Ἄρθρα Ἐφημερίδας,  Ἐκδόσεις

Ἡ πολιτεία τοῦ Χριστοῦ

«Τῆ ἐπωνύμῳ σου καινῇ πολιτείᾳ τοὺς οἰκτειρμούς σου δώρησαι», παρακαλοῦμε τὸν μόνο Βασιλέα καὶ Σωτήρα μας Χριστό, ἀγαπητοί μας ἀναγνῶστες. Ἐπίσης τὸν παρακαλοῦμε νὰ φυλάττῃ «τὸ διὰ τοῦ Σταυροῦ (Του) πολίτευμα». Ὁ δὲ ἱερὸς Χρυσόστομος βροντοφωνάζει στὸν Κατηχητικὸ Λόγο ποὺ διαβάζεται κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως ὅτι «ἐφάνη ἡ καινὴ Βασιλεία».

Ἀλήθεια! Ποιά εἶναι αὐτὴ ἡ καινὴ Βασιλεία ποὺ τόση περίοπτη θέση κατέχει στὴν ζωὴ τῶν Χριστιανῶν; Ἡ καινὴ καὶ κοινὴ αὐτὴ Βασιλεία, «ἡ πόλις ἡ ἐπάνω ὅρους κειμένη» εἶναι ἡ Μία, Ἁγία καὶ Καθολικὴ Ἐκκλησία Του. Εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ τὸ παρατεινόμενο εἰς τοὺς αἰῶνας, ἡ περίβλεπτη νύφη Του (Ἀποκ., 21, 3), τὴν ὁποία ἁγιάζει μὲ τὸ αἷμα Του, τὴν φωτίζει μὲ τὸ φῶς Του τὸ ἀληθινὸ καὶ τὴν ἐνεργοποιεῖ καὶ τὴν δυναμώνει μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥστε νὰ εἶναι καὶ νὰ παραμένῃ πάντοτε στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας, κοινωνία ἀγάπης καὶ παράγων εἰρήνης.

Ἡ πολιτεία τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι μιὰ ἀπόκοσμη ἰνδουϊστικὴ κάστα, οὔτε μία σκέτη θρησκευτικὴ φατρία, ἀλλὰ μία ζῶσα καὶ ἀγαθοεργὴ κυψέλη ποὺ ἐργάζεται νυχθημερὸν γιὰ τὸν ἁγιασμὸ καὶ τὴν καλλιέργεια τῶν μελῶν της, ἀφοῦ τὸ ἔργο τῆς πολιτείας τοῦ Χριστοῦ εἶναι πολύπτυχο (πνευματικό, μορφωτικό, κοινωνικό) καὶ οἱ ὑπεύθυνοι τῶν ἐπιμέρους διακονημάτων εἶναι πολύπλευροι (κληρικοί, δάσκαλοι, κοινοτάρχες, δήμαρχοι, βουλευτές, ὑπουργοί, φύλακες κ.λπ.), σύμφωνα μὲ τὴν Α’ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ (ΙΒ’ 28-31).

Ἡ καινὴ καὶ κοινὴ αὐτὴ πολιτεία ἦταν πράγματι ζῶσα καὶ δρῶσα κατὰ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες. Ἀπ’ τὴν ὥρα, ὅμως, ποὺ ἐπενέβη στὴν ἀρχὴ ἡ αὐταρχικὴ ρωμαϊκὴ ἐξουσία καὶ κατόπιν ἡ παπική, δεσποτική, καὶ κάθε ὑλιστικὴ καὶ ἀντιχριστιανικὴ νοοτροπία καὶ πρακτική, ἐμποδίστηκε ἡ ὁμαλὴ λειτουργία τοῦ ἔργου τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀγάπης. 

Μὲ τὴν ἵδρυση, μάλιστα, τοῦ δυτικόφρονος νέου ἑλληνικοῦ κράτους ἡ καθολικότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς πολιτείας διασπάστηκε: ἡ μὲν Ἐκκλησία περιορίστηκε μόνον στὰ τοῦ ναοῦ, στὸ ἱερατεῖο καὶ στὴν ἠθικολογία, ἡ δὲ Παιδεία παραδόθηκε στὰ ἄθεα γράμματα, ἐνῶ ἡ πολιτικὴ διακονία ἐκχωρήθηκε εἴτε στὰ ὑλιστικὰ εἴτε στὰ μαρξιστικὰ καθεστῶτα.

Ἔτσι, ἐκεῖ ὅπου ὑπῆρχε κάποτε ἡ συνεργασία τοῦ παπᾶ, τοῦ δασκάλου καὶ τοῦ δημογέροντα γιὰ τὸ κοινὸ καλό, τώρα ἐπικρατεῖ διχοστασία καὶ ἀλληλοαναίρεση. Τί ἔγινε, λοιπόν; Δὲν ὑπάρχει πιὰ πάνω στὴν γῆ ἡ καινὴ πολιτεία; Μὴ γένοιτο. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι σῶμα Χριστοῦ καὶ «πύλαι Ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ., 16, 18). Ὑπάρχουν ἀκόμη τὰ κοινόβια μοναστήρια, χριστιανικὲς οἰκογένειες, ἱεραποστολικὲς ἀδελφότητες καὶ πρὸ παντὸς ἅγιες ψυχὲς ποὺ μᾶς θυμίζουν ἀκόμη, ἔστω καὶ λίγο, τὸ λαμπρὸ μεγαλεῖο τῆς πολύπλευρης πολιτείας τῆς ἀγάπης καὶ τῆς εἰρήνης.

Ἐκεῖνο, ὅμως, ποὺ χρειάζεται, καὶ μάλιστα ἐπειγόντως, εἶναι νὰ συνεργαστοῦν ὅλες αὐτὲς οἱ μικρὲς ἀλλὰ λαμπρὲς ἀκτῖνες τῆς φωτοδότρας καινῆς καὶ κοινῆς πολιτείας, ὥστε νὰ λάμψῃ καὶ πάλι τὸ σωτήριό της φῶς πρὸς δόξα Θεοῦ καὶ σωτηρία ὅλων μας.

Εὐχόμαστε, λοιπόν, ὅπως «ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ ἑκουσίως» δωρίσῃ τοὺς οἰκτειρμούς Του στὴν ἐπώνυμή Του καινὴ καὶ κοινὴ πολιτεία γιὰ τὸ καλὸ ὅλων μας.

Β. Τσούπρας

(Κύριο ἄρθρο στὸ φύλλο 782 τῶν Ἐπάλξεων)