Πιστῶς ἑορτάσωμεν Χριστοῦ τὰ Γενέθλια
«Δεῦτε, ἅπαντες, Χριστοῦ τὰ Γενέθλια πιστῶς προεορτάσωμεν», μᾶς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία διὰ στόματος τῶν ἐμπνευσμένων ὑμνωδῶν της, καὶ συγχρόνως μᾶς προετοιμάζει νὰ ζήσωμε τὴν μεγάλη αὐτὴν Δεσποτικὴ ἑορτὴ τῆς τοῦ Χριστοῦ Γεννήσεως πνευματικῷ τῷ τρόπῳ, «ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ὠδαῖς πνευματικαῖς.»
Πράγματι, ὅλες οἱ Ἀκολουθίες τῶν ἡμερῶν αὐτῶν, καὶ μάλιστα ἀπὸ τὴν Κ’ Δεκεμβρίου, ποὺ ἡ Ἐκκλησία μᾶς εἰσάγει καὶ ἐπισήμως στὴν προεόρτια περίοδο, δὲν κάνουν τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ ὑψώνουν τὸν νοῦ μας καὶ νὰ ἀνάγουν τὴν διάνοιά μας «ἐπὶ τὴν Βηθλεέμ», ὅπου συντελεῖται «τὸ ἐν τῷ σπηλαίῳ μέγα μυστήριον». Ὡς καὶ κατανυκτικὰ Ἀπόδειπνα μᾶς προσφέρει ἡ Ἐκκλησία μας, μὲ ὑπέροχες πνευματικὲς ὠδές, ποὺ θυμίζουν τὸν ἀναστάσιμο κανόνα, παραπέμπουν ὅμως στὴν Γέννηση, ὅπως λ.χ. «Τῷ τὴν ἄβατον κυμαινομένην θάλασσαν…», «Ἔφριξε παίδων εὐαγῶν τὸ ὁμόστολον ψυχῆς ἄσπιλον σῶμα…», «Ἐμεγάλυνας Χριστέ, τὴν τεκοῦσάν σε Θεοτόκον…». Ἡ ὅλη πνευματικὴ ἀτμόσφαιρα συμπληρώνεται μὲ τὴν Ἀκολουθία τῶν Μεγάλων καὶ Βασιλικῶν Ὠρῶν, ὅπου διαβάζονται οἱ πολλὲς προφητεῖες γιὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Σωτῆρος καὶ ψάλλεται τὸ συγκλονιστικὸ Ἰδιόμελο «Σήμερον γεννᾶται ἐκ Παρθένου, ὁ δρακὶ τὴν πᾶσαν ἔχων κτίσιν».
Προεξάρχουσα, ἀσφαλῶς, θέση ἀνάμεσα σ’ ὅλους αὐτοὺς τοὺς ὑπέροχους ὕμνους ἔχει τὸ γνωστὸ Προεόρτιο Ἀπολυτίκιο: «Ἑτοιμάζου Βηθλεέμ, ἤνοικται πᾶσιν ἡ Ἐδέμ…», καθ’ ὅτι «τὸ ξύλον τῆς ζωῆς», ὁ Χριστός, «ἐξήνθησε ἐκ τῆς Παρθένου», τοῦ νοητοῦ Παραδείσου, μέσα στὸν Ὁποῖον βλάστησε «τὸ θεῖον φυτόν» -ὁ Χριστός- «ἐξ οὗ φαγόντες ζήσομεν, οὐχὶ ὡς ὁ Ἀδάμ τεθνηξόμεθα».
Δὲν ὑπάρχει, πραγματικά, πιὸ παρήγορο μήνυμα ἀπ’ τὸ ἄνοιγμα τοῦ Παραδείσου ποὺ προεξαγγέλλει ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ἡ Ἐνανθρώπισή Του προμηνύει τὴν Ἀνάσταση πάντων τῶν ἀνθρώπων. Ἡ φράση «Χριστὸς γεννᾶται τὴν πρὶν πεσοῦσαν ἀναστήσων εἰκόνα» ἀποτελεῖ τὸ ἐφύμνιο ὄχι μόνον τοῦ συγκεκριμένου ἀλλὰ καὶ ἄλλων προεορτίων τροπαρίων.
Γι’ αὐτὸ καὶ καλεῖται σύμπασα ἡ ἐπίγεια καὶ ἡ οὐράνια φύση, ἡ εὐεργετημένη ἀπὸ τὸ κοσμοσωτήριο αὐτὸ γεγονός, νὰ συμμετάσχῃ στὴν παγκόσμια χαρὰ τῆς Γεννήσεως τοῦ Θεανθρώπου: «Ἄγγελοι θαυμάσατε ἐν οὐρανῶ, ἄνθρωποι δοξάσατε ἐπὶ τῆς γῆς. Μάγοι ἐκ Περσίδος τὸ τρισσόκλεον δῶρον προσκομίσατε. Ποιμένες ἀγραυλοῦντες τὸν τρισάγιον ὕμνον μελωδήσατε…»﮲ καὶ ὅλοι πράγματι, ἔμψυχα καὶ ἄψυχα ὄντα, εὐφραίνονται, «ὅτι ἔρχεται Χριστός, ἵνα σώσῃ ὅν ἔπλασεν ἄνθρωπον, ὡς φιλάνθρωπος.»
Θὰ ἀνέμενε, λοιπόν, εὔλογα κανεὶς ὅτι δὲν θὰ ὑπῆρχε οὔτε ἕνας ποὺ νὰ ἀντιστέκεται στὸ εὐφρόσυνο αὐτὸ κάλεσμα, οὔτε ἕνας ποὺ νὰ ἀρνῆται νὰ συμμετάσχῃ στὴν πνευματικὴ αὐτὴν πανδαισία, οὔτε ἕνας ποὺ νὰ μὴν θέλῃ νὰ βιώσῃ τὴν ξεχωριστὴ αὐτὴν χαρὰ ἀπὸ τὴν Γέννηση τοῦ Σωτῆρος. Ποιός ἀλήθεια δὲν χαίρεται καὶ δὲν ἀγαλλιάζει, ὅταν μαθαίνει ὅτι ἔρχεται στὸν κόσμο ὁ Σωτήρας καὶ ὁ Λυτρωτής Του;
Κι ὅμως! Οὔτε τότε στὴν Βηθλεέμ, οὔτε καὶ σήμερα εἶναι πολλοὶ ἐκεῖνοι ποὺ αἰσθάνονται χαρὰ στὸ ἄκουσμα τοῦ αἰσιόδοξου μηνύματος ὅτι «ἐτέχθη ἡμῖν σήμερον Σωτήρ» (Λουκ. β’ 11). Ἡ ἀνθρωπότητα παρέμενε -καὶ παραμένει- διχασμένη ἤ μᾶλλον πολλαπλῶς χωρισμένη. Ἀπὸ τὴν μιὰ οἱ ταπεινοὶ βοσκοὶ τῆς Βηθλεὲμ χάρηκαν, διότι στὸ πρόσωπο τοῦ Γεννηθέντος Χριστοῦ εἶδαν ἕναν ταπεινὸ καὶ ταλαιπωρημένο ἄνθρωπο καὶ ἔσπευσαν νὰ τὸν συντροφέψουν στὴν φτωχική του κοιτίδα. Ὑπῆρχαν ὅμως καὶ οἱ σοφοί μάγοι (=μεγάλοι), οἱ ὁποῖοι, μόλις πληροφορήθηκαν ἀπὸ τὶς γραφές τους γιὰ τὴν Γέννηση τῆς «ἄνωθεν σοφίας», ἔσπευσαν καὶ ἐκεῖνοι πρόθυμα νὰ Τὴν προσκυνήσουν, προσφέροντάς της πλούσια δῶρα ὡς ἔνδειξη τῆς εὐγνωμοσύνης των.
Ὅσο γιὰ τοὺς κατοίκους τῆς Βηθλεέμ αὐτοὶ ἀντιπροσωπεύουν τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους ποὺ εἶναι ἀπορροφημένοι στὰ προβλήματα καὶ στὶς βιοτικές των μέριμνες καὶ δὲν δείχνουν καμμία εὐαισθησία γιὰ μιὰ ἑτοιμόγεννη γυναῖκα καὶ γιὰ τὸν φτωχὸ προστάτη της. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ βράδυ ἐκεῖνο «οὐκ ἦν τόπος ἐν τῷ καταλύματι» (Λουκ. β’ 7) γιὰ τὸ ταπεινὸ ζεῦγος. Ἀσφαλῶς, οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ἀπασχολημένους αὐτοὺς ἀνθρώπους δὲν εἶχαν τὴν παραμικρὴ ὑποψία ὅτι στὸ φτωχικὸ ἐκεῖνο σπήλαιο θὰ γεννιόταν ἕνα «παιδίον νέον», ποὺ ἔμελλε νὰ γίνῃ ὁ πάντων ἀνανεωτής. Ἐπειδὴ λοιπὸν δὲν ἀνέμεναν ἕναν τέτοιο διαφορετικὸ ἄνθρωπο, γι’ αὐτὸ καὶ ἀδιαφόρησαν. Τὴν θέση, βεβαίως, τῶν ἀδιάφορων λογικῶν ὄντων πῆραν τὰ ἄλογα ὄντα, ποὺ ἔδειξαν μεγαλύτερη εὐαισθησία καὶ ἐνσυναίσθηση, προσφέροντας τὴν ἀνάσα των, γιὰ νὰ ζεστάνουν τὸν πλάστη των.
Μιὰ ἄλλη χαρακτηριστικὴ κατηγορία ἀνθρώπων εἶναι ὁ κόσμος τῶν ἀρχόντων, ποὺ ἐκπροσωποῦνται κυρίως ἀπὸ τὸν Ἡρώδη καὶ τὸν Πιλᾶτο. Ἐκεῖνοι θορυβήθηκαν ἀπὸ τὴν γέννηση τοῦ νέου παιδίου καὶ μελλοντικοῦ βασιλέως, φοβούμενοι μήπως ἡ δική του βασιλεία καταλύσῃ τὴν δική τους δυναστεία. Δὲν γνώριζαν ἀσφαλῶς οἰ δύστυχοι ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ «οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» (Ἰωάν., ιη’ 36). Ἔτσι, ὁ μὲν Ἡρώδης, προκειμένου νὰ θανατώσῃ τὸν ἐπίγειο, ὅπως πίστευε, βασιλέα, ἔσπευσε νὰ δολοφονήσῃ χιλιάδες ἀθῶα παιδιά, ὁ δὲ Πιλᾶτος, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ ἀντιληφθῆ τὴν ἀνωτερότητά του καὶ συγχρόνως ἤθελε νὰ εὐαρεστήσῃ στὸν λαό, τὸν παρέδωσε στὸ μαινόμενο πλῆθος, γιὰ νὰ τὸν σταυρώσουν.
Μήπως ὅμως καὶ ἡ ἐποχή μας δὲν διαθέτει Ἡρῶδες καὶ Πιλάτους, ἄρχοντες ποὺ εἴτε καταδυναστεύουν τὸν λαὸ εἴτε σπεύδουν δῆθεν νὰ τὸν εὐχαριστήσουν, χωρὶς ὅμως νὰ τὸν ὠφελοῦν; Ἐὰν πῆ κανεὶς γιὰ τοὺς ἀδιάφορους, αὐτοὶ εἶναι πάντοτε ἡ μεγαλύτερη μερίδα, ποὺ ὄχι μόνον δὲν συγκινοῦνται ἀπὸ τὶς δυσκολίες τῶν συνανθρώπων των ἀλλὰ συχνὰ τοὺς κακίζουν κιόλας γιὰ τὶς ἀδυναμίες των. Διαθέτει, βεβαίως, καὶ ἡ ἐποχή μας τοὺς λιγοστοὺς ταπεινοὺς βοσκούς-ποιμένες, ποὺ συγ-κινοῦνται καὶ δείχνουν τὴν ἄδολη ἀγάπη των πρὸς τὸν Σωτῆρα Χριστό, καὶ τοὺς ἐπίσης λιγοστοὺς σοφούς-ζητητὲς τῆς ἀληθείας, ποὺ δὲν συμβιβάζονται μὲ τὴν ψευτιὰ καὶ τὴν ὑποκρισία τῶν κάθε λογῆς Ἡρώδηδων καὶ Πιλάτων.
Αὐτοὶ οἱ τελευταῖοι δὲν κατάφεραν βεβαίως μὲ τὴν σοφία των νὰ ἀναχαιτίσουν τὴν πολυκέφαλη ἐξουσία, πλήν, ὅμως, ἀντιστάθηκαν στὰ κελεύσματά της καὶ πέτυχαν νὰ τὴν ξεγελάσουν, μὲ τὰ κατάλληλα τεχνάσματα, γεγονὸς ποὺ δείχνει ὅτι τὸ κακὸ δὲν εἶναι ἀήττητο καὶ ὅσο πιὸ λυσσαλέα ξεσπάει, τόσο γρηγορώτερα ἐκτονώνεται. Ἐξ ἄλλου, εἶναι τόσο μεγάλη ἡ γενικὴ σήψη καὶ τόσο βαθειὰ ἡ διαφθορά, ποὺ μόνον μιὰ ἄνωθεν βοήθεια μπορεῖ καὶ πάλι νὰ σώσῃ τὴν δύστυχη ἀνθρωπότητα!
Ὅσοι, λοιπόν, ἀπὸ ἐμᾶς ἔχομε συναίσθηση ὅτι οἱ δικές μας ἀνθρώπινες δυνάμεις δὲν ἐπαρκοῦν, γιὰ νὰ ἀνατρέψουν τὴν ἤδη ἐξαιρετικὰ δεινὴ κατάσταση, στὴν ὁποία βρίσκεται καὶ πάλι σήμερα ἡ ἀνθρωπότητα, μὲ τὴν σύγχυση, τὴν ταραχὴ καὶ τοὺς πολέμους, τοὺς ἀνταγωνισμούς, τὶς διχόνοιες, τὰ στυγερὰ ἐγκλήματα, τὶς ἀσθένειες καὶ τοὺς θανάτους, καὶ συγχρόνως ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι οἱ φαινομενικὰ ἰσχυροὶ τοῦ κόσμου τούτου ἐκμεταλλεύονται τελικὰ τὸν πόνο καὶ τὸν μόχθο τῶν ἀνθρώπων πρὸς δικό των ὄφελος, δὲν ἐλπίζομε πλέον παρὰ μόνον στὸν ἄνωθεν φωτισμὸ γιὰ τὴν δική μας συνεργασία καὶ ἐνδυνάμωση πρὸς ἀποτροπὴ μεγαλυτέρων δεινῶν.
Αὐτὲς τὶς ἡμέρες, μάλιστα, ποὺ πρόκειται νὰ ἀκουστῆ καὶ πάλι τὸ χαρμόσυνο μήνυμα ὅτι ἐτέχθη καὶ γιὰ μᾶς καὶ γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ὁ Σωτήρ, ἄς μὴν τὸ ἀγνοήσωμε, οὔτε νὰ σφυρίξωμε ἀδιάφορα, πιστεύοντας ὅτι δὲν μᾶς ἀφορᾶ, ἀλλὰ ἄς εὐπρεπίσωμε τὴν Βηθλεὲμ τῆς καρδιᾶς μας, ὥστε νὰ εὕρῃ χῶρο νὰ κατοικήσῃ ὁ «σαρκὶ πτωχεύσας Βασιλεύς», γιὰ νὰ μᾶς πλουτίσῃ μὲ τὴν χάρη Του καὶ νὰ μᾶς ἐλεήσῃ μὲ τὸ μέγα Του ἔλεος καὶ τὴν ἄπειρη φιλανθρωπία Του. Ἄς μὴν τὸν ἀφήσωμε μόνο Του στὸ φτωχικό Του σπήλαιο, τὴν ἡμέρα τῆς Γεννήσεώς Του, ἀλλὰ ἄς σπεύσωμε νὰ τὸν συντροφέψωμε, συμπορευόμενοι καὶ ἐμεῖς μὲ τοὺς βοσκοὺς καὶ τοὺς μάγους καὶ προσφέροντας τὰ ταπεινά μας δῶρα.
Ἄς ἀναπέμψωμε, τέλος, μαζὶ μὲ τοὺς Ἀγγέλους ὕμνο δοξολογίας στὸν Ὕψιστο Θεὸ ποὺ εὐδόκησε νὰ γεννηθῆ στὴν γῆ ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἄς ἀγωνιζώμαστε διαρκῶς ἡ Εἰρήνη αὐτὴ νὰ γεννηθῆ καὶ μέσα μας καὶ γύρω μας πρὸς καθολικὴ ἀναγέννηση καὶ σωτηρία!
Γένοιτο!
Καλὰ καὶ εἰρηνικὰ Χριστούγεννα!
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος