θεραπεύσῃ αὐτὴν τὴν νόσον).
Ὡς νόσος παρουσιάζεται,λοιπόν, ἀπὸ τὸν Γρηγόριο ἡ διχόνοια μέσα στὸ ἴδιο τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ «πολλὰ τὰ τῆς διαστάσεως ὑπεκκαύματα, μικρά δὲ ἤ μηδόλως τῆς ὁμονοίας φροντίζειν». Χειρότερη πάντως καὶ ἀπὸ τὰ ἐναύσματα («ὑπεκκαύματα») ποὺ τροφοδοτοῦν τὶς διαστάσεις, ὥστε νὰ γίνωνται μεγαλύτερες, εἶναι ἡ παντελὴς ἔλλειψη φροντίδος γιὰ τὴν ὁμόνοια!
«Καὶ τὸ αἴτιον τί;» ἀναρωτιέται καὶ πάλι ὁ Γρηγόριος. «Φιλαρχία, φιλοχρηματία, φθόνος, μῖσος, ὑπεροψία ἤ τι τῶν ὅσα μηδὲ τοὺς ἀθέους ὁρῶμεν πάσχοντας». Σαφὴς ἡ νύξη τοῦ Γρηγορίου ὅτι οἱ ὁμόδοξοι πάσχουν ἀπὸ τὰ ἴδια καὶ χειρότερα πάθη, ὅπως καὶ οἱ ἀλλόδοξοι ἤ οἱ ἄθεοι!
Γιατί, ὅμως, «οἱ τῆς ἀγάπης (ἄνθρωποι) οὕτω μισοῦμέν τε καὶ μισούμεθα; Καὶ οἱ τῆς εἰρήνης πολεμοῦμεν ἀκήρυκτά τε καὶ ἀκατάλλακτα; Καὶ οἱ τοῦ ἀκρογωνιαίου διϊστάμεθα; Καὶ οἱ τῆς πέτρας σειόμεθα; Καὶ οἱ τοῦ φωτὸς ἐσκοτίσμεθα; Καὶ οἱ τοῦ λόγου τοσαύτης ἐσμὲν σιγῆς, ἤ ἀλογίας, ἤ παραπληξίας, ἤ οὐκ οἶδα ὅ τι καὶ ὀνομάσω μεστοί;» διαπιστώνει καὶ πάλι μὲ θλίψη καὶ συντριβὴ ὁ Γρηγόριος.
Εἶναι, μάλιστα, τόσο μεγάλος ὁ οἶστρος γιὰ τὸ κακό («φιλοτιμία τοῦ κακοῦ») καὶ τόσο ἄγρια ἡ χαρὰ τῆς καταστροφῆς («ἡδόμεθα δαπανώμενοι»), ὥστε οὔτε λόγος, οὔτε σύμμαχος, οὔτε φίλος, οὔτε ἰατρὸς, οὔτε παραστάτης ἄγγελος, οὔτε ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς ἀποτρέψῃ, τὴν φιλανθρωπία τοῦ ὁποίου ἀπέκλεισαν.
Ἐπειδή, ὅμως, δὲν μπορεῖ νὰ βλασφημεῖται δι’ ἡμᾶς, τοὺς πιστούς, ὁ λόγος τοῦ Κυρίου, ὁ ταπεινὸς Γρηγόριος σπεύδει νὰ γίνῃ «ἐγγυητὴς τῆς εἰρήνης» καὶ καλεῖ πάντας σὲ ἀνάνηψη καὶ μάλιστα σύντομα, πολὺ δὲ περισσότερο, ἀφοῦ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας εἶναι εἰρηνοποιὸς καὶ μακαρίζει τοὺς εἰρηνοποιούς (Ματθ., Ε’ 9) καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μὲ τὴν σειρά του ἐφιστᾶ τὴν προσοχὴ στὴν τήρηση τῆς ἑνότητος τοῦ πνεύματος ἐν τῶ συνδέσμω τῆς εἰρήνης (Ἐφεσ.,Δ’, 3).
Χρειάζεται, λοιπόν, νὰ παύσωμε τὴν «ἄγαν φιλονεικίαν» καὶ νὰ «αἰδεσθῶμεν (σεβαστοῦμε) τὸ δῶρον τοῦ εἰρηνικοῦ (θεοῦ), τὴν εἰρήνην,», τὴν ὁποία μᾶς ἄφησε ὁ Κύριος, ὅταν ἔφυγε ἀπὸ τὴν γῆ («εἰρήνην τὴν ἐμὴν ἀφίημι ὑμῖν»). «Ἕνα πόλεμον εἰδῶμεν, τὸν κατὰ τῆς ἀντικειμένης δυνάμεως», προτρέπει ὁ Γρηγόριος. «Συγχωρήσωμέν τι μικρόν, ἵνα τὸ μεῖζον λάβωμεν, τὴν ὁμόνοιαν. ἡττηθῶμεν, ἵνα νικήσωμεν». Ὅπως καὶ οἱ παλαιστές, λέει ὁ Γρηγόριος, μὲ τὸ νὰ προσποιοῦνται ὅτι πέφτουν κάτω ξεγελοῦν τὸν ἀντίπαλο καὶ τελικὰ τὸν νικοῦν, ἔτσι καὶ ἐμεῖς, ἄς κάνουμε μικρὲς παραχωρήσεις, ὄχι στὴν πίστη μας ἀλλὰ στὰ πάθη μας, προκειμένου να τύχουμε τοῦ ἐλέους τοῦ μεγάλου μας κριτοῦ!
Ἄς γίνῃ ὁ διακαὴς αὐτὸς πόθος τοῦ μεγάλου ἀγωνιστοῦ γιὰ τὴν εἰρήνη Γρηγορίου καὶ σημερινὸς δικός μας πόθος, ἀδελφοί μου. Νὰ εἰρηνεύσωμε πρῶτα μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἔπειτα «ἐν ἑαυτοῖς καὶ ἐν ἀλλήλοις», ὥστε μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ καὶ τὴν δική μας συνεργασία νὰ διαλύσωμε τὰ μίση καὶ τὶς διχόνοιες ποὺ ταλανίζουν καὶ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς μὴ ὤφειλε, καὶ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα ποὺ ταλαιπωρεῖται ἀμετανόητη ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ἀγάπης. Καιρὸς νὰ ἀνανήψωμεν καὶ νὰ ἀγωνιστοῦμε ἐπὶ τέλους γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς φιλάνθρωπης εἰρήνης πρὸς δόξαν τοῦ δωρεοδότου της Θεοῦ καὶ πρὸς τιμὴν τοῦ εἰρηνοποιοῦ Του Ἁγίου!
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος
Πηγή: Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγ. ΚΒ’, Εἰρηνικὸς Β’ (PG 35, 1132-1152)