Αὐστηρός ἀλλὰ καὶ δίκαιος Κριτὴς
Τὴν «φοβεράν ἡμέραν» τῆς Κρίσεως προβάλλει σήμερα, τρίτη Κυριακή τοῦ Τριωδίου, ἡ Ἐκκλησία μας. Πράγματι, ἡ ὑμνολογία εἶναι γεμάτη ἀπὸ λέξεις καὶ φράσεις ποὺ παραπέμπουν στὸ καθοριστικὸ αὐτὸ γεγονὸς τῆς μελλούσης κρίσεως. «Ὅταν μέλλῃς ἔρχεσθαι, κριτά δικαιότατε, ποταμός πύρινος πρὸ τοῦ σοῦ βήματος ἕλκει ἅπαντας…», «διηχήσει δὲ ἡ κοιλὰς ἅπασα φοβερῷ βρύγματι τοῦ κλαυθμῶνος», «ἠχήσουσι σάλπιγγες, κενωθήσονται τάφοι καὶ ἐξαναστήσεται τῶν ἀνθρώπων τρέμουσα φύσις ἅπασα». Σὲ ἕνα μάλιστα ἀπὸ τὰ Ἐξαποστειλάρια ὁ ὑμνωδός ἀναφωνεῖ μὲ δέος: «καὶ τίς ὑποίσει (=ὑποφέρει) τὸν φόβον τῆς παρουσίας εκείνου; ἡμέρα γὰρ θυμοῦ ἐστι καὶ κλίβανος καιόμενος…».
Ἀναρωτιέται εὐλόγως ὁ καθ’ ἕνας. Πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ φιλεύσπλαχνος καὶ φιλάνθρωπος Κύριος ποὺ τὶς δύο προηγούμενες Κυριακὲς τοῦ Τριωδίου ἄκουσε τὶς προσευχὲς τοῦ Τελώνου καὶ δέχθηκε τὴν μετάνοια τοῦ Ἀσώτου νὰ παρουσιάζεται τώρα ὡς φοβερὸς καὶ ἄτεγκτος κριτής; Τὴν ἀπάντηση τὴν δίνει τὸ ἴδιο τὸ κατανυκτικό Τριώδιο (σελ. 30-31), τὸ βιβλίο τῆς Ἐκκλησίας μας: Γιὰ νὰ μὴν ἐπαναπαυτῆ κάποιος ἀπὸ ἐμᾶς, πιστεύοντας ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι μόνον φιλάνθρωπος καὶ ὅτι ἐμεῖς μποροῦμε νὰ ἁμαρτάνουμε συνεχῶς ἀτιμώρητοι, ἔθεσαν οἱ Πατέρες τὴν ἀνάμνηση τῆς μελλούσης κρίσεως σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο τοῦ Τριωδίου, ὥστε «διὰ τοῦ θανάτου καὶ τῆς προσδοκίας τῶν ἐσομένων (=μελλόντων) δεινῶν φοβήσαντες τοὺς ἀμελῶς διακειμένους πρὸς ἀρετὴν ἐπανάγωσι, μὴ θαρροῦντες εἰς τὸ φιλάνθρωπον μόνον τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ ἀφορᾶν ὅτι δίκαιός ἐστι κριτής καὶ ἀποδίδωσι ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ».
Ἑπομένως, οἱ τὰ πάντα σοφῶς διαταξάμενοι Πατέρες ἐνήργησαν καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴν παιδαγωγικῷ τῷ τρόπῳ. Οἱ παραστατικὲς περιγραφὲς τῶν ἐπερχομένων δεινῶν καὶ τῶν αἰωνίων κολάσεων δὲν γίνονται γιὰ νὰ μᾶς τρομάξουν ἀλλὰ γιὰ νὰ «ταρακουνήσουν» τοὺς «ἀμελῶς διακειμένους», ἐκείνους δηλαδή ἀπὸ ἐμᾶς ποὺ δὲν ἔχουν πάρει στὰ σοβαρὰ τὸ γεγονὸς τῆς σωτηρίας τους ἤ καὶ αὐτοὺς ἀκόμη πού, ὅπως λέει ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, εἶναι χριστιανοί τῶν λόγων καὶ ὄχι τῶν ἔργων. Αὐτοὶ οἱ χλιαροὶ ἤ καὶ ὑποκριτὲς λένε πὼς ἀγαποῦν τὸν Θεὸ ἀλλὰ ἀρνοῦνται νὰ βοηθήσουν τὸν ἐν Χριστῷ ἐλάχιστο ἀδελφό, τὸν ἐνδεῆ, τὸν ξένο, τὸν ἄρρωστο, τὸν φυλακισμένο, τὸν πάσης φύσεως ἀναγκεμένο. Ἀναφέρεται καὶ πάλι στὸ Κατανυκτικό Τριώδιο (σελ. 31-32): «οὐ νηστείαν τότε (στὴν μέλλουσα κρίση) καὶ γυμνείαν καὶ θαύματα ζητήσει ὁ Χριστός, ἀλλὰ πολλῷ τούτων κρείττονα, ἐλεημοσύνην δηλαδὴ καὶ συμπάθειαν». Ὁ ἴδιος μάλιστα ὁ Κύριος τονίζει μὲ νόημα σὲ ἄλλο σημεῖο: «οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι, Κύριε, Κύριε, ἀλλὰ ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ πατρός μου». Καὶ τὸ θέλημα τοῦ πατρὸς εἶναι ἡ ἔμπρακτη ἀγάπη πρὸς τὸν συνάνθρωπο. Ἐξ ἄλλου «ἀνέλεος ἡ κρίσις τῷ μὴ ποιήσαντι ἔλεος» (Ἰάκ. Αδελφόθεος, Β’ 13).
Ὅμως, «κατακαυχᾶται ἔλεος κρίσεως» (ό.π.), τονίζει πάλι ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος, δηλαδὴ ὑπερισχύει θριαμβευτικὰ ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Κυρίου ἔναντι τῆς κρίσεως! Καὶ ὁ Κύριος εἶναι ξεκάθαρος στὴν παραπάνω περικοπή. Γιὰ νὰ ἀποφύγη κάποιος τὴν γέενα του πυρὸς χρειάζεται νὰ εἶναι ἐλεήμων καὶ φιλάδελφος. Ἄλλωστε «ὁ ἐλεῶν πτωχὸν δανείζει Θεῷ». Καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος προτρέπει: «Δανείσωμεν τῷ Θεῶ τὴν φιλανθρωπίαν, δανείσωμεν, ἵνα εὕρωμεν αὐτὸν χρεώστην καὶ μὴ δικαστήν» (Περί μετανοίας, ὁμιλ. ζ’, PG 49, 336).
Ἐὰν ὅμως ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, τότε γιατί περιγράφονται τόσο ζωηρὰ αὐτὲς οἱ φοβερὲς σκηνὲς τοῦ θείου δικαστηρίου, τοῦ αἰωνίου πυρὸς καὶ τῶν σκληρῶν κολάσεων; Ὁ πρῶτος λόγος εἶναι διότι οἱ σκηνὲς μὲ τὶς δίκες, τὶς τιμωρίες τῶν κολασμένων ἀλλά καὶ τὶς ἀντιδόσεις τῶν ἀγαθῶν συνηθίζονταν καὶ στοὺς ἀρχαίους ποιητὲς καὶ συγγραφεῖς (π.χ. Ὅμηρο, Πλάτωνα) καὶ συνέχισαν νὰ ἐμπνέουν καὶ ἀργότερα (π.χ. «Κόλαση» τοῦ Δάντη στὸν Μεσαίωνα). Ἐπηρεασμένοι λοιπὸν καὶ οἱ χριστιανοὶ ὑμνογράφοι «δανείζονται» αὐτὲς τὶς εἰκόνες, ὥστε νὰ γίνουν πιὸ αἰσθητὰ τὰ γεγονότα ποὺ περιγράφουν. Σε δύσκολους μάλιστα καιρούς, π.χ. κατὰ τὴν δουλεία, μερικοί ἁγιογράφοι διήγειραν τὴν λαϊκὴ φαντασία μὲ τὴν ἀπεικόνιση φοβερῶν σκηνῶν βασανιστηρίων, ὥστε νὰ σωφρονίζουν, ὅπως πίστευαν, τοὺς ἀπαίδευτους ραγιάδες. Ἔτσι μπορεῖ νὰ κατανοήση κάποιος γιατί, ἀκόμη καὶ σὲ πολλὰ Κυριακοδρόμια, γίνεται ἰδιαίτερος λόγος γιὰ τὸ φοβερὸ δικαστήριο τῆς κρίσεως καὶ γιὰ τὴν ἐπιβολὴ τιμωριῶν στοὺς ἀμετανόητους ἁμαρτωλούς.
Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ φιλεύσπλαγχνος καὶ δικαιοκρίτης Κύριός μας δὲν τιμωρεῖ χωρὶς νὰ παιδαγωγεῖ, γι’ αυτὸ ἀκριβῶς σὲ ὅλα τὰ τροπάρια παράλληλα μὲ τὶς φοβερὲς εἰκόνες τῆς κολάσεως τονίζεται καὶ ἡ φιλευσπλαγχνία του ἀλλὰ καὶ τὸ μέγεθος τῆς δικῆς μας εὐθύνης, ὥστε μὲ τὴν ἔγκαιρη μετάνοιά μας νὰ ἀποφύγουμε τὴν δίκαιη κρίση του. Λέγει χαρακτηριστικὰ ὁ Χρυσόστομος: «Εἰ γὰρ ἐβούλετο κολάσαι, οὐκ ἄν προηπείλησεν ὁ Κύριος. Ἀπειλεῖ τὴν τιμωρίαν, ἵνα φύγωμεν τὴν πεῖραν τῆς τιμωρίας. Φοβεῖ τῷ λόγῳ ἵνα μὴ κολάσῃ τῷ ἔργῳ» (Ἱ. Χρυσοστόμου, Περί μετανοίας, ὁμιλία ζ’, PG 49, 336).
Εἶναι ἑπομένως ἀνάγκη νὰ μὴν μένουν οἱ κήρυκες, ὁμιλητὲς καὶ νὰ μὴν τονίζουν οἱ συγγραφεῖς μόνον τὴν αὐστηρὴ κρίση τοῦ Θεοῦ ποὺ θὰ εἶναι πράγματι ἀνέλεος στοὺς μὴ ποιήσαντες ἔλεος, ἀλλὰ νὰ προβάλλουν καὶ τὴν δίκαιη κρίση του, νὰ δεικνύουν τὸ φιλάνθρωπο καὶ πολυέλεο πρόσωπό του ποὺ θὰ ἀποδώσῃ πλῆθος ἀγαθών στοὺς «κατ’ ἀξίαν πράξαντες» καὶ στοὺς εἰλικρινῶς μετανοοῦντες. Ἐξ ἄλλου δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερο ἀγαθὸ ἀπὸ τὴν κατάκτηση τοῦ «Παραδείσου», τὴν αἰώνια δηλαδὴ συγκατοίκηση μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς. Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν Βασιλεία ἑτοίμασε γιὰ ὅλους μας ὁ Κύριος καὶ μάλιστα πρὸ καταβολῆς κόσμου (Ματθ. κε’, 34). Μὲ αὐτὸ τὸ νόημα ἡ ἡμέρα τῆς κρίσεως δὲν εἶναι «ἡμέρα θλίψεως καὶ ἀπογνώσεως» ἀλλὰ «ἡμέρα Ἀναστάσεως» (Ἱεροῦ Φωτίου, Ὁμιλία Β’, ΧΙΙ, στὸ Β. Λαούρδα, Φωτίου Ὁμιλίαι, σ. 25).
Ὁ πόθος μας λοιπὸν νὰ εἴμαστε τὴν μέλλουσα ἡμέρα τῆς κρίσεως μὲ τὸν Θεὸ καὶ μὲ τοὺς ἀγαπημένους μας καὶ δικούς του ἀγαπημένους δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ξεπερνάῃ τὸν φόβο τῆς κολάσεως καὶ νὰ λειτουργῆ ἀφυπνιστικὰ ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας, ὥστε πράττοντες ἔργα ἀγαθά, ἔργα δηλαδὴ φιλαδελφείας καὶ μετανοίας, νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ κληρονομήσουμε καὶ τὴν αἰώνια βασιλεία Του, τὴν βασιλεία τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἀγάπης, τῆς αἰώνιας χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης.
Γένοιτο!
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος – θεολόγος