Ἅγιοι Πάντες, οἱ φωτεινοί μας ὁδοδεῖκτες
Τοὺς Ἁγίους Πάντες, τοὺς φωταυγεῖς ἀστέρες τοῦ νοητοῦ στερεώματος, τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας τὴν πρώτη Κυριακὴ μετὰ ἀπὸ τὴν Πεντηκοστή, ὡς ὄργανα τοῦ Πνεύματος καὶ πρώτους καρποὺς τῆς χάριτός Του. Πρόκειται γιὰ Ἁγίους ὅλων τῶν κατηγοριῶν καὶ ἡλικιῶν, ἐπωνύμους καὶ ἀνωνύμους, ἐπιφανεῖς καὶ ἀσήμους, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ποὺ φωτίστηκαν καὶ ἁγιάσθηκαν ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ εὐηρέστησαν στὸν Θεό, διότι «ἐπλήρωσαν ἔργῳ τὸν λόγον τοῦ Σωτῆρος».
Βλαστοὺς εὐαγγελίου καὶ καρποὺς ἀμαράντους, καλεῖ ὁ Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης τοὺς Ἅγιους Πάντες, ὁ δὲ Κύριλλος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως τοὺς παρομοιάζει μὲ οὐρανό, ποὺ στὸ μέσο του λάμπει ὡς Ἥλιος ὁ Χριστός, ὡς σελήνη ἡ Παναγία, καὶ «κύκλῳ» ὡς ὁλόφωτα ἄστρα οἱ χοροὶ πάντων τῶν Ἁγίων. Ὁ κυκλωτικὸς αὐτὸς χορός παραμένει μάλιστα ἀνοικτός, ὥστε, ὅποιος θελήσῃ, «εἰς τοὺς πάντας εἰσέρχεσθαι» (Συναξάρι τῆς ἑορτῆς).
Ἄλλωστε οἱ Ἅγιοι δὲν ἔκαναν τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ ἀκολουθήσουν τὴν προτροπὴ τοῦ Κυρίου: «ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι» (Α’ Πέτρ., α’ 16). Πράγματι, ἐνδυναμούμενοι «διὰ τῆς πίστεως» «κατηγωνίσαντο βασιλείας» (=ἀνέτρεψαν βασίλεια), «ἔφραξαν στόματα λεόντων», «ἔσβεσαν δύναμιν πυρός», «ἔφυγον στόματα μαχαίρας», «ἐτυμπανίσθησαν» (=κακοποιήθηκαν διὰ τοῦ βασανιστικοῦ ὀργάνου, τοῦ τυμπάνου), «ἐλιθάσθησαν», «ἐπρίσθησαν» (=πριονίστηκαν), «ἐπειράσθησαν» (Ἑβρ., ια’ 33-37), ὑπέμειναν ὅλων τῶν εἰδῶν τὶς κακουχίες, γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν «ἐπαγγελία» τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν αἰώνιο ζωή.
Ἄς μὴν ἀναρωτιέται πλέον κάποιος μὲ ποιόν τρόπο κατάφεραν οἱ πρώην ἁπλοῖ καὶ κοινοὶ αὐτοὶ ἄνθρωποι, οἱ κατὰ πάντα ὅμοιοι μὲ μᾶς ὡς πρὸς τὴν φύση, νὰ βροῦν τὴν ψυχικὴ καὶ σωματικὴ δύναμη, ὥστε νὰ ἐπιτύχουν τόσο μεγάλα κατορθώματα! Ἡ ἀπάντηση εἶναι ξεκάθαρη: ἀγωνίστηκαν καὶ τελειώθηκαν «διὰ τῆς πίστεως»!
Κατ’ ἀρχὰς ἡ πίστη φλόγισε τὶς καρδιὲς τῶν «ἀγραμμάτων ἁλιέων», τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου, ὥστε νὰ γίνουν ἀπόστολοι καὶ κήρυκες τοῦ εὐαγγελίου Του στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης. Αὐτοὶ μὲ τὴν σειρά των ἔσπειραν τὸν λόγο Του, ποὺ βλάστησε «θείᾳ γεωργίᾳ καὶ χάριτι» καὶ δημιούργησε τὶς πανστρατιὲς τῶν ἁγίων μαρτύρων καὶ ὁμολογητῶν, οἱ ὁποῖοι πυρπολούμενοι ἀπὸ τὴν φλόγα τῆς θείας ἀγάπης ἔφλεξαν τὰ φρυάγματα τῶν εἰδώλων καὶ διέλυσαν τὰ σκοτάδια τῆς πλάνης, σκορπίζοντας τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ ἁπανταχοῦ τῆς γῆς.
«Πίστει εἰργάσαντο δικαιοσύνην», «ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας» (ὅ. π.), ὥστε νὰ νικήσουν στοὺς πολέμους καὶ νὰ τρέψουν αὐτοί, οἱ πρώην ἀδύναμοι καὶ ἔπειτα δυνατοὶ ἐν Κυρίῳ, τοὺς ἐχθρούς σὲ φυγή. Ἀλλὰ καὶ γιὰ ἕναν ἄλλον λόγο τὰ κατάφεραν, ἐπειδὴ γι’ αὐτοὺς «οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος». Δὲν δέχθηκαν δηλαδὴ νὰ ἀνταλλάξουν τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἐπαγγελία τῆς αἰωνίου ζωῆς μὲ ὅλες τὶς τιμὲς καὶ τὰ ἀξιώματα τοῦ κόσμου τούτου. Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος στὴν μέλλουσα κρίση τοὺς ἐπιφυλάσσει τὸν ἀμάραντο στέφανο γιὰ τὴν μαρτυρία τῆς πίστεώς των.
Ἀκριβῶς στὸ σημεῖο αὐτὸ ἔγκειται καὶ τὸ μεγαλεῖο τῶν Ἁγίων Πάντων ἀλλὰ καὶ ἡ μακροθυμία τοῦ Κυρίου μας. Οὔτε Ἐκεῖνοι σπεύδουν, ὅπως θὰ περίμενε κανείς, καὶ ὅπως εἶναι λογικό, ὕστερα ἀπὸ πολύμοχθο ἀγῶνα, νὰ δρέψουν τοὺς καρποὺς τοῦ μαρτυρίου των καὶ νὰ τοὺς γευθοῦν μὲ μακαριότητα, οὔτε ὁ πολυεύσπλαγχνος Κύριος ἐπιθυμεῖ νὰ ἀπολαύσουν μόνοι των τὰ πλούσια ἀγαθὰ τῆς Βασιλείας Του, «τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι» (ὅ.π. 40). Ἐξ ἄλλου ὁ Θεὸς «θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι» καὶ περιμένει ὑπομονετικὰ νὰ συγκαταριθμηθοῦν ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότεροι στὸν ἀνοικτὸ χορὸ τῶν Ἁγίων Του!
Ὕστερα ἀπὸ τὴν τιμὴ αὐτὴν ποὺ μᾶς κάνει ὁ ἀγαθὸς Θεὸς καὶ οἱ Ἅγιοί μας, κανονικὰ θὰ ἔπρεπε ὅλοι νὰ ἀγωνιζώμεθα μὲ προθυμία καὶ φιλοτιμία «τὸν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα» τῆς πίστεως. Ἐὰν δὲν τὸ πράττωμε, σημαίνει ἤ ὅτι ὑστεροῦμε στὴν πίστη ἤ ὅτι προτιμοῦμε τὶς κοσμικὲς τιμὲς ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου ἤ καὶ τὰ δύο.
Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις εἴμαστε πραγματικὰ ἀξιοκατάκριτοι. Ὄχι μόνον δὲν ὁμοιάζομε στὸ ἐλάχιστο στοὺς καταξιωμένους Ἁγίους Πάντες ἀλλὰ τοὺς περιφρονοῦμε κατ’ οὐσίαν μὲ τὴν ὑποκριτική μας στάση. Ἀπὸ τὴν μιὰ λέμε ὅτι τοὺς τιμᾶμε, ἀπὸ τὴν ἄλλη προσφέρομε μεγαλύτερες τιμὲς στοὺς κάθε λογῆς «ἁγίους» τοῦ κόσμου τούτου ποὺ κυριολεκτικὰ λατρεύομε καὶ ἀκολουθοῦμε τυφλὰ σὲ ὅ τι κι ἄν μᾶς λένε. Τοὺς ἐμπιστευόμαστε μάλιστα ἀκόμη καὶ ὅταν μᾶς ἀπογοητεύουν καὶ ἀποδεικνύονται ἀνάξιοι τῆς ἐμπιστοσύνης μας. Ἀκόμη καὶ τότε εἴμαστε καὶ πάλι πρόθυμοι νὰ τοὺς ὑπακούσωμε.
Εἶναι πράγματι τόσο μεγάλη ἡ σύγχυση τῶν ἡμερῶν, τόσο πηκτὸ τὸ σκοτάδι, τόσο καλὰ ὀργανωμένη καὶ συγκεκαλυμμένη ἡ δράση τῶν δυνάμεων τοῦ κακοῦ ἀλλὰ καὶ τόσο ἐκτεταμένη ἡ διάσπαση καὶ ἡ ἀσυνεννοησία τῶν δυνάμεων τοῦ καλοῦ, ὥστε νὰ φαίνεται σχεδὸν ἀδύνατον νὰ ἀντιδράσῃ καὶ νὰ ἀντισταθῆ κανεὶς στὸν ἀπόλυτο ἔλεγχο τῶν πρώτων.
Ἀλήθεια, τί ἔχομε νὰ ἀντιτάξωμε στὶς φαινομενικὰ ἀκατανίκητες ἀντίθεες καὶ ἀπάνθρωπες δυνάμεις ποὺ παλεύουν μὲ πεῖσμα νὰ μᾶς συντρίψουν; Τὴν ὁμολογουμένως ἀνίσχυρη πίστη μας, ποὺ ὅμως γίνεται ἰσχυρή, ὅταν ζητήσωμε ἐνδυνάμωση ἀπὸ τὸν κραταιὸ Κύριο. Ἐκεῖνος ἐνδυνάμωσε τοὺς πρώην ἀσθενεῖς καὶ στὴν συνέχεια ἐνισχυμένους ἀπὸ τὴν δύναμή Του Ἁγίους Πάντες, ὥστε καὶ θαυμαστὰ νὰ ἐπιτύχουν καὶ τὶς ἐνάντιες δυνάμεις νὰ κατανικήσουν.
Ἐκεῖνος δὲν παύει νὰ ἀναδεικνύῃ διαρκῶς Ἁγίους, ἀκόμη καὶ στὶς ἡμέρες μας, γιὰ νὰ μᾶς φωτίζουν καὶ νὰ μᾶς ἐνδυναμώνουν καὶ ἐμᾶς, ὥστε «ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι» νὰ ἀντέχωμε στὰ σύγχρονα μαρτύρια, ἀρκεῖ νὰ τὸν ὁμολογοῦμε μὲ θάρρος.
Ταυτοχρόνως, ἄς μὴν παύωμε νὰ ἀγωνιζώμεθα «τὸν καλὸν ἀγῶνα» τῆς πίστεως μὲ σταθερότητα καὶ «δι’ ὑπομονῆς», ἔχοντες τοὺς ὀφθαλμούς μας προσηλωμένους στὸν τελειωτὴ Κύριο καὶ στοὺς τελειωθέντες ἐν Κυρίῳ ἀξίους μαρτυρές Του καὶ φωτεινούς μας ὁδοδεῖκτες, τοὺς Ἁγίους Πάντες, ἀπὸ τὴν χάρη τῶν ὁποίων εἴθε πάντοτε νὰ καταυγαζώμεθα καὶ μὲ τοὺς ὁποίους εἴθε νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ συγκοινωνήσωμε στὴν αἰώνια Βασιλεία Του.
Γένοιτο!
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος