Ἄς μὴν βρεθοῦμε πρὸ ἐκπλήξεων!
Μὲ ἔκσταση στέκεται πάντοτε ο ἄνθρωπος μπροστὰ στὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ καὶ ἀναφωνεῖ: «Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα Σου, Κύριε,…». Ὅσο περισσότερο, μάλιστα, θαυμάζει τὴν μεγαλωσύνη Του, ἄλλο τόσο συνειδητοποιεῖ τὴν δική του μικρότητα καὶ ἀδυναμία καὶ ζητάει τὴν βοήθεια τοῦ Παντοδυνάμου Θεοῦ: «Πτωχὸς καὶ πένης εἰμί ἐγώ. Ὁ Θεὸς βοήθησόν μοι· βοηθός μου καὶ ῥύστης μου εἶ σύ, Κύριε» (Ψαλμός 69, στ. 6).
Ἔτσι καὶ ὁ ἑκατόνταρχος τοῦ Εὐαγγελίου, παρὰ τὰ πολλά του ἀξιώματα καὶ τὰ ἀκόμη περισσότερα ὑλικά του ἀγαθά, συναισθάνεται τὴν ἀδυναμία του καὶ καταφεύγει στὸν Κύριο, γιὰ νὰ δώσῃ λύση στὸ «πρόβλημά» του.
Ποιό εἶναι, ἀλήθεια, τὸ πρόβλημά του; Τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ τὸν ἀπασχολεῖ καὶ ἀδυνατεῖ νὰ εὕρῃ τὴν λύση του; Μήπως ὁ ἴδιος ἢ ἄλλο μέλος τῆς οἰκογενείας του ἢ ἔστω κάποιος ἀγαπημένος του συγγενὴς πάσχει ἀπὸ κάποια ἀνίατη ἀσθένεια καὶ καταφεύγει στὸν Κύριο, ἐπειδὴ ἄκουσε ὅτι κάνει θαύματα; Ὄχι! Ἡ ὑπόθεση ποὺ τὸν ἀπασχολεῖ δὲν ἀφορᾶ οὔτε τὸν ἴδιο, οὔτε κάποιο ἄλλο μέλος τῆς οἰκογενείας του, οὔτε ἀκόμη κάποιον συγγενῆ του, ἀλλὰ τὸν πονᾶ καὶ τὸν θλίβει ἡ ἀσθένεια τοῦ δούλου του: «Κύριε, ὁ παῖς μου βέβληται ἐν τῇ οἰκίᾳ παραλυτικός, δεινῶς βασανιζόμενος» (Ματθ., η’ 6). Μάλιστα, καλῶς ἀκούσαμε! Ἕνας τρανὸς Ῥωμαῖος ἀφέντης ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν θεραπεία ἑνὸς ταπεινοῦ καὶ τιποτένιου δούλου («res», δηλ. «πρᾶγμα» θεωροῦσαν οἱ Ῥωμαῖοι τοὺς δούλους, ὅπως καὶ τὶς γυναῖκες)!
Τὸ ἐπεισόδιο, ὅμως, αὐτὸ κρύβει καὶ ἄλλα παράδοξα: Ἕνας πανίσχυρος ἀξιωματοῦχος, μὲ ὅλα τὰ μέσα στὴν διάθεσή του -οἰκονομικὰ καὶ κοινωνικά-, δὲν ἀναζητᾶ ἀκριβοὺς καὶ διάσημους γιατρούς, γιὰ τὴν θεραπεία τοῦ προσφιλοῦς του δούλου, ἀλλὰ ζητᾶ τὴν βοήθεια τοῦ ἄσημου καὶ περιφρονημένου, ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς συμπατριῶτες του, Ἰησοῦ! Ἕνας Ῥωμαῖος κυρίαρχος τῆς χώρας τῶν Ἰουδαίων καταφεύγει γιὰ τὴν λύση τοῦ προβλήματός του σὲ ἕναν ὑπήκοό του Ἰουδαῖο! Ἕνας «ἄπιστος» ἐθνικὸς ὁμολογεῖ ἀπερίφραστα τὴν πίστη του στὸν Θεὸ καὶ «βάζει τὰ γυαλιά» στοὺς «εὐσεβεῖς» Ἰουδαίους!
Καὶ τὸ πλέον παράδοξο! Ὁ ἑκατόνταρχος δὲν ἀναζητάει θαῦμα, γιὰ νὰ πιστέψῃ στὸν Κύριο, εἶναι ἐξ ἀρχῆς ἀπολύτως βέβαιος ὅτι ὁ Κύριος μπορεῖ νὰ θεραπεύσῃ τὸν δοῦλο του, καὶ μάλιστα ἐξ ἀποστάσεως, ἁπλῶς καὶ μόνον μὲ τὸν λόγο Του: «Κύριε, οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς· ἀλλὰ μόνον εἰπὲ λόγῳ καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου» (ὅ. π. 8).
Τί νὰ πρωτοθαυμάσῃ, ἀλήθεια, κανεὶς στὴν περίπτωση τοῦ ἀληθινοῦ αὐτοῦ ἄρχοντα: τὴν μεγάλη του πίστη στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου, τὴν συγκινητική του ἀγάπη γιὰ τὸν ἄρρωστο δοῦλο του, ἢ τὴν συγκλονιστική του ταπείνωση μπροστὰ στὴν ἀνωτερότητα τοῦ Κυρίου! Μᾶλλον καὶ γιὰ τὰ τρία αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ τὸν παραδεχθῆ!
Πάντως, ὁ φιλεύσπλαχνος Κύριος ὑποκλίνεται μπροστὰ στὴν θαυμαστὴ πίστη τοῦ ἄρχοντα, ἀναφωνῶντας μὲ νόημα: «οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον» (ὅ. π. 10). Πράγματι, οἱ «πιστοί» Ἰουδαῖοι, κατὰ πλειοψηφία, δὲν πιστεύουν τὸν Κύριο ὡς Θεό, παρ’ ὅτι τὸν ἔχουν ἀνάμεσά των καὶ ζοῦν συνεχῶς τὰ θαύματά Του, ἐνῶ ὁ μὴ ἔχων γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἐθνικὸς Ῥωμαῖος ζῆ τελικὰ τὸ θαῦμα, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς πίστεώς του: «ὕπαγε, καὶ ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοι. καὶ ἰάθη ὁ παῖς αὐτοῦ ἐν τῇ ὥρα ἐκείνῃ» (ὅ. π. 13).
«Μεγάλα τὰ τῆς πίστεως κατορθώματα»! Ἀλλὰ ἀκόμη μεγαλύτερη εἶναι ἡ δύναμη τῆς θείας Χάριτος, ποὺ ἀπεργάζεται μὲ θαυμαστὸ τρόπο τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων καὶ ὁδηγεῖ τὰ βήματα τῶν «μακράν» τοῦ Κυρίου εὑρισκομένων στὴν γνώση Του καὶ στὴν ἀλήθεια, καθιστῶντας τους, μάλιστα, παράδειγμα πρὸς μίμηση γιὰ τοὺς θεωρητικὰ πιστούς.
Ὅσο γιὰ ἐμᾶς, τοὺς «ἐγγύς» τοῦ Κυρίου, βαπτισμένους καὶ χαριτωμένους ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα χριστιανούς, μήπως καταντήσαμε ἀνενεργὴ τὴν χάρη Του, μὲ τὴν χλιαρή μας πίστη καὶ τὰ ἀνύπαρκτα ἢ καὶ ἐχθρικά μας ἔργα; Μήπως θεωροῦμε καὶ ἐμεῖς, ὅπως καὶ οἱ περισσότεροι Ἰουδαῖοι τῆς ἐποχῆς τοῦ Κυρίου, ὅτι μᾶς ἀνήκει δικαιωματικὰ ἡ βασιλεία Του, χωρὶς ὅμως νὰ ζοῦμε, κατὰ τὴν προτροπή του, «σωφρόνως, δικαίως καὶ εὐσεβῶς» (Τίτ. β’ 12); Μήπως, ἀκόμη χειρότερα, χάσαμε ὁλότελα τὴν πίστη μας στὸν Θεό, ὀλισθαίνομε, συνεπῶς, οἱ ἴδιοι καὶ παρασύρομε, ἀλλοίμονο, καὶ ἄλλους στὸ καταστροφικό μας ὀλίσθημα;
Ἐὰν δὲν ἀποφασίσωμε, πάντως, ἐγκαίρως νὰ ὀρθοποδήσωμε καὶ νὰ ζήσωμε, σ’ αὐτὴν ἐδῶ τὴν ζωή, μὲ ἀληθινὴ καὶ μάλιστα δυνατὴ πίστη, ὅπως αὐτὴ τοῦ ἑκατοντάρχου, ἀλλὰ καὶ μὲ γνήσια χριστιανικὴ ζωὴ καὶ μὲ χρηστὴ πολιτεία, τότε, ὅπως προειδοποιεῖ ὁ Κύριος, θὰ βρεθοῦμε πρὸ ἐκπλήξεων στὴν ἄλλη ζωή, «ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἀνακλιθήσονται ἐν τῆ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, οἱ δὲ (θεωρούμενοι) υἱοὶ τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον» (ὅ. π. 12).
Καιρός, ἐπὶ τέλους, νὰ ἀνανήψωμε, νὰ ξεφύγωμε ἀπ’ τὴν ἐπισφαλῆ μας «ἀσφάλεια» καὶ νὰ ἐργαστοῦμε πλέον σοβαρὰ γιὰ τὴν σωτηρία μας· καὶ τότε ὁ Θεὸς θὰ εἶναι σίγουρα βοηθός!
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος