«Χαλάσωμεν τὴν στέγην τοῦ νοός»
«Ὀρθοδοξίας φωστῆρα», «Ἐκκλησίας στήριγμα», ἀποκαλεῖ ὁ ὑμνογράφος τὸν Γρηγόριο Παλαμᾶ, τὸν Ἅγιο ποὺ τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας τὴν Β’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, ὄχι γιὰ τὰ ὀνομαστήριά του, αὐτὴν τὴν φορά, ἀλλὰ γιὰ τὴν προσφορά του στὴν στήριξη τῆς ὀρθοδόξου πίστεως ἔναντι τῶν κακοδοξιῶν τῆς Δύσεως.
Πράγματι, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος κατάφερε νὰ συνενώσῃ στὴν σκέψη καὶ στὸ ἔργο του ὅλη τὴν προηγούμενη πατερικὴ παράδοση, τῶν 14 αἰώνων τῆς Ὀρθοδοξίας μας, καὶ νὰ καταστῆ «πράξεως ὄργανον» καὶ «θεωρίας ἀκρότης». Ἄλλωστε, κατὰ τὴν ἔκφραση ἑνὸς ἄλλου Γρηγορίου (Θεολόγου), «Πρᾶξις ἐπίβασις θεωρίας», δηλαδὴ ἡ πρακτικὴ ἄσκηση ἀποτελεῖ τὴν βάση γιὰ τὴν θεωρία, τὴν ἐμπειρία καὶ τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ.
Ἐδῶ ἀκριβῶς ἔγκειται ἡ δυσκολία ποὺ εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσῃ ὁ Παλαμᾶς στὴν ἐποχή του. Νὰ «ἀποδείξῃ» ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι δυνατὸν νὰ προσεγγιστῇ, ὄχι ὅμως μὲ τὴν ἀνθρώπινη τακτικὴ τῆς γνώσεως ἀλλὰ μὲ τὴν ἁγιοπνευματικὴ πρακτικὴ τῆς καθάρσεως. Δίδασκε λοιπὸν ὁ Γρηγόριος, ὅπως καὶ οἱ πρὸ αὐτοῦ Ὀρθόδοξοι Πατέρες, ὅτι ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ δὲν μπορεῖ ἀσφαλῶς νὰ τὴν ἀντιληφθῆ ὁ ἄνθρωπος, εἶναι ὅμως δυνατὸν νὰ γνωρίσῃ τὸν Θεὸ διὰ τῶν ἐνεργειῶν Του. Ὅπως τὸν αἰσθητὸ ἥλιο δὲν μποροῦμε νὰ τὸν ἀντικρύσουμε μὲ τὰ μάτια μας, διότι, ἐὰν τὸν κοιτάξωμε κατάματα θὰ τυφλωθοῦμε, μποροῦμε ὅμως νὰ αἰσθανθοῦμε τὴν ἐνέργεια ἀπὸ τὴν ἀκτινοβολία του, ἔτσι καὶ τὸν νοητὸ Ἥλιο δὲν μποροῦμε νὰ τὸν δοῦμε, εἶναι ὅμως ἐφικτὸ νὰ νοιώσουμε τὶς θεῖες Του ἐνέργειες καὶ νὰ ζωοποιηθοῦμε ἀπὸ αὐτές. Αὐτὸ συνέβη στοὺς μαθητὲς τοῦ Κυρίου κατὰ τὴν Μεταμόρφωση. Εἶχαν μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ τὴν ἐμπειρία τοῦ θείου φωτός. Ἦταν μάλιστα τόσο ἰσχυρὴ ἡ θεία ἀκτινοβολία, ὥστε «ἔπεσον χαμαί» σὰν τυφλωμένοι ἀπὸ τὴν λάμψη της.
Ἐκεῖνο ποὺ μπόρεσαν νὰ δοῦν οἱ ἁπλοῖ καὶ ἀγράμματοι μαθητές τοῦ Κυρίου, μπορεῖ νὰ τὸ ἀντικρύσει ἀσφαλῶς ὁ κάθε ἄνθρωπος, λέει ὁ Ἅγιος, καὶ ὁ λιγότερο μορφωμένος, διότι, γιὰ νὰ βιώσῃ τὴν θεία ἐνέργεια, δὲν ἀπαιτεῖται ἀνθρώπινη σπουδὴ καὶ γνώση ἀλλὰ πρακτικὴ ἄσκηση καὶ θεϊκὴ φώτιση. Γι’ αὐτὸ ἡ ἀρετὴ τῆς θείας γνώσεως δὲν δίνεται συνήθως στοὺς γραμματισμένους ἀλλὰ στοὺς «καθαροὺς τῇ καρδία», τοὺς ὁποίους μακαρίζει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Κύριον ὄψονται». Ἡ «θεοπτία» βεβαίως αὐτὴ δὲν συντελεῖται μονομιᾶς, ἀλλὰ εἶναι προϊὸν μιᾶς σταδιακῆς διαδικασίας, ποὺ ξεκινάει, ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, ἀπὸ τὴν κάθαρση τοῦ νοῦ ἀπὸ τὰ πάθη, προχωράει στὸν φωτισμὸ τοῦ καθαροῦ νοῦ μὲ τὴν θεία χάρη καὶ ὁλοκληρώνεται μὲ τὴν θέωση.
Ἦταν πραγματικὰ σκάνδαλο γιὰ τοὺς δυτικοὺς διανοητὲς νὰ δεχθοῦν ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ προσεγγίσῃ τὸν Θεὸ καὶ μάλιστα -νὰ ἑνωθῆ μαζί Του, νὰ γίνῃ καὶ αὐτὸς Θεός-κατά χάριν. Ὁ κυριώτερος ἀντίπαλος τοῦ Γρηγορίου, ὁ ἐκ Καλαβρίας Βαρλαάμ, ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὸν σχολαστικισμὸ τῆς Δύσεως, τὴν προσπάθεια ἑρμηνείας τῶν θεολογικῶν πραγμάτων μέσα ἀπὸ τὴν φιλοσοφική λογική σκέψη, ἦταν ἀδύνατον νὰ καταλάβῃ πῶς ὁ πεπερασμένος ἄνθρωπος μποροῦσε νὰ ἐπικοινωνήσῃ μὲ τὸν ἀκατάληπτο Θεό, κάτι ποὺ ἀσφαλῶς ἑρμήνευσε ὁ Παλαμᾶς μὲ τὴν διάκριση μεταξὺ ἀκατάληπτης θείας οὐσίας και μεθεκτῶν θείων ἐνεργειῶν.
Ὁ Παλαμᾶς, ἑπομένως, μὲ τὴν φωτισμένη του σκέψη του προηγήθηκε κατὰ τέσσερις περίπου αἰῶνες τῶν «διαφωτιστῶν». Διότι ἀσφαλῶς ἐκεῖνοι, οἱ δυτικοὶ διαφωτιστές, ἐπεχείρησαν νὰ ἑρμηνεύσουν τὰ πράγματα διὰ τοῦ ὀρθοῦ λόγου, τὸν ὁποῖον θεοποίησαν, ἐνῶ οἱ ὀρθόδοξοι διανοητές, μὲ ὑπέρμαχο τὸν Γρηγόριο Παλαμᾶ τὸν 14ο αἰ., σεβόμενοι τὴν δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπινου λογικοῦ, διευκρίνισαν ὅτι γιὰ τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἀρκεῖ μόνον ἐκεῖνο, ἀλλὰ ἀπαιτεῖται κυρίως ἡ κάθαρση τοῦ νοῦ καὶ ἡ συνεχὴς ἄσκηση, ποὺ θὰ ὁδηγήσῃ στὸν φωτισμό του. Αὐτὸς εἶναι ὁ γνήσιος διαφωτισμός, ἐνῶ ὁ δῆθεν «διαφωτισμός», μὲ τὴν ἐμμονή του στὴν ἀπόλυτη κυριαρχία τοῦ λόγου, καταντάει ψευδοφωτισμός.
Πολλὲς φορὲς μάλιστα ἡ λογικὴ ὀρθώνει ἐμπόδια στὴν διαδικασία τῆς καθάρσεως καὶ τοῦ φωτισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν δὲν δέχεται ἡ ἴδια νὰ καθαρθῆ, ὥστε νὰ ὑποβοηθήσῃ τὴν διαδικασία. Εἶναι βεβαίως πολὺ δύσκολο νὰ δεχθῆ ὁ ὀρθολογικὰ ἐκπαιδευόμενος νὰ σκέπτεται ἄνθρωπος νὰ ὑποβάλλῃ τὴν λογική του σ’ αὐτὴν τὴν διαδικασία καθάρσεως.
Ὁ Κύριός μας καὶ Θεός μας βεβαίως, «ὁ ἐτάζων νεφροὺς καὶ καρδίας», διαβάζει τὴν σκέψη τῶν ὀρθολογιστῶν κάθε ἐποχῆς καὶ ὡς διδάσκαλος ποὺ εἶναι προσφέρεται νὰ μᾶς βοηθήσῃ νὰ ἐπιλύσωμε τὶς ἀπορίες μας. «Τί διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν»; ρωτάει στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο τοὺς Γραμματεῖς, τοὺς χαρακτηριστικώτερους ἐκφραστὲς τοῦ ὀρθολογισμοῦ στὴν ἐποχή του, ποὺ ἀποροῦν πῶς αὐτός, ἕνας ἄνθρωπος, ὅπως πιστεύουν ὅτι εἶναι, καὶ ὄχι Θεός, ἔχει τὴν δύναμη νὰ συγχωρεῖ τὶς ἁμαρτίες ἑνὸς συνανθρώπου των. Ὁ Χριστός, ἀναγνωρίζοντας ὡς λογικὴ τὴν ἀπορία των, δὲν τοὺς ἀποπαίρνει αὐτὴν τὴν φορά, ἀλλὰ σπεύδει νὰ διαλύσῃ ὅποια ἀμφιβολία των, μὲ τὸ νὰ προστάζῃ τὸν παραλυτικὸ νὰ ἄρῃ τὸν κράβαττόν του, ὁπότε πλέον ἐπιβεβαιώνει τὴν θεότητά Του. Φανταστῆτε νὰ μὴν ἔκανε ὁ Χριστὸς τὸ θαῦμα! Θὰ εἶχαν ὅλοι οἱ ὀρθολογιστές, ὅλων τῶν ἐποχῶν, νὰ λένε ὅτι ὁ Κύριος εἶναι ἄνθρωπος τῶν λόγων καὶ ὄχι τῶν ἔργων, καὶ ἄς τοὺς ἔχουν προσφερθῆ ἀπὸ τὸν Ἴδιο -ὅπως καὶ στοὺς Γραμματεῖς & Φαρισαίους-, ἑκατοντάδες ἀποδείξεις περὶ τοῦ ἀντιθέτου!
Ἑπομένως, ὁ Χριστὸς παρουσιάζεται στὴν ζωὴ ὅλων τῶν ἀνθρώπων ὅλων τῶν ἐποχῶν «σημείοις καὶ τέρασι καὶ ποικίλαις δυνάμεσι καὶ Πνεύματος Ἁγίου μερισμοῖς κατὰ τὴν αὐτοῦ θέλησιν» (Ἑβρ., Β’, 4). Τὸ ζήτημα εἶναι: Ἐμεῖς διαθέτομε τὴν θέληση νὰ ἐπικοινωνήσωμε μαζί Του ἢ μήπως ἔχωμε κακὴ προαίρεση, ὅπως οἱ Φαρισαῖοι τῆς ἐποχῆς του, καὶ δὲν πειθώμαστε, ὅ τι ἀποδείξεις καὶ ἐὰν μᾶς προσφέρῃ;
Ἐὰν ἀνήκωμε στὴν πρώτη κατηγορία, τότε θα πρέπει νὰ προβοῦμε στὰ ἀπαραίτητα βήματα, ποὺ ἀποτελοῦν, ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος σὲ ὁμιλία του γιὰ τὴν Κυριακὴ τοῦ Παραλύτου, τοὺς τέσσερις παράγοντες γιὰ τὴν σωτηρία μας: στὴν αὐτομεμψία, στὴν ἐξομολόγηση τῶν ἡμαρτημένων, στὴν ἐπιθυμία νὰ κρατηθοῦμε μακρυὰ ἀπὸ τὰ πάθη ποὺ ἐξαγορευτήκαμε καὶ στὴν προσευχὴ γιὰ θεία ἐνδυνάμωση.
Εἶναι ὅμως ἀπαραίτητο νὰ προβοῦμε καὶ σὲ ἕνα ἀκόμη βῆμα, τὸ τελευταῖο καὶ σημαντικώτερο: «νὰ χαλάσουμε τὴν στέγη», λέει ὁ Ἅγιος. Ποιά στέγη; Τὸν νοῦ. Ἡ στέγη συμβολίζει τὸν νοῦ. Χωρὶς τὴν κάθαρση τοῦ στέγης, τοῦ νοός, ἀπὸ τὸ «χῶμα» καὶ ἁπὸ τὶς «λάσπες», ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, δὲν ἐπιτυγχάνεται ἡ καθολικὴ ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ νοῦς εἶναι τὶς περισσότερες φορὲς τὸ μεγαλύτερο ἐμπόδιο γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι θέλει νὰ ἐξουσιάζῃ καὶ δὲν πείθεται νὰ κάνῃ τὴν «βασιλικὴ κάθοδο», ὅπως ἔλεγε ὁ Ἅγιος, τὴν κάθοδο πρὸς τὴν καρδιά, ὥστε νὰ φωτιστῆ ὁ ὅλος ἄνθρωπος, ψυχῇ τε καὶ σώματι, καὶ στὴν συνέχεια νὰ κοινωνήσῃ μὲ τὸν Θεό.
Τί λέτε; Θὰ συνεχίσωμε νὰ ἐπιτρέπωμε στὸν νοῦ τὴν ἀπόλυτη κυριαρχία ἢ θὰ ἀκολουθήσωμε τὴν δοκιμασμένη συνταγὴ τῶν Ἁγίων, καὶ τοῦ σήμερον τιμωμένου, Γρηγορίου Παλαμᾶ, νὰ βοηθήσωμε τὸν νοῦ νὰ κατέβῃ πρὸς τὴν καρδιά καὶ μαζὶ νὰ ὁδηγήσουν τὸν ὅλο ἄνθρωπο πρὸς τὰ ἄνω;
Καλούμαστε καὶ πάλι αὐτὴν τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρκοστὴ νὰ «χαλάσωμεν τὴν στέγην τοῦ νοός», μὲ τὴν βοήθεια τῆς προσευχῆς, τῆς ἀσκήσεως καὶ τῶν ἄλλων σωστικῶν μέσων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀξίζει νὰ προσπαθήσωμε, διότι στὸ τέλος τοῦ ἀγῶνος προβάλλει ὡς ἔπαθλο ἡ σωτηρία μας, ποὺ εἴθε ὅλοι νὰ κερδίσωμε πρὸς δόξα Θεοῦ καὶ ἐπ’ ὠφελείᾳ ἡμῶν τῶν ἰδίων! «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, φώτισον τὸ σκότος ἡμῶν».
Καλὴ Ἀνάσταση!
Γένοιτο!
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος