Ἡ γλῶσσα μας ἕνας παγκόσμιος θησαυρός
τοῦ μακαριστοῦ Κων/νου Γανωτῆ, φιλολόγου-συγγραφέως
Μέρος Α’
Συχνὰ θεολόγοι καὶ φιλόσοφοι καταφεύγουν στὴν Ἑλληνική, γιὰ νὰ δηλώσουν μὲ σαφήνεια βασικοὺς θεολογικοὺς καὶ φιλοσοφικοὺς ὅρους. Ἡ Ἀγγλικὴ λ.χ. ἔχει τὴν ἴδια λέξη substance, γιὰ νὰ δηλώσουν καὶ τὴν οὐσία καὶ τὴν ὑπόσταση καὶ γι’ αὐτὸ στὴ θεολογία τουλάχιστον ἀναγκάζονται νὰ καταφεύγουν στὴν ἑλληνικὴ λέξη hypostasis, ἐνῷ γιὰ τὴν ὕπαρξη ἔχουν τὸν ὅρο existence. Καὶ ὁ Ἰουστίνος Πόποβιτς, γιὰ νὰ ἀποδώσει τὸν ὅρο Λόγος, δὲν ἱκανοποιοῦνταν μὲ τὸν ὅρο verb ποὺ χρησιμοποιοῦν ὅλες οἱ εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες, κατέφυγε στὴν γραφὴ Logos. Τὸ λατινικὸ verbum, ποὺ ἐπαναλαμβάνουν οἱ εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες, εἶναι οὐδετέρου γένους καὶ σημαίνει μιὰ συγκεκριμένη λέξη ἢ φράση. Τὴν λέξη Λόγος ὅμως ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης τὴν πῆρε καὶ τὴν βρῆκε πολὺ κατάλληλη γιὰ τὸ Εὐαγγέλιό του. Τὸ ἴδιο εἶχε κάνει καὶ ὁ μεγάλος ῥήτορας τῶν Λατίνων μὲ τὴν λέξη ἰδέα, ποὺ τὴν ἄφηνε ἀμετάφραστη, γιατὶ ἄλλωστε δὲν ὑπῆρχε ἡ ἀντίστοιχη στὴν γλῶσσα τῶν ἀνίδεων Λατίνων.
(…) Στοὺς Νόμους τοῦ Πλάτωνα, ἀπαντάει ὁ Σωκράτης σ’ ἕνα νέο, ποὺ δηλώνει ἄθεος: «Ὦ παῖ, νέος εἶ· προϊών σε ὁ χρόνος ποιήσει πολλὰ ὧν νῦν δοξάζεις μεταβαλόντα εἰς τἀναντία τίθεσαι· περίμεινον οὖν εἰς τότε κριτὴς περὶ τῶν μεγίστων γενέσθαι». Και συνεχίζει, δηλώνοντας στὸν νέο ὁ Σωκράτης ὅτι πολλοὶ στὰ νειάτα τους δηλώνουν ἄθεοι ἀλλὰ πολὺ λιγότεροι λένε τὸ ἴδιο στὰ γεράματά τους.
Ὁ Πλάτων εἶναι ποὺ μᾶς ἔδωσε μὲ τὸ γλαφυρό του τρόπο τὸ μάθημα ὅτι «ἡ μάθηση δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἀνάμνηση τῶν ὅσων εἶχε μάθει ἡ ψυχὴ πρὶν νὰ γεννηθεῖ σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο». Ἔτσι ἀποκάλυψε μαντικὰ θἄλεγε κανεὶς τὴν ψυχολογία τοῦ βάθους. Ἀκόμα, ἔδωσε ἕνα μεγαλοφυῆ ὁρισμὸ τῆς ψυχῆς, χωρίζοντάς την σὲ τρία, στὸ λογιστικό, στὸ θυμοειδὲς καὶ στὸ βουλητικό, χωρισμὸ ποὺ τὸν ἀποδέχτηκαν καὶ οἱ Πατέρες στὶς θεολογικές τους διατριβές, μὲ τὴν διαφορὰ μόνον ὅτι ὁ νοῦς εἶναι στὴ Θεολογία μας κάτι πολὺ μεγαλύτερο ἀπ’ τὸ λογιστικό, εἶναι τὸ πνευματικὸ συνειδητὸ πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ὁδηγεῖ ὅλη τὴν ὑπόσταση στὸ δρόμο τῆς θέωσης.
Ἡ ἴδια αὐτὴ γλῶσσα διατύπωσε τόσο καθαρὰ τὸ δόγμα τοῦ φασισμοῦ, μὲ τὴν γραφίδα τοῦ Θουκυδίδη «οἷς ἂν ἐξῇ βιάζεσθαι, δικάζεσθαι οὐδὲν δεῖ» (σὲ ὅποιους ὑπάρχει δυνατότητα νὰ ἐκβιάζουν δὲν χρειάζεται καθόλου νὰ δικάζονται). Πρόκειται γιὰ τέλεια ἐπιγραμματικὴ διατύπωση, ποὺ μαρτυρεῖ τὴν πιὸ ἀδίστακτη κυνικότητα στὴν πολιτικὴ σκέψη καὶ πράξη.