Γενικά,  Μπορεῖ νὰ μᾶς Ἐνδιαφέρει...,  Νὰ ἀνεβοῦμε λίγο ψηλότερα,  Σὰν Σήμερα

Καποδιστριακή Εθνική Παρακαταθήκη

Δρ Δημητρίου Γ. Μεταλληνού

Με αφορμή τη θλιβερή επέτειο της δολοφονίας του Καποδίστρια (27.9.1831), επιθυμούμε να καταθέσουμε ορισμένες επίκαιρες επισημάνσεις του Βίου και της Πολιτείας του Μεγίστου των Νεοελλήνων.

«Ως Έλλην, διεκήρυττε ο Κυβερνήτης, οφείλω μόνον εκείνην τήν ελευθερίαν να επιθυμώ, ήν οι Έλληνες ήθελον αποκτήσει διά τών ιδίων των δυνάμεων και διά τής προηγουμένης προόδου των εις τόν αληθή πολιτισμόν…”. Με τον επιθετικό προσδιορισμό «αληθή» υπονοεί την ύπαρξη κι ενός «ψευδούς» πολιτισμού, ο οποίος όχι μόνον διαφοροποιείται, αλλά κυρίως αντιτίθεται στην ουσία της συνέχειας του Ελληνισμού, απειλώντας την επιβίωσή του. Πώς, όμως, μπορεί ο νεοέλληνας να καταστεί μέτοχος του «αληθούς» αυτού πολιτισμού, άρα και της ιστορικής συνέχειάς του; Στο υπαρξιακό αυτό ερώτημα απαντά ο Καποδίστριας με μια ενδιαφέρουσα επιστολή του προς τον στενό του συνεργάτη στα θέματα Παιδείας και συμπατριώτη του Κερκυραίο Ανδρέα Μουστοξύδη, ως εξής:

“Τά σχολεία δεν είναι απλώς τόποι προσκτήσεως γνώσεων, αλλά κυρίως φροντιστήρια ηθικής, χριστιανικής και εθνικής αγωγής.” Σε άλλη επιστολή του (1827) προς τον Μισαήλ Αποστολίδη, εφημέριο τότε στη Βιέννη και μετέπειτα καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών και Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, θα διευκρινίσει έτι περαιτέρω την απάντησή του αυτή:

“Άν η παρούσα γενεά δεν ενισχυθή δι’ ανθρώπων μορφωθέντων εν αρίστω σχολείω, ιδίως κατά τούς κανόνας τής αγίας ημών θρησκείας και τών ηθών ημών, αμφιβάλλω ότι θα δυνηθή να καταστή αξία τού προορισμού, όν φαίνεται ότι η Θεία Πρόνοια επιφυλάττει αυτή.” Ο Καποδίστριας καθιστά την ελληνορθόδοξη παράδοση (θρησκεία και ήθη) θεμελιώδη συνιστώσα της εθνικής Παιδείας (του), ως συνέχειας του ελληνικού πολιτισμού. Στη συνείδηση (και πολιτική) του, συνδέει «αδιάρρηκτα» τις έννοιες «ελληνικότητα» και «Εκκλησία». Η Παιδεία ως μέσο μύησης των νέων στα ελληνικά «ήθη», δεν είχε την έννοια μιας μονομερούς θρησκευτικής αγωγής των νέων. Αντίθετα ο Καποδίστριας, όπως διαπιστώνουμε από τα σχολικά προγράμματα σπουδών που εκπόνησε μαζί με τους συνεργάτες του, προσέβλεπε σε μια Παιδεία όπου οι νέοι θα διδάσκονταν ισόρροπα κείμενα της Κλασσικής Γραμματείας (αρχαίων Φιλοσόφων και Τραγικών), της Καινής Διαθήκης και των Αγίων Πατέρων του χριστιανικού Ελληνισμού, δηλ. την αδιάτμητη συνέχεια της Παιδείας και ιστορίας του Ελληνισμού, χωρίς να υποτιμά τις νεωτερικές επιστημονικές θεωρίες των νέων (θετικών) επιστημών. Μεταφέρει τα εκπαιδευτικά πρότυπα και εργαλεία της Ελβετίας του Πεσταλότσι, προσαρμόζοντάς τα όμως στην ορθόδοξη πραγματικότητα του νέου Ελληνισμού.

Η Καποδιστριακή πεποίθηση περί συνέχειας του Ελληνισμού και μάλιστα κατά τη μακραίωνη περίοδο της Δουλείας, συνοψίζεται και στην από 12 Δεκεμβρίου 1825 επιστολή του, την οποία απέστειλε από τη Γενεύη προς την Προσωρινή Κυβέρνηση της Ελλάδος:

“Οι Τούρκοι, αφ᾿ ενός μέρους, παίζοντες αδιακόπως τά υλικά συμφέροντα και όλα τά πάθη … διήρεσαν, εμόνωσαν και ώπλισαν τούς πατέρες σας, τόν ένα κατά τού άλλου· αλλά οι Πατέρες σας αφ᾿ ετέρου, ηνωμένοι διά τής εις Χριστόν και εις τήν Αγίαν του Εκκλησίαν σταθεράς πίστεώς των, αντέτειναν εις τήν ολεθρίαν μάστιγα εκείνων φυλάττοντες αγνάς τάς αρχάς και τά ήθη, άτινα μόνα συνιστώσιν έν έθνος διά τής ενώσεως ανθρώπων τινων, λέγω τήν θρησκείαν και δι᾿ εκείνης τήν γενικήν καταγωγήν του και τήν εκουσίαν υποταγήν του εις μίαν και τήν αυτήν πνευματικήν κυριότητα.  

Ισχυρά η Ελλάς δι᾿ εκείνης τής απείρου δυνάμεως, διήλθε τέσσαρας αιώνας διαφθοράς και παντοίων άλλων δυστυχημάτων, χωρίς να παύση ποτέ τού να σχηματίζη έθνος, και να υποτάσσηται εις τούς ιερούς νόμους τού θείου νομοθέτου μας· καθότι έχουσα Εκκλησίαν, είχε πνευματικούς ποιμένας, και εστηρίζετο εις τάς συμφοράς της διά τών παρηγοριών τού Ευαγγελίου· σχηματίζουσα δε έθνος, είχεν άνδρας γενναίους εις τά όρη της, διά να τήν υπερασπίζωνται, ομοίους εις τάς νήσους της, διά να τήν αναδείξουν εις τόν εξευγενισμένον κόσμον πεπαιδευμένους, διά να τή διατηρώσι τάς αναφοράς της με τήν παλαιάν εκείνην Ελλάδα, τής οποίας τό πνεύμα έφερε τό φώς τών επιστημών εις τήν Ευρώπην.”

Το απόσπασμα αυτό, θεωρούμε ότι αποτελεί αδιάψευστο ντοκουμέντο, όπου ο Καποδίστριας τεκμηριώνει την αδιάτμητη ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού.

Στην από 6 Νοεμβρίου 1827 επιστολή του προς τον Ανδρέα Μουστοξύδη “περί τού εθνικού ονείδους τής εξεθνώσεως των σπουδαζόντων εις την αλλοδαπή Ελλήνων”, σημειώνει με πικρία:

“Τά παιδία μας, ούτως εκείσε κείμενα, οποίας και αν απολαμβάνωσιν φροντίδας παρά τών φιλανθρώπων προστατών, κινδυνεύουσιν όμως να εκστραφώσι τής οικείας φύσεως, χάνοντα βαθμηδόν και τήν αίσθησιν τών θρησκευτικών χρεών των και τήν χρήσιν τής γλώσσης των, και τήν μνήμην τών εφεσίων και ιδιογενών ηθών. Η παρατηρούμενη «εξέθνωσις» (δηλ. εθνική αλλοτρίωση) των εν τη Εσπερία σπουδαζόντων Ελληνοπαίδων αποτελεί για τον Καποδίστρια συνέπεια της αποξένωσής τους από τα πατρογονικά ήθη, την εθνική γλώσσα και κυρίως την ορθόδοξη πίστη. Μήπως, το φαινόμενο αυτό δεν χαρακτηρίζει στις ημέρες μας τους «΄Ελληνες» κυβερνώντες και την κατά τα άλλα «ελληνική» διανόηση εντός ή εκτός πανεπιστημίων, ακαδημιών κ.λ.π.;

Τόσο ο Καποδίστριας όσο και οι σύγχρονοί του αγωνιστές του ΄21 και μετέπειτα πρωταγωνιστές της θεμελίωσης της Ελλάδος, εμφορούνται από την πεποίθηση της ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού, όπως αυτή εκφράζεται σε εκατοντάδες διασωθέντα αρχειακά τεκμήρια της περιόδου. Κρίσιμο στοιχείο αποτελεί η κατά τις τελευταίες δεκαετίες εισαχθείσα, αθεμελίωτη όμως αρχειακά, αντίληψη περί του αντιθέτου. Η διαπάλη εξάλλου των δύο αυτών (κοσμο)αντιλήψεων αποτελεί στις ημέρες μας την αναγκαία πρό(σ)κληση επανακάλυψης του ιστορικού ρόλου του αρχαιότερου αδιαλείπτως λειτουργούντος Θεσμού του νέου Ελληνισμού, δηλ. της Εθναρχούσας, κατά τις κρίσιμες περιόδους του γένους, Ορθόδοξης Εκκλησίας.