Γιὰ νά ‘χουμε εἰρήνη
«Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη», ἔψαλλαν οἱ Ἅγιοι Ἄγγελοι κατὰ τὴν νύχτα τῆς Γεννήσεως τοῦ Σωτῆρος, ἀγαπητοί μας ἀναγνῶστες. Πράγματι, μὲ τὴν Ἐνσάρκωση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου Του, ἐφάνη ἐπὶ τῆς γῆς ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ. «Εἰρήνη ὑμῖν», ἦταν ὁ χαιρετισμὸς τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου πρὸς τοὺς μαθητές Του. «Ὑπὲρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου» καὶ «εἰρήνη ὑμῖν» εὔχεται συνεχῶς ἡ Ἐκκλησία μας.
Παρ’ ὅλον, ὅμως, ὅτι ἡ εἰρήνη εἶναι εὐλογία Θεοῦ καὶ αἴτημα ἀνθρώπων καὶ λαῶν, γιατὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἐπικρατήσῃ καὶ τὸ πανανθρώπινο αἴτημα γιὰ εἰρήνη δὲν μπορεῖ νὰ ἐκπληρωθῇ;
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι οἱ ἄνθρωποι, ἀμέσως μετὰ ἀπὸ τὴν παρακοή, ἔχασαν τὴν δυνατότητα νὰ ζοῦν μὲ εἰρήνη καὶ ἀλληλοβοήθεια. Πράγματι, τοὺς Πρωτοπλάστους, μετὰ ἀπὸ τὴν παρακοή, τοὺς καταλαμβάνει ὁ φόβος καὶ ἡ ἀνησυχία καὶ τὸν Κάϊν, μετὰ ἀπὸ τὴν ἀδελφοκτονία, τὸν καταλαμβάνει ἡ ταραχὴ καὶ ἡ μανία καταδιώξεως. Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις χάθηκε ἡ ἐσωτερικὴ εἰρήνη τοῦ προσώπου καὶ ἡ κοινωνικὴ εἰρήνη τῆς ὁμάδος, γεγονὸς ποὺ συνεχίζεται καὶ διαρκῶς χειροτερεύει μέχρι σήμερα.
Ὅταν μέσα σὲ κάθε ἄνθρωπο ἡ ἀνάγκη τοῦ νὰ ἔχῃ κάποιος τὰ πρὸς τὸ ζῆν μετατρέπεται σὲ μανία τοῦ «πλέον ἔχειν», ἡ ἀνάγκη γιὰ χαρὰ σὲ μανία ἡδονοθηρίας, ἡ ἀνάγκη γιὰ ἐκτίμηση σὲ μανία φιλοδοξίας, τότε ὁ ἄνθρωπος παύει νὰ εἶναι ἀλληλοβοηθητικὸ καὶ ἀλληλοσυμπληρούμενο πρόσωπο καὶ καταντάει ἐγωπαθὲς ἄτομο. Ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἀγάπη καὶ προσπαθεῖ νὰ πετύχῃ τὴν ὁλοκλήρωσή του μὲ τὴν ἐπιβολὴ πάνω στοὺς ἄλλους μὲ κάθε τρόπο, ψυχολογικό, σωματικό, κοινωνικὸ καὶ σεξουαλικό.
Μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, ὁ ψυχοπαθὴς πλέον ἄνθρωπος ὄχι μόνον χάνει τὴν εἰρήνη του ἀλλὰ ὑπονομεύει καὶ τὴν κοινωνικὴ εἰρήνη, συνασπιζόμενος μὲ ἄλλους ὁμοιοπαθεῖς καὶ σχηματίζοντας ἐκμεταλλευτικὰ συστήματα, ὅπως ὁ ἰμπεριαλισμός (ἐπεκτατισμός), ὁ καπιταλισμός, ὁ ὑλισμὸς καὶ τόσα ἄλλα, ποὺ διαταράσσουν τὴν εἰρήνη τῶν λαῶν.
Ὁ Ἰάκωβος Ἀδελφόθεος ἀναφέρει χαρακτηριστικά: «Πόθεν πόλεμοι καὶ μάχαι ἐν ὑμῖν; οὐκ ἐντεῦθεν, ἐκ τῶν ἡδονῶν ὑμῶν τῶν στρατευομένων ἐν τοῖς μέλεσιν ὑμῶν; ἐπιθυμεῖτε, καὶ οὐκ ἔχετε· φονεύετε καὶ ζηλοῦτε, καὶ οὐ δύνασθε ἐπιτυχεῖν· μάχεσθε καὶ πολεμεῖτε· οὐκ ἔχετε διὰ τὸ μὴ αἰτεῖσθαι ὑμᾶς· αἰτεῖτε καὶ οὐ λαμβάνετε, διότι κακῶς αἰτεῖσθε, ἵνα ἐν ταῖς ἡδοναῖς ὑμῶν δαπανήσητε…» (Καθολικὴ Ἐπιστολὴ Ἰακώβου, δ’ 1-3).
Ἡ βασική, ἑπομένως, προϋπόθεση, γιὰ νὰ ἐπικρατήσῃ ἡ εἰρήνη, στὰ πρόσωπα και στοὺς λαούς, εἶναι οἱ ἄνθρωποι νὰ βιώσουν τὴν ὄντως Εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, τὸν ἴδιο δηλαδὴ τὸν Σωτῆρα Χριστό, ὄχι μόνον θρησκευτικῶς ἀλλὰ καὶ ἠθικῶς καὶ κοινωνικῶς, κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα.
Νὰ γιατὶ οἱ Ἄγγελοι δὲν εἶπαν κατ’ εὐθείαν «ἐπὶ γῆς εἰρήνη», ἀλλὰ πρόταξαν τό «δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ». Ἐὰν δὲν δοξάζουμε καὶ μεῖς τὸν Θεό, ποὺ μᾶς χάρισε ὡς δῶρο τὴν ἐπὶ γῆς Ε(ε)ἰρήνη, καὶ ἐὰν δὲν ἀφήσουμε τὴν εἰρήνη Του νὰ γεννηθῇ μέσα μας καὶ νὰ μᾶς ἀναγεννήση ἐσωτερικά, τότε μὴν ἀναζητοῦμε μάταια τὴν εἰρήνη στὸν κόσμο ἔξω ἀπὸ ἐμᾶς. Χωρὶς εἰρήνη μὲ τὸν Θεό, δὲν εἰρηνεύει τὸ εἶναι μας, οὔτε ἐμεῖς εἰρηνεύουμε μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ὥστε νὰ ἑδραιωθῆ ἡ εἰρήνη.
Ὅσοι, λοιπόν, ποθοῦμε τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, τὴν «πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν», ἂς βιώσωμε, καὶ ὡς πρόσωπα καὶ ὡς ὁμάδες, τὴν ζωὴ καὶ πολιτεία τῆς ὄντως Εἰρήνης καὶ μὲ ἀγάπη, ἀλληλοβοήθεια καὶ συνεργασία ἂς ἀγωνιστοῦμε γιὰ τὴν εἰρήνη μέσα μας, γύρω μας, παντοῦ καὶ πάντοτε. Ἀμήν!
†Β. Τσούπρας


