Πιστοί στην παράδοση
Στην χορεία των Αγίων του Ιανουαρίου προβάλλει η οσιακή μορφή του Αγίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου (†11 Ιανουαρίου), ο οποίος συνεκλάμπει στο πλευρό των πραγματικά Μεγάλων Αγίων, που ξεχωρίζουν για την λαμπρότητά των τον μήνα αυτόν, του Μεγάλου Αντωνίου, του Μεγάλου Αθανασίου, του Μάρκου Ευγενικού, του Μεγάλου Ευθυμίου, του Μαξίμου Ομολογητού και ασφαλώς των τριών μεγίστων φωστήρων της οικουμένης. Όλοι αυτοί, με την ξεχωριστή του δόξα ο καθένας, φώτισαν τον πολύαστρο ουρανό της Ορθοδοξίας, σε όλους τους αιώνες, και συνεχίζουν να σκορπίζουν την λάμψη των σε κάθε εποχή, έως και σήμερα.
Ο Θεοδόσιος αποτελεί, όπως θα δούμε στην συνέχεια, έναν σημαντικό κρίκο στην αρραγή αυτήν πνευματική αλυσίδα, με ιδιαίτερη μάλιστα προσφορά όχι μόνον στο πνευματικό και στο μορφωτικό αλλά και στο κοινωνικό έργο της Καθολικής Ορθοδοξίας.
Την περίοδο που γεννιέται ο Άγιος, τον 5ο αι., η αυτοκρατορία σπαρασσόταν τόσο από εσωτερικούς όσο και από εξωτερικούς εχθρούς. Στον χώρο της Εκκλησίας πολλά προβλήματα δημιουργούσαν οι Μονοφυσίτες, που σκορπούσαν έριδες και διχόνοιες, αντιτασσόμενοι στις αποφάσεις της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου (Χαλκηδόνα, 451).
Μέσα σ’ αυτήν την σύγχυση και την ταραχή οι ευσεβείς Καππαδόκες γονείς του Αγίου, Προαιρέσιος και Ευλογία, ανέθρεψαν το τέκνο των «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου», με τα διδάγματα του Ευαγγελίου και των Πατέρων, και μάλιστα της ιδιαίτερής των πατρίδος. Γι’ αυτό, ο Άγιος ευλαβούταν εξόχως τον Μέγα Βασίλειο, τόσο για την σοφία του, όσο και για την κοινωνική του προσφορά.
Ώριμος πλέον ο Θεοδόσιος, σε ηλικία 27 ετών, και με την ευχή των γονέων των αναχώρησε για τα Ιεροσόλυμα, για να επισκεφθή τους Αγίους Τόπους και να αφιερωθή στον Κύριο. Στην νέα του αυτήν πορεία, ευτύχησε να έχη καλούς δασκάλους, τον διορατικό Συμεώνα τον Στυλίτη, που προέβλεψε ότι ο Όσιος θα γινόταν ποιμήν λογικών προβάτων, και τον σεβάσμιο γέροντα Λογγίνο, που ανέλαβε την περαιτέρω πνευματική του καθοδήγηση. Αλλά και ο ίδιος ο Θεοδόσιος, ως καλός μαθητής, ακολούθησε πιστά τις πνευματικές νουθεσίες των δασκάλων του, προσευχόταν αδιαλείπτως και προώδευε συνεχώς «παρὰ Θεῷ καὶ παρ’ ἀνθρώποις».
Αφού έγινε τελικά μοναχός και απέκτησε κάποια εμπειρία στην άσκηση, άρχισαν να τον περιστοιχίζουν αρκετοί μαθητές. Δυσκολευόταν, όμως, να πάρη την απόφαση για ίδρυση μονής, διότι κατά βάθος αγαπούσε πολύ την ησυχία και δεν ήξερε εάν θα μπορούσε να ανταποκριθή στις πολλαπλές μέριμνες ενός μοναστηριού. Τελικά, και πάλι ύστερα από πολλή προσευχή, του δόθηκε σημείο εξ ουρανού και προχώρησε στην ίδρυση κοινοβίου.
Να σημειωθή ότι, στην προκειμένη περίπτωση, ο Άγιος δεν ακολούθησε την παράδοση της εποχής του και της περιοχής που εμόνασε, της Παλαιστίνης, όπου ιδρύονταν Λαύρες, όπως λ.χ. του αγίου Σάββα του Ηγιασμένου, αλλά ακολούθησε το παράδειγμα του προκατόχου του Καππαδόκη Πατέρα, Μεγάλου Βασιλείου, που είχε ιδρύσει, πριν από έναν περίπου αιώνα, την περίφημη Βασιλειάδα. Το ίδιο και ο Θεοδόσιος επάνδρωσε το κοινόβιό του με νοσοκομείο, γηροκομείο και ξενώνες, ώστε να εξυπηρετούνται οι ανάγκες των ντόπιων και ξένων μοναχών αλλά και των περιοίκων. Σύντομα το δυναμικό της μονής έφτασε τους 700 περίπου μοναχούς, διαφόρων εθνικοτήτων, που συνεργάζονταν, ωστόσο, αρμονικά, υπό την καθοδήγηση του Αγίου, ο οποίος, μάλιστα, ορίστηκε τιμητικά από τον Αρχιεπίσκοπο Ιεροσολύμων κοινοβιάρχης – επόπτης όλων των κοινοβίων της Παλαιστίνης.
Παράλληλα, όμως, με την πρόοδο του μοναστηριού, εξαπλωνόταν και η αίρεση του μονοφυσιτισμού, που απειλούσε ιδιαιτέρως τις ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας, κυρίως την Συρία και την Παλαιστίνη. Ο μονοφυσίτης, μάλιστα, αυτοκράτορας Αναστάσιος Α’ (491-518), πότε ήπια και πότε με απειλές, ακόμα και με δωροδοκία, πίεζε εξαιρετικά τον Θεοδόσιο, ως υπεύθυνο των κοινοβίων της περιοχής, να υποκύψη και να υπογράψη τους όρους των αιρετικών.
Τότε ο Θεοδόσιος έδειξε για άλλη μια φορά το πνευματικό του ανάστημα. Όχι μόνον δεν υπέκυψε στις πιέσεις του αυτοκράτορα, αλλά αναδείχθηκε αληθινό λιοντάρι στην υπεράσπιση της πίστεως. Συνένωσε γύρω του όλους τους μοναχούς και με την σύμφωνη γνώμη των διεμήνυσε στον αυτοκράτορα ότι δεν επρόκειτο να παρεκκλίνουν διόλου από τα δόγματα των 4 πρώτων Συνόδων, που ο Άγιος τις αποκαλούσε «τα 4 ιερά Ευαγγέλια», ακόμη και εάν επρόκειτο οι αιρετικοί να κάψουν τα ορθόδοξα προσκυνήματα! Παράλληλα ενημέρωσε τους κατοίκους των γύρω περιοχών για τα δόγματα της ορθοδόξου πίστεως και τους ενίσχυσε πνευματικά.
Για την σθεναρή αυτή του στάση ο Όσιος εξορίστηκε, αλλά μετά από τον θάνατο του Αναστασίου, ξαναγύρισε δικαιωμένος στο κοινόβιο, όπου εκοιμήθη το 529, σε ηλικία 105 ετών.
Τελικά ο Άγιος, τόσο στην ίδρυση κοινοβίου, όσο και στην διαφύλαξη των ορθών δογμάτων, ακολούθησε πιστά την πατερική παράδοση, που ήθελε τους ασκητές, μάλιστα, της πίστεως, τον Αντώνιο, τον Αθανάσιο, τους Καππαδόκες Πατέρες, τον Ευθύμιο, να μην περιορίζωνται απλώς στην άσκησή των αλλά και να προασπίζωνται μαχητικά την πίστη, όταν αυτή κινδύνευε από τις αιρέσεις. Την ίδια παράδοση ακολούθησαν ασφαλώς και οι μετ’ αυτόν Άγιοι Πατέρες, Μάξιμος Ομολογητής, Ιωάννης Δαμασκηνός, Μέγας Φώτιος, και αργότερα ο Γρηγόριος Παλαμάς και ο Μάρκος Ευγενικός, οι στύλοι αυτοί της Ορθοδοξίας σε καιρούς χαλεπούς. Όλοι αυτοί οι Πατέρες υπέφεραν κυριολεκτικά τα πάνδεινα, εξορίες, φυλακίσεις, κακώσεις, ονειδισμούς, προπηλακισμούς, από τους κακοδόξους, που προσπάθησαν με δόλιο τρόπο και ύπουλα μέσα να αλλοιώσουν το δόγμα.
Αλήθεια, τι θα είχε απογίνει η ορθόδοξή μας πίστη, εάν εξέλειπαν τα τεράστια αυτά πνευματικά αναστήματα, για να την στηρίξουν, με την πρόνοια βεβαίως του Θεού; Κύριος οίδεν.
Ας παρακαλέσωμε, λοιπόν, τον Άγιο Θεοδόσιο, «ὡς δόση Θεοῦ γενόμενο», να μάς φωτίζη με την λάμψη του και να μάς χαρίζη πνευματική διαύγεια και καθαρότητα ψυχής, ώστε να μπορούμε να διακρίνωμε και στην εποχή μας φωτεινές μορφές, που θα βοηθήσουν και εμάς να αγωνιστούμε σθεναρά ενάντια στους σημερινούς εξ ίσου ύπουλους εχθρούς της πίστεως και να εργαστούμε, και μάλιστα να συνεργαστούμε, με πίστη, σύνεση και αγάπη, για την κοινή πρόοδο και σωτηρία. Αμήν!
Σοφία Μπεκρή, φιλόλογος – θεολόγος