«Δωρεὰν ἐλάβομεν, δωρεὰν δῶμεν»
Τοὺς Ἁγίους Ἀναργύρους, Κοσμᾶ καὶ Δαμιανό τοὺς ἐκ Ῥώμης, τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας τὴν 1η Ἰουλίου, τοὺς ἰατροὺς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων, καὶ παρακαλεῖ νὰ μᾶς «ἐπισκεφθοῦν» στὶς ἀσθένειές μας, νὰ γλυκάνουν τὸν πόνο μας, νὰ ἁπαλύνουν τὴν θλίψη μας.
Εἶναι πράγματι τόσο μεγάλη ἡ θλίψη, τόσο βαθὺς ὁ πόνος καὶ τόσο πολὺς ὁ σπαραγμός, ποὺ ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει ποῦ νὰ στρέψῃ τὸν ὀφθαλμό του, γιὰ νὰ παρηγορηθῆ. Οἱ οἰκεῖοι, συχνά, τὸν ἀπογοητεύουν, οἱ συνάνθρωποι, τὶς περισσότερες φορές, τὸν ἐκμεταλλεύονται, ἀκόμη καὶ οἱ «εἰδικοί» ἀποδεικνύονται ἀνεπαρκεῖς νὰ δώσουν λύση στὰ προβλήματά του.
Καὶ ἐνῶ ἔτσι ἔχουν γενικῶς τὰ πράγματα, ὑπάρχουν καὶ κάποιοι «εἰδικοί» ποὺ εἶναι διαφορετικοί, ποὺ ξεχωρίζουν ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Αὐτοὶ δὲν κοιτᾶνε νὰ ἐκμεταλλευτοῦν τὸν πόνο καὶ τὴν ὀδύνη τῶν συνανθρώπων των, δὲν ἀποβλέπουν νὰ ἀποκτήσουν ὑλικὰ ὀφέλη ἀπὸ τὴν ἐργασία των, δὲν θεραπεύουν ἐπιλεκτικά, ἀποσκοπῶντας μόνον στὸ κέρδος.
Τέτοιοι «εἰδικοί» ἦταν οἱ ἑορτάζοντες Ἅγιοι Ἀνάργυροι τοῦ Ἰουλίου, Κοσμᾶς καὶ Δαμιανός. Ἔζησαν τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες (3ος αἰ.), σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ἀκόμη δέσποζαν γύρω των τὰ εἴδωλα. Ἐκεῖνοι, ὅμως, γνώρισαν τὸ φῶς ποὺ διαλύει τὰ σκοτάδια, ἔγιναν τέκνα φωτὸς καὶ περιπάτησαν ὡς τέκνα φωτὸς ἀμώμητα καὶ ἀγαπητὰ ἐν Κυρίῳ (Ἐφεσ., ε’ 1-8). Γι’ αὐτὸ καὶ ὅ τι σπούδασαν καὶ ἔμαθαν, τὶς κοσμικές των γνώσεις, τὶς ἀφιέρωσαν στὴν ὑπηρεσία τοῦ Κυρίου καὶ τῶν ἀδελφῶν των, καὶ μάλιστα τῶν περισσότερο ἀδυνάτων.
Ἀναφέρεται στὸ Συναξάρι των ὅτι δὲν ἐπέλεγαν τοὺς ἀσθενεῖς των, μὲ βάση τὸ βαλάντιό των, ἀλλὰ προσέφεραν σὲ ὅλους, ἀδιακρίτως καὶ ἀναργύρως, τὴν βοήθειά των. Ὅταν, μάλιστα, οἱ πιὸ πλούσιοι ἐξ αὐτῶν τοὺς ἔδιναν χρήματα, ἐκεῖνοι ὄχι μόνον δὲν τὰ δέχονταν ἀλλὰ τοὺς ὑποδείκνυαν ἄλλους, ἐνδεέστερους ἀδελφούς των.
Ἴσως κάποιος ἀναρωτιέται εὔλογα: «Καὶ πῶς ζοῦσαν οἱ Ἅγιοι Ἀνάργυροι, ἀφοῦ δὲν ἀμείβονταν γιὰ τὴν ἐργασία των; Ποιός φρόντιζε γι’ αὐτούς;» Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλῆ. Ἡ κοινότητα φρόντιζε γιὰ τὶς ἀνάγκες των. Ὅπως ἀναφέραμε ἤδη, οἱ Ἅγιοι ἔζησαν κατὰ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς χρόνους, ὁπότε λειτουργοῦσαν οἱ κοινότητες καὶ ὅλες οἱ ἀνάγκες, πνευματικές, μορφωτικὲς καὶ κοινωνικές, ὅλων τῶν μελῶν, καλύπτονταν στὸ πλαίσιό των (βλ. κεφ. Β’ καὶ Δ’ Πράξεων τῶν Ἀποστόλων). Ἑπομένως, ἐκεῖνοι, ὡς «ἰατῆρες ψυχῶν τε καὶ σωμάτων», θεράπευαν, μὲ τὶς γνώσεις των καὶ μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, τὸν πόνο καὶ τὶς ἀσθένειες, καὶ οἱ εὐεργετημένοι ἀπὸ αὐτοὺς ἀδελφοί των μεριμνοῦσαν γιὰ τὴν κάλυψη τῶν πενιχρῶν των ἀναγκῶν. Τί πιὸ δίκαιο καὶ πιὸ ὄμορφο!
Ἕνα πρᾶγμα μόνον ζητοῦσαν οἱ Ἅγιοι ἀντὶ γιὰ ἀμοιβή των: Πίστη στὸν Θεό. Καὶ αὐτὸ δὲν τὸ ζητοῦσαν κατ’ ἀπαίτηση ἀπὸ τοὺς θεραπευμένους, ἀλλὰ ὡς χάρη, διότι γνώριζαν ὅτι ἡ πίστη θὰ ἦταν ἡ θεραπεία των! Ὅπως ὁ Χριστὸς λέγει στὸν ἑκατόνταρχο τοῦ Εὐαγγελίου «ὡς ἐπίστευσας, γενηθήτω σοι» (Ματθ., η’ 13) καὶ ἀμέσως θεραπεύεται ὁ δοῦλος του, ἔτσι καὶ οἱ Ἅγιοι ἔκαναν «προσκλητήριο» πίστεως καὶ ἀγάπης, μὲ σκοπὸ νὰ προσφέρουν θεραπεία στοὺς ἀσθενεῖς των, διότι ἤξεραν ὅτι, ἐὰν βρῆ ἡ ψυχὴ τὸν θεράποντά της, στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τότε γρήγορα θὰ βρῆ καὶ τὸ σῶμα τὴν γιατρειά του.
Γι’ αὐτό, λοιπόν, δὲν ζητοῦσαν χρήματα οἱ Ἅγιοι γιὰ τὶς ὑπηρεσίες των πρὸς τὸν πάσχοντα ἀδελφό, διότι «δωρεὰν ἔλαβον». Ὡς δῶρο πῆραν τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας ἀπὸ τὸν δωρεοδότη Κύριο καὶ μὲ τὴν σειρά των τὸ προσέφεραν ἁπλόχερα στοὺς ἀδελφούς των καὶ συνεχίζουν νὰ τὸ προσφέρουν μέχρι σήμερα καὶ θὰ συνεχίζουν εἰς τοὺς αἰῶνας, διότι τὰ χαρίσματα δὲν χάνονται, ἀφοῦ καὶ οἱ Ἅγιοι δὲν πέθαναν, ἁπλῶς «μετέστησαν ἐκ τῶν λυπηρῶν ἐπὶ τὰ θυμηδέστερα καὶ ἐκ τῶν προσκαίρων εἰς τὰ αἰώνια» (Εὐχὴ Γονυκλισίας κατὰ τὴν Ἑσπερινὸ τῆς Πεντηκοστῆς).
Ἐὰν θέλωμε, λοιπόν, καὶ μεῖς σήμερα νὰ κάνωμε ἕνα δῶρο στοὺς Ἁγίους, ἄς διαλέξωμε τὸ ἀκριβότερο, ὅπως τοὺς ἀξίζει. Ἄς γίνουμε πιστοὶ στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἠθικοὶ καὶ ἀνεπίληπτοι στὸν προσωπικό μας βίο, δίκαιοι καὶ ἀγαπητικοὶ στὴν πολιτεία μὲ τοὺς ἀδελφούς μας, ὅπως ἀκριβῶς ἔγιναν καὶ ἐκεῖνοι. Παρέμειναν πάντοτε ἑνωμένοι μὲ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία, ὡς μέλη ἐκ μέρους (Α’ Κορ., ιβ’ 12, 27), καὶ δὲν βγῆκαν ποτὲ ζημιωμένοι, ἀντιθέτως μάλιστα: ὠφελήθηκαν καὶ ὠφέλησαν.
Μόνον ἐὰν ζήσωμε «εὐσεβῶς, σωφρόνως καὶ δικαίως» (Τίτ., β’ 12) καὶ ἐὰν προσφέρωμε καὶ ἐμεῖς δωρεὰν τὰ χαρἰσματα ποὺ λάβαμε ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα πρὸς δόξα Θεοῦ καὶ ἐπ’ ὠφελείᾳ τῶν ἀδελφῶν μας, τότε καὶ μόνον τότε θὰ εὐαρεστήσωμε στὸν Κύριο καὶ θὰ προσελκύωμε διαρκῶς τὴν χάρη Του καὶ τὴν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μὲ προοπτικὴ τὴν σωτηρία μας.
Οἱ Ἅγιοι Ἀνάργυροι, ποὺ τιμοῦμε καὶ γεραίρουμε, κάθε τέτοια μέρα, διὰ τῶν πρεσβειῶν των ἀλλὰ καὶ διὰ τῆς δικῆς μας προσευχῆς, ταπεινώσεως καὶ ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπο, νὰ δέωνται ἀδιαλείπτως πρὸς τὸν ἐλεήμονα Θεὸ νὰ μᾶς παράσχῃ πλούσια καὶ δαψιλῆ τὴν χάρη Του καὶ νὰ δώσῃ ἄφεση ἁμαρτημάτων στὶς παραλυμένες ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ψυχές μας. Γένοιτο! Χρόνια Καλά, ἐν Κυρίῳ!
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος – θεολόγος