«Δεινὸν ἡ ῥαθυμία, μεγάλη ἡ μετάνοια»
Τὴν Μεγάλη Τετάρτη ἡ ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπεικονίζει μὲ γλαφυρὸ καὶ παραστατικὸ τρόπο τὴν «σχέση» ἁμαρτίας – μετανοίας. Στὰ περισσότερα τροπάρια παρουσιάζονται κατ’ ἀντιδιαστολὴ οἱ μορφὲς τῆς ἁμαρτωλοῦ γυναικός, «τῆς ἀλειψάσης τὸν Κύριον μύρῳ», καὶ τοῦ δολίου μαθητῆ τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Ἰούδα, ποὺ τὴν ἴδια ὥρα σχεδίαζε τὴν προδοσία τοῦ Κυρίου.
Ἡ μὲν πόρνη, προσφέροντας τὸ μύρο μαζὶ μὲ τὰ ἀκόμη πιὸ πολύτιμα δάκρυά της, «λυτροῦται τῆς δυσωδίας τῶν κακῶν», ὁ δὲ Ἰούδας, ἄν καὶ ἀνέπνεε τὴν εὐωδία τῆς θείας χάριτος, ἐν τούτοις «ταύτην ἀποβάλλεται καὶ βορβόρῳ συμφύρεται». Ἡ μὲν ἁμαρτωλὸς προσφέρει τὰ δάκρυά της ὡς λύτρο γιὰ τὴν σωτηρία της, ὁ δὲ φιλάργυρος μαθητὴς προσφέρει στοὺς ἀνόμους τὰ τριάκοντα ἀργύρια, «τὴν τιμὴν τοῦ τετιμημένου».
Ἡ γυναῖκα, ἡ βυθισμένη στὴν ἁμαρτία, κερδίζει τελικὰ τὸ ἔλεος ἀπὸ τὸν ψυχοσώστη Σωτῆρα Της. Αὐτὸς ὁ Ὁποῖος δὲν ἦλθε «ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον, ἀλλ’ ἵνα σωθῆ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ» (Ἰωάν., γ’ 16-17), τῆς δίνει τελικὰ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, μὲ τὴν προτροπὴ βεβαίως «μηκέτι ἁμάρτανε». Ὁ Ἰούδας, ὅμως, ἄν καὶ συνειδητοποιῆ, ἔστω καὶ καθυστερημένα, ὅτι ἀπεμπόλησε «τὸν ἀτίμητον», ἐν τούτοις δὲν μετανοεῖ, δὲν ζητάει τὴν λυτρωτικὴ συγγνώμη, ποὺ δὲν θὰ τοῦ ἀρνεῖτο ὁ Κύριος, ἐφ’ ὅσον θὰ ἦταν εἰλικρινής. Ἡ «πηρωτικὴ φιλαργυρία» του τόσο πολὺ τὸν τυφλώνει, ὥστε νὰ λησμονῆ τὰ διδάγματα τοῦ δασκάλου του, ὅτι τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ δώσῃ ὁ ἄνθρωπος ὡς ἀντάλλαγμα γιὰ τὴν ψυχή του. Ἔτσι «ἀπογνώσει ἑαυτὸν ἐβρόχισε».
Ὁ ὑμνογράφος τονίζει πολὺ παραστατικὰ τὸ μέγεθος τῆς ἀγαπῶσας καρδίας τῆς ἁμαρτωλοῦ καὶ τὸ ἀντιπαραθέτει στὸ μέγεθος τῆς ἀγνωμοσύνης τοῦ προδότου μαθητοῦ. Ἡ ἁμαρτωλὸς μὲ τὴν πράξη της ἔδειξε ὅτι ἀναγνώριζε, «ἐπεγίγνωσκεν τὸν Δεσπότην», ἐνῶ αὐτός, ὁ Ἰούδας, μὲ τὴν προδοτική του συμπεριφορὰ «τοῦ Δεσπότου ἐχωρίζετο». «Αὕτη ἠλευθεροῦτο (ἀπὸ τὴν ἁμαρτία), ἐνῶ ὁ Ἰούδας, μὲ τὸ πάθος του «δοῦλος ἐγεγόνει τοῦ ἐχθροῦ».
Νὰ γιατὶ ὁ ὑμνογράφος ἀναφωνεῖ μὲ νόημα: «Δεινὸν ἡ ῥαθυμία, μεγάλη ἡ μετάνοια». Φοβερὴ δὲν εἶναι ἡ ἁμαρτία, αὐτὴ εἶναι σύμφυτη μὲ τὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου μεταπτωτικά, φοβερὴ εἶναι ἡ ἀμέλεια γιὰ τὴν σωτηρία μας. Ὁ Ἰούδας ἁμάρτησε ἀλλὰ ἁπλῶς μετεμελήθη, δὲν μετενόησε, γι’ αὐτὸ καὶ περιέπεσε σὲ ἀπόγνωση καὶ κατέφυγε σὲ «βροχισμό». Δὲν φρόντισε νὰ ἀποκαταστήσῃ τὴν τραγικὴ προδοσία τοῦ Κυρίου Του, ζητῶντας συγγνώμη ἤ δείχνοντάς του ἐμπράκτως, ὅπως ἡ πόρνη, τὴν εἰλικρινῆ ἀλλαγὴ τῆς συμπεριφορᾶς του.
Ὁ ὑμνογράφος προβαίνει στὸ σημεῖο αὐτὸ σὲ μιὰ φοβερὴ ψυχολογικὴ διαπίστωση. Ὁ Ἰούδας εἶχε καταληφθῆ τόσο πολὺ ἀπὸ τὸ πάθος τοῦ φθόνου, ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ δῆ τὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς του, «οὐκ οἶδε προτιμᾶν τὸ συμφέρον»! Εἶχε τόσο πολὺ δεθῆ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ μίσους του, ὥστε νὰ ἄγεται καὶ νὰ φέρεται ἀπὸ τὴν «δυσώδη κακίαν».
Ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ ἁμαρτωλὸς εἶναι τόσο πολὺ «ἀπεγνωσμένη διὰ τὸν βίον» καὶ «ἐπεγνωσμένη (στιγματισμένη) διὰ τὸν τρόπον», ποὺ καταφεύγει στὴν μοναδική της ἐλπίδα, στὸν Χριστό, ζητῶντας του νὰ μὴν τὴν βδελυχθῆ γιὰ τὴν ἁμαρτία, οὔτε νὰ τὴν ἀπορρίψῃ, ἀλλὰ νὰ τὴν δεχθῆ «μετανοοῦσαν», «ἥν οὐκ ἀπώσω ἁμαρτάνουσαν», αὐτὴν ποὺ δὲν περιφρόνησε, ὅταν ἁμάρτανε!
Ἀλήθεια πόσο μεγάλη θέληση γιὰ μετάνοια εἶχε αὐτὴ ἡ ἁμαρτωλὴ γυναῖκα καὶ πόση μεγάλη πίστη ταυτοχρόνως ὅτι ἡ μετάνοιά της μποροῦσε νὰ προέλθῃ μόνον ἀπὸ τὸν ψυχοσώστη Κύριο, τὸν Σωτῆρα της!
Αὐτὸ ἀκριβῶς διαπιστώνεται καὶ ἀπὸ τὸ Τροπάριο τῆς Κασσιανῆς, στὸ ὁποῖο παρακαλουθοῦμε τὰ στάδια τῆς μετανοίας τῆς ἁμαρτωλῆς πλὴν ὅμως ἀποφασισμένης γιὰ τὴν μετάνοια ἀγαπῶσας ψυχῆς. «Ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή» ἀναζήτησε τὴν μετάνοια, «αἰσθομένη τὴν Θεότητα», μόλις συνειδητοποίησε ὅτι εἶχε μπροστά της τὸν Θεό (α’ στάδιο). Ἡ συνειδητοποίηση τῆς θεότητος τὴν ὡδήγησε στὴν συνειδητοποίηση τῆς δικῆς της ἁμαρτωλότητος, τὴν ὁποία περιγράφει μὲ ζωηρὰ χρώματα: «Οἴμοι, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας» (β’ στάδιο). Ὅμως ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός της δὲν τὴν ἀποτρέπει, ἀλλὰ ἀντιθέτως τὴν ὠθεῖ στὴν ἐπιδίωξη τῆς σωτηρίας: «Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων, (…) Κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεαναγμοὺς τῆς καρδίας…» (γ’ στάδιο). Τέλος, ἐπιχειρεῖ νὰ διορθώσῃ τὴν προηγούμενή της ἁμαρτωλὴ συμπεριφορὰ μὲ τὰ ἴδια μέσα ποὺ χρησιμοποιοῦσε γιὰ τὴν ἁμαρτία, τὰ ὁποῖα ὅμως τώρα ἀποκτοῦν σωστικὸ περιεχόμενο: Τὰ χείλη ποὺ φιλοῦσαν γιὰ τὴν ἁμαρτία τώρα θὰ «καταφιλήσουν» «τοὺς ἀχράντους πόδας» τοῦ Χριστοῦ, καὶ οἱ βόστρυχοι ποὺ χρησιμοποιοῦνταν γιὰ τὴν πρόκληση ἡδονῆς τώρα, σὲ ἔνδειξη εὐγνωμοσύνης, θὰ «ἀποσμήξουν» τὰ εὐλογημένα πόδια τοῦ Σωτῆρος (δ’ στάδιο).
Τὸ ὑπέροχο αὐτὸ τροπάριο τελειώνει μὲ ἕνα ῥητορικὸ ἐρώτημα: Ἄραγε μπορεῖ νὰ συγκριθῆ «ἡ ἄβυσσος» τῶν δικαίων κρίσεων τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸ «πλῆθος» τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ κάθε ἁμαρτωλοῦ; Ἀσφαλῶς ὄχι!
Αὐτὴ εἶναι τελικὰ καὶ ἡ ἐλπίδα μας, ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ μᾶς βγάλῃ «ἐκ τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μας», ἐμᾶς ποὺ ἔχουμε ἁμαρτήσει «ὑπὲρ τὴν πόρνην». Γι’ αὐτὸ τὸν παρακαλοῦμε νὰ ἐκτιμήσῃ καὶ τὴν παραμικρὴ πλὴν ὅμως εἰλικρινῆ μας προσπάθεια γιὰ μετάνοια καὶ σωτηρία καὶ νὰ μᾶς προσφέρῃ πλουσιοπάροχα τὸ ἔλεός Του. Ἀρκεῖ νὰ τὸν ἐμπιστευτοῦμε, ὅπως ἡ ἁμαρτωλὸς γυνή, καὶ νὰ μὴν ἀμελήσωμε οὔτε ἐμεῖς, ὅπως καὶ ἐκείνη, νὰ ἀγωνιζώμαστε γιὰ τὴν λύτρωση καὶ τὴν σωτηρία μας, τὴν ὁποία εἴθε νὰ ἀποκτήσωμε μὲ τὴν θεία χάρη!
Γένοιτο!
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος