Ἔρχου, ἴδε καὶ εἰπέ
«Ἔρχου καὶ ἴδε»: Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια προσκαλεῖ ὁ Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ νὰ γνωρίσῃ τὸν Κύριο, στὸ αὐριανὸ Εὐαγγέλιο. Εἶχε προηγηθῆ ἡ δική του συνάντηση μαζί Του, στὴν ὁποία ἀνταποκρίθηκε προθύμως. Ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης (Ἰωάν., Α’ 43-44) ἀναφέρει ἁπλῶς ὅτι ὁ Φίλιππος καταγόταν ἀπὸ τὴν Βησθαϊδά, «ἐκ τῆς πόλεως Ἀνδρέου καὶ Πέτρου». Φαίνεται πὼς τὸ ἑλληνικό-ἑλληνιστικὸ περιβάλλον τῆς Βησθαϊδᾶ στὴν Γαλιλαία ἀποτελεῖ ἱκανὴ καὶ ἐπαρκῆ συνθήκη γιὰ τὴν ἀνταπόκριση τῶν μαθητῶν στὸ κάλεσμα τοῦ Ἰησοῦ, ἀφοῦ οἱ τέσσερις πρῶτοι μαθητὲς προέρχονται ἀπὸ αὐτὸ καὶ ὅλοι, μόλις τὸν συναντοῦν, ἀναφωνοῦν «εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν».
Ὁ Χριστὸς λοιπὸν ἀποκαλύπτεται σὲ ἐκείνους ποὺ τὸν ζητοῦν. Μόλις ὅμως τὸν εὑρίσκουν, σπεύδουν νὰ τὸ μαρτυρήσουν καὶ στοὺς ἄλλους, γνωρίζοντας ὅτι καὶ οἱ ἄλλοι τὸ ἴδιο ἤ μᾶλλον τὸν Ἴδιον ἀναζητοῦσαν! Χαρακτηριστικὸ σ’ αὐτὴν τὴν ἀναζήτηση εἶναι ὅτι κανείς τους δὲν λέει «εὕρηκα τὸν Μεσσίαν» ἀλλὰ ἀνακοινώνει ὅτι «εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν», εὑρήκαμε δηλαδὴ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἀπὸ κοινοῦ ἀναζητούσαμε!
Πῶς ὅμως εἶναι βέβαιοι ὅτι βρῆκαν Ἐκεῖνον ποὺ ἐπιθυμοῦσαν καὶ ἀναζητοῦσαν; Ἡ ἀσφαλής τους πίστη προέρχεται ἀπὸ τὶς μαρτυρίες ἀσφαλῶν καὶ ἔγκυρων πηγῶν: Κατ’ ἀρχὰς τοῦ προηγούμενου διδασκάλου των, τοῦ Ἰωάννη, ποὺ τοὺς «ἀποκαλύπτει» τὸν Κύριο, λέγοντας «ἴδε ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ»(Ἰωάνν. Α’ 29, 36) καὶ κατὰ δεύτερον ἀπὸ τὶς Γραφές (Ἰωάνν. Α’ 46). Οἱ «ἀγράμματοι» κατὰ τ’ ἄλλα ἁλιεῖς, μόλις ἄκουσαν τὴν μαρτυρία τοῦ Ἰωάννου καὶ τὴν διασταύρωσαν μὲ αὐτὴν τῶν Γραφῶν, δὲν εἶχαν πλέον καμμία ἀμφιβολία ὅτι βρῆκαν τὸ πρόσωπο ποὺ ποθοῦσαν καὶ μὲ λαχτάρα ἀποζητοῦσαν. Ἀκόμη καὶ ἡ πρόσκαιρη δυσπιστία τοῦ Ναθαναὴλ «ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθόν εἶναι;» (ὅ.π.) αἴρεται ὄχι μὲ ἀποδείξεις καὶ ἐπιχειρήματα ἀλλὰ μὲ μόνο τὸν λόγο τοῦ Κυρίου: «εἶδον σε ὑπὸ τὴν συκῆν ὄντα». Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου καὶ τὸ βίωμα τοῦ μαθητῆ, ἡ προσωπική Του συνάντησή μὲ τὸν Κύριο καὶ ἡ πίστη του σὲ Αὐτόν, ἔχουν μεγαλύτερη δύναμη ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινο λόγο, ὅσο πειστικὸς καὶ ἄν εἶναι αὐτός!
Ζήτηση-εὕρεση-μαρτυρία. Λέξεις κομβικὲς στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο. Πρὶν ὅμως καὶ ἀπὸ τὴν ζήτηση τῶν μαθητῶν προηγεῖται τὸ κάλεσμα τοῦ Κυρίου, ποὺ ἀπευθύνεται κατ’ οὐσίαν πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ὅλων τῶν ἐποχῶν: «ἔρχεσθε καὶ ἴδετε» (Ἰωάνν., Α’ 39). Οἱ συγκεκριμένοι μαθητὲς ἀνταποκρίθηκαν στὴν ἐλεύθερη αὐτὴν κλήση τοῦ Κυρίου, διότι, ὅπως εἴδαμε, τὸν ἀναζητοῦσαν κιόλας, εἶχαν τὴν ἀπαραίτητη προπαιδεία -τὸ πρόσφορο ἐξελληνισμένο περιβάλλον τῆς Γαλιλαίας- καὶ διέθεταν καὶ ἀσφαλεῖς μαρτυρίες. Γι’ αὐτό «ἦλθον καὶ εἶδον καὶ παρ’ αὐτῷ ἔμειναν τὴν ἡμέραν ἐκείνην»(ὅ.π.) καὶ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς των.
Ἔτσι, ἐπειδὴ ἐπίστευσαν, διὰ τοῦτο καὶ ἐλάλησαν τὸν λόγο τοῦ Κυρίου καὶ ἔγιναν μάρτυρες ὅλων τῶν θαυμαστῶν ποὺ ἐβίωσαν κοντά Του, ὄχι μόνον στὴν Ἰουδαία καὶ στὴν Γαλιλαία ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλη τὴν γῆ, κατὰ τὴν προτροπὴ τοῦ Κυρίου: «Γίνεσθε μοι μάρτυρες, καὶ ἐγὼ μάρτυς» (Ἡσ. 43, 10) «καὶ ἔσεσθέ μοι μάρτυρες… ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς» (Πράξ. 1, 8).
Τὸ τελευταῖο αὺτό στοιχεῖο, τῆς μαρτυρίας, δὲν ἔχει κατανοηθῆ ἀρκετὰ ἀπὸ τοὺς (σημερινούς) Χριστιανούς. Οἱ περισσότεροι ἀπὸ ἐμᾶς ποὺ πιστεύουμε, ἀναζητοῦμε τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν βρίσκομε στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔχομε τὴν διάθεση νὰ τὴν μοιραστοῦμε μὲ τοὺς ἀδελφούς μας, ὅπως οἱ μαθητὲς τοῦ Κυρίου μας, ἴσως γιατὶ θεωροῦμε ὅτι αὐτὸ ποὺ βρήκαμε ἀνήκει μόνον σὲ ἐμᾶς.
Εἴμαστε χριστιανοὶ τοῦ «εὕρηκα» καὶ ὄχι τοῦ «εὑρήκαμεν». Μπορεῖ καὶ νὰ νομίζωμε ὅτι οἱ «ἄλλοι» δὲν ψάχνουν ὅπως ἐμεῖς, ἤ -τὸ χειρότερο- δὲν νοιώθουμε τὴν χαρὰ νὰ κοινοποιήσωμε τὴν εὕρεσή μας. Κι ὅμως δὲν πρόκειται γιὰ μιὰ ὁποιαδήποτε εὕρεση ἀλλὰ γιὰ τὴν εὕρεση τῆς ἀληθείας, καὶ μάλιστα τῆς ὀρθοδόξου ἀληθείας, τῆς μόνης ἀληθινῆς πίστεως (ὀρθή δόξα -= ὀρθή πίστη), γιὰ τὴν στερέωση τῆς ὁποίας ἑορτάζει αὔριο ἡ Ἐκκλησία μας!
Ἑπομένως, ὅσες εἰκόνες καὶ ἐὰν προσκυνήσωμε αὔριο, Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅσες εἰκόνες καὶ ἄν ἔχωμε μαζί μας, γιὰ νὰ πανηγυρίσωμε, ἐὰν δὲν ἀναστηλώσωμε τὴν ἀληθινὴ πίστη τοῦ Χριστοῦ μέσα μας καὶ γύρω μας, στὶς ἀχειροποίητες εἰκόνες τῶν ἀδελφῶν μας, σωτηρία δὲν θὰ βροῦμε.
Χρειαζόμαστε ἐπανευαγγελισμὸ καὶ ἀναβάπτιση, γιὰ νὰ νοιώσωμε τὴν χαρὰ τοῦ Ἀνδρέα καὶ τοῦ Φιλίππου ποὺ ἔτρεξαν νὰ μαρτυρήσουν τὴν Ἀλήθεια-Χριστὸ στοὺς συνερευνῶντες ἀδελφούς των, γιὰ νὰ μοιραστοῦν τὴν χαρὰ τῆς μοναδικῆς αὐτῆς εὑρέσεως. Ὁ ἁγνὸς καὶ πιστὸς λαὸς βεβαίως γνωρίζει ὅτι ἡ χαρὰ ποὺ μοιράζεται πολλαπλασιάζεται, ἐνῶ ἡ λύπη, ὅταν μοιράζεται, μικραίνει!
Συνεπῶς, γιὰ νὰ γευτοῦμε τὴν σωτηρία, ἄς μὴν διστάζωμε νὰ διαλαλοῦμε καὶ ἐμεῖς ὅτι «εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν» καὶ «εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν». Ἄς νοιώσωμε ὅλοι μας, βαθιὰ στὴν ὕπαρξή μας, τὴν κοινότητα τῆς χαρᾶς ὅτι κατέχωμε τὴν ὀρθόδοξη ἀλήθεια καὶ ἄς σπεύσωμε νὰ τὴν μαρτυρήσουμε, ὅπου μπορεῖ ὁ καθ’ ἕνας μας, γιὰ νὰ ἔχωμε καὶ τὴν χαρὰ τοῦ μοιράσματος τοῦ ὅποιου μαρτυρίου, ὅπως τὴν εἶχαν καὶ οἱ Ἅγιοί μας, ποὺ ἔτρεχαν στὸ στάδιο τοῦ ἀγῶνα μὲ προθυμία, γιὰ νὰ κομίσουν τὸν αἰώνιο στέφανο τῆς νίκης.
Ἄς ἀγωνιστοῦμε καὶ ἐμεῖς μὲ τὴν ἴδια προθυμία αὐτὴν τὴν περίοδο τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, μένοντες σταθεροὶ στὴν πίστη μας, «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι», ὥστε «καλῶς ἀθλήσαντες» νὰ φθάσωμε καὶ στὸν εὐλογημένο στόχο, νὰ συνεορτάσωμε μὲ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση καὶ τὴν Ἁγία Ἀνάσταση!
Γένοιτο!
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος