Πάντων ἡμῶν ἐστὶ τὸ ἑλληνίζειν
Στοὺς φωτεινοὺς 4ο καὶ 5ο αἰῶνα, παρὰ τὴν λάμψη τῶν τρισμεγίστων φωστήρων καὶ οἰκουμενικῶν διδασκάλων, ὑπῆρχαν χριστιανοὶ ποὺ ἀπέφευγαν νὰ μελετήσουν τὰ ἀρχαιοελληνικὰ κείμενα, φοβούμενοι μήπως ἀλλοιωθῆ ἡ πίστη των, καὶ ἀντιστοίχως «ἑλληνολάτρες» ποὺ θεωροῦσαν τὸν χριστιανισμὸ ὡς ἀπειλὴ γιὰ τὴν ἑλληνομάθειά των. Ἀνάλογες τάσεις ὑπάρχουν, δυστυχῶς, καὶ στὶς ἡμέρες μας.
Βεβαίως, στὶς ἀκραῖες αὐτὲς τάσεις τῆς ἐποχῆς των οἱ σοφοί Πατέρες, φωτισμένοι ἀπὸ τὴν θεία χάρη, προέταξαν τὴν μέση ὁδό. Ἔτσι, ὅταν ὁ περιβόητος Ἰουλιανός, ὁ καὶ Παραβάτης ὀνομασθείς, ἔφθασε στὸ σημεῖο νὰ ἀπαγορεύσῃ μὲ διάταγμα (362) τὴν διδασκαλία ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν κειμένων, τότε ὁ θεολόγος καὶ ποιητικὸς Γρηγόριος τοῦ ἀπήντησε μὲ δύο θαυμάσιους «στηλιτευτικούς» λόγους «πρὸς Ἰουλιανὸν Βασιλέα». Στὸν Στηλιτευτικὸ Α’ (PG 35, 532-664), ἀφοῦ πρῶτα παρουσίασε μὲ ἐπιχειρήματα τί κρατοῦν καὶ τί ἀπορρίπτουν οἱ χριστιανοὶ ἀπὸ τὰ κείμενα τῶν ἀρχαίων, στὴν συνέχεια διετύπωσε μὲ νόημα τὸ ἐρώτημα: «τίνος τοῦ ἑλληνίζειν εἰσὶν οἱ λόγοι;» δηλαδὴ ποιός ἔχει τελικὰ τὸ δικαίωμα νὰ μελετᾶ καὶ νὰ ἀσχολῆται μὲ τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ κείμενα, μόνον οἱ ἐθνικοὶ ὡς «ἀρχαιολάτρες» ἢ ὅλοι ὅσοι μετέχουν στὸ κοινὸ ἀγαθό, τὸν λόγο.
Ὁ Γρηγόριος, ὡς ἐραστὴς τοῦ λόγου, τὸν ὁποῖον ἀγάπησε μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς του καὶ καλλιέργησε μὲ μεγάλη ἐπιμέλεια καὶ κόπο, τοποθετῶντας τον, ὅπως λέει, πάνω ἀπὸ ὅλα τὰ ἀγαθά, τὸν πλοῦτο, τὴν δύναμη, τὴν δόξα, δὲν διστάζει νὰ δώσῃ ὁ ἴδιος τὴν ἀπάντηση στὸ ἐρώτημά του, μ’ αὐτὰ περίπου τὰ λόγια: «Ὄχι, βασιλιά. Δὲν ἔχετε μόνον ἐσεῖς, οἱ ὀπαδοὶ τῆς ἀρχαίας θρησκείας, τὸ δικαίωμα νὰ ἀσχολῆσθε καὶ νὰ μελετᾶτε τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ κείμενα, σὰν νὰ εἶναι ὁ λόγος συνάρτηση μόνο τῆς θρησκείας καὶ ὄχι τῆς γλώσσας (ὥσπερ τῆς θρησκείας ὄντα τὸν Ἕλληνα λόγον, ἀλλ’ οὐ τῆς γλώσσης)».
Καὶ συνεχίζει ὁ Γρηγόριος ὅτι δὲν εἶναι δικαίωμα μόνον τῶν ἐθνικῶν νὰ μελετοῦν τὰ κείμενα αὐτά, ἀλλὰ ὅλου τοῦ ἔθνους! Συνεπῶς, κατὰ τὴν ἀντίληψή του, τὸ ἔθνος ἀποτελεῖ μιὰ κοινότητα ἀνθρώπων ἀνεξαρτήτως θρησκείας, γλώσσης, φυλετικῶν ἢ ἄλλων διακρίσεων. Ὀνομάζει, μάλιστα, τοὺς ἐθνικούς «ἀλλοτρίου καλοῦ φώρας» (κλέπτες ξένου ἀγαθοῦ), καθ’ ὅτι οἰκειοποιοῦνταν τὸν ὅρο «Ἕλλην», ποὺ ὡς γνωστόν, τὴν περίοδο αὐτὴν δήλωνε τὸν ἐθνικό.
Ὁ Γρηγόριος, ὅμως, αἰσθανόταν ἀληθινὸς «Ἕλλην», παιδὶ τοῦ φωτός (Ἑλλάς< σέλας), καὶ ἀγαποῦσε τὴν Ἑλλάδα, ὅπου σπούδασε καὶ ὁ ἴδιος, ὅπως ἄλλωστε καὶ ὁ παραβάτης Ἰουλιανός. Ἐκεῖνος, ὅμως, ἀντὶ νὰ διολισθήσῃ στὴν ἀρχαία θρησκεία, ὅπως ὁ Ἰουλιανός, γνώρισε διὰ τοῦ ἕλληνος λόγου τὸν θεῖο λ(Λ)όγο, τὸ φῶς τὸ ἀληθινό! Σὲ ἕνα μάλιστα ἀπὸ τὰ ἐπιγράμματά του (Ἔπη εἰς ἑαυτόν, PG 37, ἀριθμὸς 1449) ἀποκαλεῖ τὴν Ἑλλάδα «Ἑλλὰς ἐμή, φίλη», διότι συγκρότησε τὴν νεανική του ὕπαρξη, ὥστε νὰ δοθῆ «προφρονέως τῷ Χριστῷ», ὅπως καὶ οἱ Ἕλληνες.
Νοιώθοντας, λοιπόν, πραγματικὰ εὐγνώμων γιὰ τὸ θεϊκὸ αὐτὸ δῶρο, ὁ Γρηγόριος θεωρεῖ τώρα, μὲ τὴν σειρά του, δίκαιο καὶ ἀναγκαῖο «λόγῳ ἀποδιδόναι τὴν ὑπὲρ λόγων ὀφειλήν» του. Ἔτσι, δὲν τὸν νοιάζει πλέον ὅτι τὸ διάταγμα τοῦ Ἰουλιανοῦ τὸν ἐμπόδιζε «ἀττικίζειν», ἐφ’ ὅσον δὲν τοῦ στεροῦσε τὸ σημαντικώτερο, τὸ «ἀληθεύειν». Ἡ κατοχὴ τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ εἶναι πολὺ ἀνώτερη γι’ αὐτὸν ἀπὸ τὴν χρήση τοῦ, κατὰ δική του ὁμολογία, ἀγαπημένου του ἕλληνος καὶ δὴ ἀττικοῦ λόγου.
Ὅσο ὅμως ἀνόητο καὶ ἀπαίδευτο θεωρεῖ ὁ Γρηγόριος τὸν Ἰουλιανὸ καὶ τοὺς ὁμοίους του ποὺ πίστευαν ὅτι μποροῦσαν, μὲ τέτοια διατάγματα, νὰ ἀνατρέψουν τὴν πορεία τοῦ θείου λ(Λ)όγου, ἄλλο τόσο ἀδαεῖς καὶ ἀμόρφωτους θεωρεῖ ὅσους χριστιανοὺς περιφρονοῦσαν τὴν θύραθεν παιδεία, θεωρῶντας την «ἐπίβουλον» καὶ «σφαλεράν».
Χρησιμοποιεῖ, μάλιστα, ἕνα παράδειγμα ἀπὸ τὴν φύση, γιὰ νὰ περιγράψῃ τὴν λανθασμένη συμπεριφορὰ αὐτῶν τῶν χριστιανῶν καὶ ὡς τεχνίτης τοῦ λόγου ἀξιοποιεῖ θαυμάσια τὰ σχήματα τοῦ λόγου καὶ τὴν ἐκφραστικὴ δύναμη τῆς γλώσσας, προκειμένου νὰ πείσῃ. Ὅπως δὲν πρέπει, λέει, νὰ περιφρονοῦμε τὸν οὐρανό, τὴν γῆ καὶ τὸν ἀέρα, διότι κάποιοι τὰ λατρεύουν ὡς θεούς, ἔτσι δὲν πρέπει νὰ ἀπορρίπτωμε καὶ τὴν θύραθεν παιδεία, ἀλλὰ νὰ ἀποκρούωμε ὅ τι ὁδηγεῖ στὴν πλάνη καὶ στὴν εἰδωλολατρεία καὶ νὰ κρατᾶμε μόνον τὰ χρήσιμα, τὸ ὁποῖο, τελικά, μᾶς ὠφελεῖ, διότι μαθαίνομε νὰ ἐκτιμᾶμε τὸ «ἀνώτερο» ἀπὸ τὸ «κατώτερο» (Ἐπιτάφιος εἰς τὸν Μέγαν Βασίλειον, PG 36, 532-664).
Ἐφ’ ὅσον, λοιπόν, ὁ Γρηγόριος ἀλλὰ καὶ οἱ ἄλλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, Βασίλειος, Χρυσόστομος καὶ οἱ μεταγενέστεροι, θεώρησαν, μὲ θεία φώτιση, τὸν ἕλληνα λόγο ὡς «προπαιδεία» γιὰ τὸν ἀνώτερο θεῖο λόγο, δὲν ἔχομε παρὰ νὰ βαδίσωμε καὶ ἐμεῖς στὰ βήματά των.
Λαμβάνοντες, ἑπομένως, ὑπ’ ὄψιν ὅτι δὲν ὑπῆρξαν ἄλλοι περισσότερο ἑλληνολάτρες ἀπὸ τοὺς Πατέρες μας, οἱ ὁποῖοι προσέλαβαν τὸν Ἕλληνα λόγο καὶ τὸν «κοινώνησαν» μὲ τὸν λ(Λ)όγο τοῦ Θεοῦ, νὰ μὴν συμπεριφερώμαστε οὔτε ὡς θερμοκέφαλοι καὶ ἀπαίδευτοι «σοῦπερ-ορθόδοξοι», ποὺ ἀναθεματίζουν τὸν φιλό-σοφο ἕλληνα λόγο, οὔτε καὶ ὡς ἀνόητοι «ἑλληνολάτρες» -λέγε καλύτερα νεοειδωλολάτρες-, ποὺ δὲν ἔχουν καμμία σχέση μὲ τὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ πνεῦμα, ποὺ εἶχε ξεπεράσει τὰ εἴδωλα, ποὺ αὐτοὶ ἀναβιώνουν μὲ τὶς ἀήθεις τελετές των.
Ὅσοι λοιπὸν αἰσθανώμαστε γνήσια τέκνα τῶν Πατέρων, ὡς φωτεινὰ γεννήματα τοῦ ἰδίου Θεοῦ, «ὅς ἐποίησεν ἐξ ἑνὸς αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων» (Πράξ., ιζ’ 26), καὶ ὡς ἀδέλφια μεταξύ μας, νὰ ἐργαζώμαστε καὶ μάλιστα νὰ συνεργαζώμαστε γιὰ τὴν κοινὴ πρόοδο καὶ σωτηρία, πρὸς δόξα τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ καὶ τιμὴ τῶν πνευματοφόρων Ἁγίων Του. Ἀμήν!
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος