Κοινότητες ἀγάπης (Κύριο ἄρθρο Μαΐου)
Χριστὸς ἀνέστη, ἀγαπητοί μας ἀναγνῶστες! Χριστὸς ἀνέστη καὶ τότε καὶ τώρα καὶ πάντοτε. Ὁ Σωτήρας μας καὶ μόνος Βασιλιάς μας Χριστὸς ἦρθε στὸν κόσμο καὶ σταυρώθηκε ἀπὸ λυτρωτικὴ φιλαδελφία καὶ ἀνέστη μὲ ἐνεργητικὴ ἀγάπη.
Αὐτὴ ἡ φιλαδελφία καὶ ἡ ἀγάπη ἐνεργεῖ λυτρωτικὰ μέσα στὸν ἄνθρωπο ὡς πρόσωπο καὶ ὡς κοινωνία. Μεταστρέφει τοὺς διῶκτες σὲ κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου, τοὺς μάγους σὲ καταλύτες τῆς μαγείας, τοὺς ληστὲς σὲ πολίτες τοῦ Παραδείσου, τοὺς πόρνους σὲ βαθειὰ μετανοημένα πρόσωπα καὶ τὶς ἁμαρτωλὲς γυναῖκες σὲ διαμάντια ἠθικῆς. Ὅπου ὑπάρχουν τέτοια γεγονότα, ἐκεῖ ἔχομε ἀποτελέσματα τῆς θερμουργοῦς δυνάμεως τῆς Ἀναστάσεως, ἀλλὰ ὅπου δὲν ὑπάρχουν ἔχομε μόνον θρησκευτικὲς ὁμάδες χωρὶς ἀνάσταση, ἀλλαγὴ καὶ θεοενέργητη κοινωνία ἀγάπης.
Ἡ κοινωνία ἀγάπης βαδίζει σὲ σταυροαναστάσιμη πορεία καὶ φωτιζόμενη συνεχῶς ἀπὸ τὸ ζωηφόρο φῶς τῆς Ἀναστάσεως λαμπρύνεται καὶ φωταγωγεῖ τὰ πάντα καὶ τοῖς πᾶσι. Ἀντιθέτως, θρησκευτικὲς ὁμάδες μὲ τὰ φανταχτερὰ λόγια στεροῦνται τοῦ θείου φωτισμοῦ καὶ τῆς ἐνεργητικῆς φωταγωγίας. Αὐτὸ συνέβη κυρίως σὲ λαοὺς ποὺ εἰσῆλθαν ἁθρόως στὸν Χριστιανισμό, χωρὶς προηγούμενη ἐπαρκῆ κατήχηση καὶ ἄσκηση, ὅπως ἔγινε μὲ φραγκικά, γερμανικὰ καὶ σλαβικὰ φύλα. Ὅλοι αὐτοὶ πῆραν τὸ χριστιανικὸ ὄνομα ἀλλὰ δὲν ἔλαβαν τὸν χριστιανικὸ τρόπο ζωῆς καὶ πολιτείας, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν πρόκοψαν σὲ ἔργα δικαιοσύνης, εἰρήνης καὶ ἀγάπης.
Ὅπου, ὅμως, ὑπῆρξε ὁ πνευματικὸς ἀνεφοδιασμὸς καὶ ἡ συνεχὴς ἀγαπητικὴ ἀνατροφοδοσία, διατηρήθηκε ὁ πνευματικὸς καὶ κοινωνικὸς χαρακτήρας τῶν ὀρθοδόξων κοινοτήτων ὡς φωτεινὴ ἐξαίρεση μέσα στὸν ἀλληλοσυγκρουόμενο κόσμο τῶν ἀνταγωνισμῶν καὶ ἀλληλοεξοντώσεων, ὅπως παραδείγματος χάριν στὰ κοινόβια ὀρθόδοξα μοναστήρια καὶ στὶς ἑλληνορθόδοξες κοινότητες. Ἀκριβῶς, ὅμως, γι’ αὐτὴν τὴν ἀνθρωπιστικὴ καὶ ἀναγεννητικὴ ζωή, πολιτεία καὶ προσφορά των πολεμήθηκαν ἀπὸ τὶς δυνάμεις τοῦ καπιταλισμοῦ, τοῦ μαρξισμοῦ καὶ τῆς νέας τάξεως.
Καιρός, λοιπόν, εἶναι νὰ ἀγωνιστοῦμε γιὰ τὴν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥστε νὰ ἐπανέλθῃ καὶ ἡ κοινωνία τῆς ἀγάπης ἀνάμεσα στοὺς χριστιανοὺς γιὰ τὸ καλὸ καὶ τὴν σωτηρία ἡμῶν τῶν ἰδίων καὶ τοῦ σύμπαντος κόσμου. Μόνον ἂν ἔχωμε φωτισμένους κληρικούς, εὐσυνείδητους ἐκπαιδευτικοὺς καὶ τιμίους πολιτικούς, θὰ μποροῦμε νὰ ζοῦμε μέσα σὲ κοινότητες καὶ πολιτεῖες ἀγάπης, μὲ ἀλληλοσεβασμὸ καὶ ἀλληλοβοήθεια, καὶ ὄχι σὲ κράτη ἐξουσιαστῶν καὶ ἀνταγωνιστῶν, μὲ ἀλληλοσυγκρούσεις καὶ ἀλληλοεξοντώσεις.
Ἂς μὴν πῇ κάποιος πὼς αὐτὸ εἶναι δύσκολο. Τίποτα δὲν εἶναι δύσκολο, ὅταν πρόκειται γιὰ ἔργο τοῦ παντοδύναμου Θεοῦ. Βεβαίως ἕνα ἀναγεννητικὸ ἔργο ἔχει τὶς δυσκολίες του. Μὲ τὴν βοήθεια, ὅμως, τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ἀκατόρθωτο. Κανεὶς πλέον δὲν μᾶς διώκει, ἂν πιστεύωμε ὀρθόδοξα στὸν Χριστό. Κανεὶς δὲν μᾶς ἀπαγορεύει νὰ εἴμαστε φιλαλήθεις καὶ τίμιοι, οὔτε μᾶς ὑποχρεώνουν νὰ κάνωμε τὸ κακό. Ἀλλὰ καὶ ἂν μᾶς ὑποχρεώνουν, ποῦ εἶναι ἡ ἀγάπη μας γιὰ τὸν Σωτῆρα Βασιλιὰ καὶ γιὰ τοὺς ἀδελφούς μας ποὺ ὑποφέρουν;
Ἐμπρός, λοιπόν, ἀγαπητοί μας ἀναγνῶστες, νὰ ξαναφτιάξωμε τὶς ἐνορίες μας ὡς κοινότητες ἀγάπης, ὄχι μόνον ὡς κτήρια γιὰ τυπικὲς τελετές. Ὁ Χριστὸς μᾶς παραγγέλλει: «Ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίας». Σὲ τέτοιες κοινότητες, κοινότητες ἀγάπης, δὲν θὰ ὑπάρχη κανεὶς ἐνδεής, γιατὶ θὰ εἶναι τὰ πάντα σὲ ὅλους κοινά. Καὶ ὁ ψαλμωδὸς κραυγάζει: «Ἰδού, δή, τί καλὸν ἢ τί τερπνόν, ἀλλ᾿ ἢ τὸ κατοικεῖν ἀδελφοὺς ἐπὶ τὸ αὐτό» (Ψαλμός ρλβ’ 1), «ἡ γυνή σου ὡς ἄμπελος εὐθυνοῦσα, οἱ υἱοί σου ὡς νεόφυτα ἐλαιῶν κύκλῳ τῆς τραπέζης σου» (Ψαλμός ρκζ’ 3).
Ἀλήθεια, ποιός ἐμπόδισε τοὺς ἀδελφούς μας ὀρθοδόξους νὰ λάβουν μέρος στὶς ἐκλογὲς ἑνωμένοι καὶ ὄχι ὁ καθένας χωριστά; Ἂν θέλωμε, ἀγαπητοί μας ἀναγνῶστες, τὴν πρόοδο καὶ τὴν σωτηρία τῶν οἰκογενειῶν μας, τῆς πόλεώς μας, τῆς πατρίδος μας καὶ γενικῶς τῆς ἀνθρωπότητος, ἂς ἐργαστοῦμε ἢ μᾶλλον ἂς συνεργαστοῦμε νὰ καταστήσωμε μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ τοὺς ἑαυτούς μας παράγοντες εἰρήνης καὶ ἀγάπης, ὥστε νὰ ξαναζωντανέψουν οἱ κοινότητες τῆς ἀγάπης γιὰ τὸ καλὸ ὅλων μας.
Β. Τσούπρας