«Εἰς ὕψος ἐπάρωμεν ὄμματα καὶ νοήματα»
«Ξένη σου ἡ Γέννησις, ξένη σου ἡ Ἀνάστασις, ξένη και φρικτή σου, Ζωοδότα, ἡ ἐκ τοῦ ὄρους θεία Ἀνάληψις…», ἀναφωνεῖ μὲ θαυμασμὸ ὁ ὑμνογράφος σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ τροπάρια τοῦ Κανόνος τῆς ἑορτῆς.
Πράγματι «ξένα», δηλαδὴ παράδοξα, γιὰ τὸν κοινὸ νοῦ εἶναι ὅλα τὰ γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὴν ἐν σαρκί Του Γέννηση, ἕως καὶ τὴν φρικτή του Σταύρωση καὶ τὴν ζωηφόρο Ἀνάστασή Του. Γιατί, ὅμως, ὁ ὑμνογράφος ἀποκαλεῖ «ξένη» καί «φρικτή» καὶ τὴν θεία Του Ἀνάληψη, ἐφ’ ὅσον αὐτὴ ἔγινε «ἐν δόξῃ», ὅπως λέει καὶ τὸ Ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς;
Κατ’ ἀρχάς, ὅλα τὰ ξένα καὶ παράδοξα ἔχουν τὴν ἐξήγησή των μέσα στὸ μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας, ποὺ σχεδίασε ὁ Θεὸς Πατέρας γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Σύμφωνα μὲ αὐτό, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, «ὁ Θεὸς ἄνθρωπος ἐγένετο, ἵνα τὸν ἄνθρωπον Θεὸν ἀπεργάσηται». Ἔτσι, λοιπόν, τώρα ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἔχοντας πλέον ὁλοκληρώσει τὴν ἐπὶ γῆς πορεία Του, «τὴν ὑπὲρ ἡμῶν πληρώσας οἰκονομίαν», μὲ τὴν Σταύρωση καὶ τὴν Ἀνάστασή Του, δὲν μένει πλέον παρὰ νὰ ἀναβιβάσῃ στοὺς οὐρανοὺς τὴν πρώην «νεκρωθεῖσαν τῇ ἁμαρτίᾳ» καὶ νῦν «καινή» ἀναστάσιμη φύση μας.
Ὦ τοῦ παραδόξου θαύματος! Ἡ «πάλαι ἔκπτωτος φύσις ἡμῶν» «ἤρθη» ἀκόμη καὶ «ὑπεράνω τῶν Ἀγγέλων…καὶ θρόνῳ θείῳ ἐνίδρυται ὑπὲρ ἔννοιαν», γινόμενη «σύνθρονος» καὶ «ὁμότιμος» τῆς θεϊκῆς φύσεως, καθ’ ὅσον ὁ Κύριός μας ἀνέρχεται στοὺς οὐρανούς «ἀνθρωπίνη τῇ μορφῆ» καὶ ὡς Θεὸς συγκάθεται «ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός» Του! Ὕστερα ἀπ’ αὐτὸ τὸ παράδοξο μυστήριο, εἶναι νὰ μὴν πανηγυρίζωμε καὶ ἐμεῖς καὶ νὰ μὴν ἀνακράζωμε, μαζὶ μὲ τὸν ὑμνογράφο, «τὸν Κύριον ὑμνεῖτε τὰ ἔργα καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας;»
Γιατί, ὅμως, φρικτή «ἡ ἐκ τοῦ ὄρους θεία Ἀνάληψις…»; Σύμφωνα καὶ πάλι μὲ τὴν ὑμνογραφία, κατὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου «ἐξέστησαν οἱ οὐράνιοι Ἄγγελοι καὶ ἔφριξαν οἱ καταχθόνιοι, οἱ δὲ μαθηταὶ παρίσταντο μετὰ χαρᾶς ἔντρομοι». Διαφορετικά, λοιπόν, αἰσθήματα φρίκης διακατέχουν τὴν κάθε κατηγορία. Οἱ καταχθόνιες δυνάμεις φρίττουν πραγματικά, διότι, πρὸς μεγάλη των ἀπογοήτευση, ὁ Χριστὸς δὲν ἐξῆλθε μόνον ὡς νικητὴς τοῦ θανάτου ἀλλὰ ἀνέρχεται ἐν δόξῃ καὶ στὸν οὐρανό. Πλέον συντρίβεται πλήρως τὸ κράτος των!
Οἱ οὐράνιες, ὅμως, δυνάμεις «ἐξέστησαν», ἔμειναν νὰ κοιτοῦν «ἔκθαμβοι» τὸν Χριστό, ποὺ εἶχε κατέβει ὡς Θεός, νὰ ἀνεβαίνῃ τώρα ὡς ἄνθρωπος. Στὴν ἀπορία των, μάλιστα, «τί ἐρυθρὰ τὰ ἱμάτια» τοῦ Κυρίου, ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι φέρουν «τοῦ τιμίου Πάθους τὰ θεῖα σύμβολα». Ἔτσι, δὲν ἀποροῦν πλέον, ἀλλὰ παραμερίζουν καὶ ἀνοίγουν τὶς πύλες τοῦ οὐρανοῦ, ποὺ παρέμεναν κλεισμένες γιὰ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἁμαρτίας, στὸν Παθόντα καὶ Ταφέντα διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν Θεάνθρωπο, ποὺ φέρει πάνω Του ἐμφανῆ τὰ σύμβολα τοῦ Πάθους Του.
Ὅσο γιὰ τοὺς μαθητές, τὰ συναισθήματα ἀπὸ τόν «παράδοξο» αὐτὸν χωρισμὸ ἀπὸ τὸν ἀγαπημένο των Κύριο εἶναι ἀνάμεικτα, χαρᾶς καὶ λύπης. Χαρᾶς, διότι ὁ Κύριος, ἀναλαμβανόμενος, τοὺς δίδει τὴν εὐλογία Του, γεγονὸς ποὺ τοὺς βεβαιώνει, σύμφωνα μὲ τὸ Ἀπολυτίκιο, ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι «ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου». Συγχρόνως δὲ τοὺς χαροποιεῖ ἡ ἐπαγγελία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, «τοῦ ἄλλου Παρακλήτου», ὅπως τοὺς εἶχε ὁ Κύριος ὑποσχεθῆ λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος Του, τονίζοντάς τους, μάλιστα, ὅτι μόνον ἐὰν Ἐκεῖνος ἀπέλθῃ, θὰ τοὺς στείλῃ «παρὰ τοῦ Πατρός Του» τὸν ἄλλο Παράκλητο, «τὸ πνεῦμα τῆς ἀληθείας», τὸ Ὁποῖο θὰ μείνῃ πλέον μαζί των «εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰωάν., ιδ’ 15 – ιστ’ 11).
Ἐξ ἄλλου, οἱ μαθητὲς παρηγοροῦνται ἐπίσης μὲ τὴν διαβεβαίωση τῶν Ἀγγέλων, κατὰ τὴν Ἀνάληψη, ὅτι ὅπως βλέπουν τὸν Κύριό των νὰ ἀνεβαίνῃ ἐν δόξῃ στὸν οὐρανό, ἔτσι θὰ τὸν ἀντικρύσουν νὰ ἔρχεται καὶ πάλι ἐν δόξῃ «κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς», κατὰ τὴν Δευτέρα αὐτοῦ Παρουσία, καὶ νὰ μείνῃ πλέον αἰώνια μαζί των στὴν μέλλουσα Βασιλεία Του.
Γιὰ δύο, λοιπόν, λόγους πανηγυρίζομε γιὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου μας, καὶ γιὰ τοὺς δύο χρειάζεται νὰ ἤμαστε ἀληθινὰ εὐγνώμονες σὲ Ἐκεῖνον. Πρῶτον, διότι μὲ τὴν ἔνδοξό Του Ἀνάληψη ἀνύψωσε «τὴν πεσοῦσαν εἰκόνα τοῦ Ἀδάμ», ποὺ τὴν ἐνδύθηκε ταπεινὰ ὁ Ἴδιος, γιὰ νὰ τὴν καθαρίσῃ ἀπὸ τὰ πάθη μὲ τὴν Σταύρωσή Του καὶ νὰ τὴν συναναστήσῃ μὲ τὴν Ἀνάστασή Του. Δεύτερον, διότι μᾶς ἀπέστειλε στὴν θέση Του τὸ Παράκλητο Πνεῦμα, ἀφ’ ἑνὸς μὲν γιὰ νὰ μᾶς παρηγορήσῃ γιὰ τὸν προσωρινό μας ἀπὸ ἐκεῖνον χωρισμό, ἀφ’ ἑτέρου «τοῦ ἁγιάσαι τὰς ψυχὰς ἡμῶν», διὰ τῶν πλουσίων ἁγιοπνευματικῶν δωρεῶν.
Πῶς νὰ ἀνταποδώσωμε ἐμεῖς, οἱ πολλαπλῶς εὐεργετημένοι ἄνθρωποι, τὴν τιμὴ ποὺ ἔκανε ὁ ἀναληφθεὶς Κύριος στὴν ἁμαρτωλή μας φύση; Πῶς νὰ ξεπληρώσωμε γιὰ τὶς συνεχιζόμενες δωρεές Του, παρὰ τὶς συνεχιζόμενες δικές μας ἁμαρτίες καὶ ἀχαριστίες; Τὸ πρῶτο βῆμα εἶναι νὰ κάνωμε καὶ ἐμεῖς ὅ τι ἔκαναν οἱ μαθητὲς τοῦ Κυρίου. Ἔδειξαν ἐμπιστοσύνη στὰ λόγια Του καὶ περίμεναν ὑπομονετικὰ τὴν ἐκπλήρωσή των, ἐνεργῶντας ὅμως καὶ ἐκεῖνοι, «νηστείᾳ καὶ προσευχῇ καὶ δεήσει σχολάζοντες» (Συναξάριο τῆς ἡμέρας).
Ἐὰν κάνωμε ἐμεῖς τὸ πρῶτο βῆμα, τότε θὰ ἔλθῃ ἐπικουρικὰ ἡ χάρη τοῦ Κυρίου νὰ μᾶς ἐπισκιάσῃ, ἐνισχύοντας τὴν καλή μας διάθεση, ὅπως ἦλθε τελικὰ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στοὺς μαθητές, γιὰ νὰ τοὺς τονώσῃ στὴν προσπάθειά των. Στὴν συνέχεια, ὅλα θὰ εἶναι εὐκολώτερα, διότι «τοῖς ἀγαπῶσιν τὸν Θεόν, πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν» (Ῥωμ., η’ 28). Ἐὰν ἐμεῖς ξεκαθαρίσωμε ὅτι θέλωμε νὰ ἤμαστε μὲ τὸν Θεὸ τῆς ἀγάπης καὶ νὰ μὴν συσχηματιζώμαστε τῷ αἰῶνι τούτῳ (Ῥωμ., ιβ’ 1-2), μὲ τὸν κόσμο δηλαδὴ τῆς ἁμαρτίας καὶ μὲ τοὺς ἄρχοντές του, τότε ὁ Κύριος θὰ μᾶς βοηθήσῃ ὄχι μόνον τὰ προσωπικὰ ἐμπόδια νὰ ξεπερνοῦμε κάθε φορὰ ἀλλὰ καὶ μὲ ἄλλους ἀγαθοὺς ἀνθρώπους νὰ συνεργαζώμαστε πρὸς δική Του δόξα καὶ γιὰ τὴν δική μας σωτηρία.
«Δεῦτε ἀνανήψωμεν», λοιπόν, «καὶ εἰς ὕψος ἐπάρωμεν ὄμματα καὶ νοήματα» (Οἶκος τῆς ἑορτῆς), δεόμενοι στὸν Κύριό μας, ποὺ μὲ τὴν Ἀνάληψή Του γέμισε μὲ ἄπειρη χαρὰ τὴν Παναγία Μητέρα Του καὶ τοὺς μαθητές Του, νὰ ἀξιώσῃ καὶ ἐμᾶς «τῆς χαρᾶς τῶν ἐκλεκτῶν Του», διὰ τὸ μέγα Του ἔλεος. Ἀμήν. Γένοιτο!
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος – θεολόγος
Πηγὴ γιὰ τὴν ὑμνογραφία: Πεντηκοστάριον χαρμόσυνον, Ἔκδοσις τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἐν Ἀθήναις, 2010, σελ. 390-412.