Βίος καὶ πολιτεία Ἁγίων,  Γενικά,  Μπορεῖ νὰ μᾶς Ἐνδιαφέρει...,  Νὰ ἀνεβοῦμε λίγο ψηλότερα,  Σὰν Σήμερα

Μὲ προοπτικὴ τὴν αἰώνιο ζωή

Περὶ σταυροῦ ὁ λόγος καὶ αὐτὴν τὴν Κυριακή, μετὰ ἀπὸ τὴν Ὕψωση (Μάρκ., ἡ’ 34 – θ’ 1). Στὸ Εὐαγγέλιο τῆς ἡμέρας, ὁ Κύριος δίνει στοὺς μαθητές Του καὶ στὸ προσκαλεσάμενο ὄχλο σταυρικὲς παραινέσεις, ἀπευθύνοντας πρὸς ὅλους τὴν κλήση Του: «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν» (Μάρκ., η’ 34). Πόσο εὐγενικὸ εἶναι, ἀλήθεια, τὸ κάλεσμά Του καὶ πόσο πολὺ χρειάζεται νὰ τὸν ἀγαπᾶμε γι’ αὐτήν Του τὴν προτροπή, νὰ τὸν ἀκολουθήσουμε ὄχι ἀναγκαστικὰ ἀλλὰ ἐλεύθερα.

Ἐάν, ἐμεῖς πάρουμε αὐτὴν τὴν ἀπόφαση, τότε ἔχουμε κάνει, βεβαίως, τὸ πρῶτο σημαντικὸ βῆμα γιὰ τὴν σωτηρία μας. Δὲν εἶναι καθόλου εὔκολο γιὰ τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀποκόψη τοὺς δεσμούς του μὲ τὸν κακὸ τοῦ ἑαυτό, νὰ ξερριζὼσῃ ἀπὸ μέσα του τὶς ἁμαρτωλές του ἐπιθυμίες, τὶς ἀνάρμοστες συνήθειές του, καὶ ὃ τί ἄλλο τὸν κρατάει δέσμιο μὲ τὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀμαυρώνει τὸ κατ’ εἰκόνα.

Γι’ αὐτό, ἀμέσως μετὰ ἀπὸ τὴν ἡρωϊκή μας ἀπόφαση νὰ τὸν ἀκολουθήσουμε, ὁ Κύριος μᾶς καλεῖ νὰ κάνουμε τὸ δεύτερο βῆμα: νὰ ἀπαρνηθοῦμε τὸν κακό μας ἑαυτό. Αὐτὸ ἐννοεῖ μὲ τό «ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν». Δὲν ἐννοεῖ γενικῶς τὸν ἑαυτό μας ἀλλὰ τὴν ἀμαρτωλότητά μας, ἢ ὅπως θὰ λέγαμε ἀλλοιῶς, τὸ κοσμικό μας φρόνημα.

Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος ἐπιπλήττει λίγο πρὶν τὸν Πέτρο, ποὺ τὸν φοβίζει τὸ κήρυγμα τοῦ σταυροῦ καὶ τοῦ πάθους, ὅτι δὲν «φρονεῖ τὰ τοῦ θεοῦ ἀλλὰ τὰ τῶν ἀνθρώπων» (Μάρκ., η’ 33), διότι μόνον ὅποιος φρονεῖ ἀνθρώπινα φοβᾶται τὸν θάνατο! Καὶ βεβαίως οἱ μαθητὲς τοῦ Κυρίου, σκεπτόμενοι ἀνθρώπινα, δὲν εἶναι σὲ θέση, πρὸ τοῦ σταυροῦ καὶ τοῦ πάθους Του, νὰ ἐκτιμήσουν τὴν σωτηριώδη σημασία των.

Γιὰ νὰ ξαναγυρίσουμε, ὅμως, στό «ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν», ἡ ἁμαρτωλότητά μας, κάποιες φορές, εἶναι συνυφασμένη μὲ τὸ εἶναι μας σὲ τέτοιο βαθμό, ποὺ δὲν ξεχωρίζει πλέον ὁ καλὸς ἀπὸ τὸν κακό μας ἑαυτό.

Ὡς γνωστόν, ὁ ἄνθρωπος, μὲ τὸ βάπτισμα, ἔλαβε τὴν σφραγῖδα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, φωτίστηκε καὶ χαριτώθηκε. Στὴν πορεία, ὅμως, λόγῳ τῆς ῥοπῆς του πρὸς τὴν ἁμαρτία, ὡς συνέπεια τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ἀποκτᾶ ἕξεις, ἐθίζεται δηλαδὴ σὲ συμπεριφορὲς ποὺ εἶναι δύσκολο νὰ ἀποβάλλη λόγῳ τῆς συνήθειας («ἕξις δευτέρα φύσις») καὶ οἱ ὁποῖες σταδιακὰ τὸν ὁδηγοῦν μακρυὰ ἀπὸ τὸν χαριτωμένο του ἑαυτό.

Γι’ αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὁμολογεῖ:

«ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος» καὶ ἀναρωτιέται: «τίς μέ ῥύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου

(Ῥωμ., ζ’ 25)

Ποιός θὰ μὲ λυτρώση, δηλαδή, ἀπὸ τὸ σῶμα αὐτὸ τὸ ἁμαρτωλό, ποὺ κουβαλῶ, τὸ ὁποῖο εἶναι θανατηφόρο, ἀφοῦ «ἡ ἁμαρτία ἀποκύει θάνατον» (Καθολικὴ ἐπιστολὴ Ἰακώβου α’,15).

Τὸ ἐρώτημα εἶναι ἀσφαλῶς ρητορικό. Μόνον Ἕνας μπορεῖ νὰ βοηθήση τὸν ἄνθρωπο νὰ λυτρωθῇ ͘ καὶ αὐτὸς δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν μόνον ἀληθινὸ Λυτρωτή, ποὺ μὲ τὸ ἀνέβασμά Του στὸν σταυρὸ πῆρε πάνω Του τὶς ἁμαρτίες ὅλων μας καὶ μὲ τὴν ἀνάστασή Του μᾶς χάρισε τὴν αἰώνια ζωή.

Καὶ ναὶ μὲν ἡ αἰώνια ζωὴ μᾶς δόθηκε ὡς δῶρο, χρειάζεται, ὅμως, νὰ ἀγωνιστοῦμε καὶ οἱ ἴδιοι γιὰ τὴν ἀπόκτηση καὶ τὴν διατήρησή της. Καὶ ὁ βασικός μας ἀγῶνας εἶναι ἀκριβῶς αὐτός, νὰ ἀποδεχτοῦμε τὴν ἀδυναμία μας νὰ λυτρωθοῦμε μὲ τὶς δικές μας δυνάμεις. Διότι πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ ἁμαρτωλός, ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος τραυματισμένος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, νὰ σώση τὸν ἁμαρτωλό του ἑαυτό;

Συνεπῶς, ὁ ἀγῶνας τοῦ κάθε «ταλαίπωρου», κάθε ταλανισμένου ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, εἶναι διπλός: ἀφ’ ἑνὸς μὲν νὰ συνειδητοποιήση τὴν ἁμαρτωλότητά του καὶ τὴν ἐξ αὐτῆς δεδομένη ἀδυναμία του νὰ τὴν ξεπεράση, ἀφ’ ἑτέρου δέ, ἀφοῦ ἀποκτήση συνείδηση, νὰ ἀγωνιστῇ, μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις, νὰ ἀντισταθῇ στὴν ἁμαρτία. Μόνον μὲ τὴν συνεχῆ προσευχή, τὴν νηστεία, ἀπὸ τὰ πάθη περισσότερο, τὴν ἐξομολόγηση, τὴν συμμετοχή του στὴν θεία κοινωνία, μὲ τὴν ὁλοκληρωτικὴ δηλαδὴ ἀλλαγὴ τοῦ ἑαυτοῦ του, μὲ τὴν μετάνοια, εἶναι δυνατὸν νὰ τὰ καταφέρη.

«Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν….». Τὸ πρῶτολοιπὸν καὶ σημαντικώτερο βῆμα εἶναι νὰ θέλη κανεὶς νὰ ἀναζητήση τὴν σωτηρία του καὶ μάλιστα στὸ πρόσωπο τοῦ ἀληθινοῦ Σωτῆρος, τοῦ Χριστοῦ, ποὺ δὲν ὑπόσχεται ἁπλῶς, ὅπως οἱ κάθε λογῆς «σωτῆρες», ἀλλὰ καὶ κάνει πράξη τὸν λόγο Του, ὅπως ἀπέδειξε μὲ τὴν ἅπαξ διὰ παντὸς γενομένη θυσία Του, ποὺ ἐπαναλαμβάνεται βεβαίως, συμβολικά, σὲ κάθε Θεία Λειτουργία.

Ἀφοῦ καταφέρῃ ὁ ἄνθρωπος νὰ λάβη τὴν πρώτη σημαντικὴ ἀπόφαση, νὰ ξεφύγῃ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας, καὶ ἀφοῦ κάνῃ καὶ τὸ δεύτερο σημαντικὸ βῆμα, νὰ ἀπαρνηθῇ τὸν ἁμαρτωλό, ὅπως εἴπαμε, ἑαυτό του, τότε, ἐνισχυόμενος ἀπὸ τὴν δύναμη τῆς θείας χάριτος ὁδηγεῖται καὶ στὸ τρίτο ἀποφασιστικὸ βῆμα: νὰ ἄρη τὸν σταυρό του, κατὰ τὴν προτροπὴ τοῦ Κυρίου «ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ…», ποὺ πρακτικὰ σημαίνει νὰ ὑπομείνῃ μὲ ἐγκαρτέρηση καὶ μὲ χαρά, -ναί, μὲ χαρά- τὶς δυσκολίες, τὶς θλίψεις καὶ τὰ δεινὰ τοῦ βίου του.

Οὔτε αὐτό, τὸ τρίτο βῆμα, εἶναι εὔκολο. Ὅμως, ὁ ἀποφασισμένος νὰ σταυρωθῇ χριστιανὸς ἔχει πλέον ὡς συμπαραστάτη καὶ βοηθό του τὸν Ἐσταυρωμένο Κύριο, ὁ Ὁποῖος ἔγινε «ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ» (Φιλιπ., β’ 8) γιὰ τὴν δική μας σωτηρία.

Ἔτσι, ἀντλῶντας θάρρος ἀπὸ τὴν δική Του ὑπομονὴ καὶ παίρνοντας δύναμη ἀπὸ τὴν δύναμή Του ὁ σταυρωμένος ἄνθρωπος προχωρεῖ καὶ στὸ τέταρτο, ἐξ ἴσου σημαντικὸ βῆμα: νὰ ἀκολουθῆ τὸν Κύριο, κατὰ τὴν προτροπή Του «ἀκολουθείτω μοι», βαδίζοντας μὲ σταθερότητα καὶ συνέπεια στὴν σταυρική του πορεία.

Ἐὰν δὲν κάνῃ καὶ αὐτὸ τὸ βῆμα ὁ θεωρούμενος σταυρικὸς ἄνθρωπος, τότε δὲν εἶναι ὁλοκληρωμένος «σταυρός» καὶ ἡ θυσία του δὲν εἶναι εὐάρεστη στὸν Κύριο, διότι Ἐκεῖνος ποὺ εἶπε «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου», εἶπε, συγχρόνως, καὶ «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν.» (Μάρκ., ιβ’ 30-31, Ματθ., κβ’ 27-29).

Δὲν εἶναι, ἀλήθεια, κρῖμα νὰ κάνωμε τόσες προσευχές, τόσα κομποσκοίνια, τόσες γονυκλισίες γιὰ τὴν σωτηρία μας καὶ νὰ μὴν δείχνωμε ἀγάπη καὶ κατανόηση γιὰ τὸν ἐπίσης σταυρωμένο ἀδελφό μας;

«Τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον, ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῆ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ

(Μάρκ., η’ 36-37)

Δὲν εἶναι, ἐπίσης, κρῖμα νὰ χάσωμε τὴν ἐξαγορασμένη μὲ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου ψυχή μας γιὰ λίγα ἁμαρτωλὰ ἀργύρια, λίγη φθηνὴ δόξα καὶ μερικὲς εὐτελεῖς ἡδονές;

Ἂς σκεφθοῦμε, ἐπί τέλους, τὸ ἀληθινό μας συμφέρον καὶ ἂς ἀξιολογήσωμε σοβαρώτερα τὴν ἀκριβοπληρωμένη σωτηρία μας. Αὐτὸ σημαίνει, ὅπως ἤδη ἀναλύσαμε, ἀρχικὰ νὰ θελήσουμε νὰ πάρουμε τὴν σωστὴ ἀπόφαση, νὰ ἀκολουθήσουμε δηλαδὴ ἐλεύθερα τὸν Κύριο, καὶ στὴν συνέχεια νὰ κάνουμε καὶ τὰ ἑπόμενα βήματα, νὰ ἀπαρνηθοῦμε τὸν ἑαυτὸ τῆς ἁμαρτίας, νὰ ἄρουμε μὲ χαρὰ καὶ ὑπομονὴ τὸν σταυρὸ τῶν δυσκολιῶν καὶ τῶν πειρασμῶν μας, ὄντες βέβαιοι ὅτι ὁ Κύριος θὰ τὸν ἐλαφρύνη γιὰ χάρη μας, καὶ νὰ ἀκολουθήσουμε τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ Ἀναστημένο Κύριό μας, ζῶντας ἀληθινὰ σταυρικὴ ζωὴ καὶ πολιτεία, μὲ προοπτικὴ τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ πολιτεία.

Ἀμήν! Γένοιτο!

Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος – θεολόγος