Γιατί κοινότητες;
Στὸ προηγούμενο φύλλο, περιγράφοντες τὴν δράση τῶν Ἀποστόλων καὶ τὴν ζωὴ τῶν πρώτων Χριστιανῶν, ἀναφέραμε τὴν σπουδαιότητα ποὺ εἶχαν οἱ κοινότητες ἀγάπης. Πράγματι, σὲ αὐτὲς βιωνόταν σὲ συγκεκριμένο τόπο καὶ χρόνο ἡ ζωὴ καὶ ἡ πολιτεία τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὥστε καὶ τὰ ἐπὶ μέρους πρόσωπα ἐμιμοῦντο τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, καὶ μάλιστα τὸ πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου, καὶ κάθε τοπικὴ ἐκκλησία ἐμιμεῖτο καὶ ἀκολουθοῦσε τὴν ἑνότητα καὶ τὴν κοινὴ δράση τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Βεβαίως, ἡ διατήρηση αὐτῆς τῆς ἑνότητος δὲν ἦταν εὔκολη ὑπόθεση. Γι’ αὐτό, ἀπὸ τὰ πρῶτα ἤδη ἔτη ἀπὸ τῆς ἱδρύσεως τῆς ἐκκλησίας, ὑπῆρξαν διαμάχες καὶ αἱρέσεις καὶ σχίσματα. Ἤδη ὁ γύρω κόσμος κατασπαρασσόταν ἀπὸ διενέξεις καὶ πολέμους.
Ἡ Ἐκκλησία ὅμως, ὡς κοινότητα ἀγάπης, πλὴν τῶν ἄλλων, συνέβαλε στὴν ἑνότητα καὶ ἀγαθότητα τῶν ἐπὶ μέρους προσώπων, ἀνεξαρτήτως γένους, ἔθνους, φύλου, φυλῆς καὶ γλώσσας. Ἄλλωστε, ὁ Δημιουργὸς καὶ Θεὸς τῆς ἀγάπης ἔπλασε τοὺς ἀνθρώπους, ἔτσι ὥστε νὰ εἶναι βοηθοὶ μεταξύ των καὶ νὰ πραγματοποιῆται ἡ ἑνότητα καὶ ἡ κοινὴ δράση καὶ τῶν ἐπὶ μέρους μελῶν καὶ τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου, ὅπως θαυμάσια περιγράφεται στὸ ιβ’ κεφάλαιο τῆς Α’ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολῆς.
Ἡ ἀνθρωπότητα ὅμως καὶ τὴν ἑνότητα μὲ τὸν Δημιουργό της διέσπασε καὶ τὴν ἑνότητα μεταξὺ τῶν μελῶν της κατέστρεψε. Ἔτσι, ὑπῆρξαν δύο κινήσεις: ἡ μία ἔσπρωχνε τὰ ἐπὶ μέρους μέλη νὰ ἐπιτίθενται καὶ νὰ κακοποιοῦν τοὺς ἄλλους καὶ ἡ ἄλλη ὠθοῦσε τὰ φιλειρηνικὰ μέλη σὲ ἑνότητα καὶ κοινὴ δράση. Τὶς δύο αὐτὲς κινήσεις, τὴν ἐχθρότητα καὶ τὴν φιλότητα, θεωρεῖ ἡ ἀρχαία φιλοσοφία ὡς τοὺς κύριους παράγοντες δημιουργίας τῆς κοινωνίας καὶ τῆς ἱστορικῆς προόδου τῆς ἀνθρωπότητος.
Ὁ Ἀριστοτέλης, μάλιστα, περιγράφει τὸν ἄνθρωπο ὡς «πολιτικὸν ὄν» καὶ τὴν δημιουργία τῶν πόλεων ὡς ἔργο εὐεργετικὸ γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα. Ἔτσι, δημιουργήθηκαν διάφορες θεωρίες γιὰ τὴν σχέση τῶν ἀνθρώπων μεταξύ των καὶ τῶν ἐπὶ μέρους προσώπων μὲ τὸ κοινωνικὸ σύνολο. Τὸ ἕνα πολιτικό, κοινωνικὸ καὶ οἰκονομικὸ σύστημα διεδέχετο τὸ ἄλλο.
Ἔτσι, ἡ ἀνθρωπότητα πέρασε ἀπὸ τὸ δουλοκτητικὸ στὸ φεουδαρχικὸ σύστημα, ἀπὸ τὸ φεουδαρχικὸ στὸ κεφαλαιοκρατικὸ καὶ ἔγιναν προσπάθειες γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ κοινοκτημοσυνιακοῦ καὶ συνεταιρικοῦ συστήματος. Αὐτὸ ἐφάρμοζαν οἱ πρῶτοι χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι δὲν εἴχαν νὰ διαφυλάττουν μόνον τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως ἀλλὰ καὶ τὴν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιὰ νὰ εἶναι ζωντανὰ καὶ δραστήρια μέλη τῆς κοινῆς καὶ καινῆς πολιτείας τοῦ Χριστοῦ, ὥστε νὰ κλαίουν μετὰ κλαιόντων, νὰ χαίρωνται μετὰ χαιρόντων καὶ νὰ συμπονοῦν μετὰ πονούντων.
Οἱ νεώτερες βεβαίως προσπάθειες γιὰ ἐφαρμογὴ αὐτοῦ τοῦ κοινοτικοῦ συστήματος δυσκολεύονται νὰ τελεσφορήσουν καὶ τελικὰ ἀποτυγχάνουν, καθ’ ὅτι οἱ ἄνθρωποι δὲν ἐμφοροῦνται ἀπὸ τὴν κοινὴ πίστη καὶ μάλιστα στὸν Θεὸ τῆς ἀγάπης, ποὺ τοὺς ἑνώνει, ἀλλὰ ἀπὸ ἰδεολογίες καὶ πίστεις σὲ θεοποιημένους ἀνθρώπους ποὺ τοὺς διασποῦν καὶ τοὺς προδίδουν.
Ἡ ζωή, ὅμως, καὶ ἡ πολιτεία τῶν Ἀποστόλων καὶ γενικῶς τῶν πρώτων Χριστιανῶν χαρακτηριζόταν ἀπὸ συνεργασία καὶ ὁμοψυχία, ἀφοῦ μοιράζονταν ὄχι μόνον τὰ ἀγαθὰ ἀλλὰ καὶ τὸν πόνο καὶ τὴν χαρά καὶ ὁμονοοῦσαν. Γι’ αὐτὸ καὶ διωκόμενοι προώδευαν καὶ θανατούμενοι ηὔξαναν ποσοτικῶς καὶ ποιοτικῶς.
Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἀσχολούμεθα μὲ τὴν ζωὴ καὶ δράση τῶν κοινοτήτων, διότι εἶναι ἡ μόνη ὁδὸς γιὰ τὴν διαφύλαξη τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, γιὰ τὴν καλλιέργεια τῶν ἐπὶ μέρους προσώπων καὶ γιὰ τὴν ἐπίτευξη κοινωνικῆς ἀλληλεγγύης πρὸς δόξα Θεοῦ καὶ σωτηρία λαοῦ. Καιρὸς νὰ τὸ συνειδητοποιήσωμε καὶ νὰ ἐργαστοῦμε καὶ πάλι γιὰ τὴν εὐόδωση των!
Β. Τσούπρας