Ἐπὶ Σταυροῦ καὶ ἐν Τάφῳ
(Κύριο ἄρθρο τεύχους Ἀπριλίου)
Ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα ἀποτελεῖ τὴν ἐκδήλωση τῆς κακίας καὶ τοῦ μίσους τῶν ἀνθρώπων κατὰ τοῦ Πλάστου καὶ εὐεργέτη των, ἀλλὰ κυρίως τὴν φανέρωση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους: «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται , ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον».
Ἐπειδὴ ὅμως ἡ ἀγάπη εἶναι θεϊκὴ δύναμη καὶ ἀγαθοεργὴ δημιουργία, γι’ αὐτὸ ὑπερνικᾶ τὸ μίσος καὶ τὸν θάνατο καὶ χαρίζει ζωὴ καὶ ἀνάσταση. Ἔτσι, μετὰ ἀπὸ τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα τοῦ Σταυροῦ καὶ τοῦ Τάφου ἀκολουθεῖ ἡ Ἀνάσταση καὶ ἡ Ἑβδομάδα τῆς Διακαινησίμου, ὅπου «τὰ πάντα πεπλήρωται φωτός».
Γιὰ ν’ ἀναστηθῇ ὅμως ὁ ἄνθρωπος, πρέπει νὰ βιώσῃ τὸν σταυρό, νὰ βιώσῃ δηλαδὴ τὴν εὐλογημένη σταυρικὴ προτροπὴ τοῦ Δημιουργοῦ «αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε». Αὐξάνεται δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν πίστη πρὸς τὰ ἄνω καὶ πληθύνεται μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὰ πλάγια. Οἱ ἄνθρωποι ὅμως, μὲ τὴν παρακοή, ἀντὶ γιὰ αὐξητικὴ ἄνοδο καταφέραμε τὴν πτώση, καὶ ἀντὶ γιὰ πλήθυνση πέσαμε στὴν ἐλάττωση. Βάλαμε δηλαδὴ στὴν θέση τοῦ σταυροῦ τῆς ἀγάπης τὸν ἀντίσταυρο τῆς παρακοῆς καὶ τῆς ἀδικίας.
Ἄρα, γιὰ νὰ κερδίσῃ ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν αἰώνια ζωή, πρέπει νὰ σταυρώσῃ μέσα του τὸν ἀντίσταυρο καὶ νὰ νεκρώσῃ τὸν θάνατο, ὥστε νὰ παραμένῃ πάντοτε ἀναστημένος (ἄνω στημένος).
Γι’ αὐτὸ καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ σ’ ὅλη τὴν φύση ὁ Θεὸς ὑπενθύμιζε στὸν ἄνθρωπο, μὲ πολλὲς προτυπώσεις, ὅτι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου θὰ προέλθῃ μὲ τὴν βίωση τοῦ σταυροῦ τῆς σωτηρίας καὶ μὲ τὴν ὑπέρβαση τοῦ ἀντίσταυρου τῆς ἀδικίας. Αὐτὸ δηλώνουν ὁ ὕμνος τῶν Ἀγγέλων «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη», ἡ ἐντολὴ «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» καὶ ἡ Κυριακὴ προσευχή.
Αὐτὸ μάλιστα ὁ Χριστός μας δὲν τὸ κήρυξε μόνον, ἀλλὰ πρῶτος τὸ τήρησε, μὲ τὸ ὑπέροχο ἐκεῖνο «οὐχὶ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλὰ ὡς σύ» καὶ μὲ τὸ ἐξαίσιο «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι». Ὁ Κάιν στὸν Παράδεισο φονεύει τὸν ἀδελφό του, χωρὶς ἐκεῖνος νὰ τοῦ πταίσῃ. Ἔτσι καταδικάζεται ἀπὸ τοὺς θεσμοὺς τῆς ἐξουσίας (τὴν θρησκευτική, τὴν μορφωτικὴ καὶ τὴν κοινωνικοπολιτική) σὲ θάνατο διὰ σταυροῦ.
Ὁ Σωτήρας μας ὅμως πάνω στὸν ξύλινο σταυρὸ τῆς τιμωρίας θέτει τὸν δικό Του Σταυρό, τὸν Σταυρὸ τῆς σωτηρίας, δηλαδὴ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πατέρα Του καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ἀκόμα καὶ πρὸς τοὺς σταυρωτές Του, μετατρέποντας μάλιστα καὶ τὸν σταυρὸ τῆς τιμωρίας σὲ σύμβολο τῆς νίκης τοῦ φωτὸς κατὰ τοῦ σκότους καὶ σὲ σημεῖο τοῦ ἀγαπῶντος Ἐσταυρωμένου.
Ἄρα, ὅταν ἀτενίζωμε τὸν Σταυρό ἢ κάνωμε τὸν σταυρό μας ἢ τὸν σχηματίζωμε παντοῦ, κατ’ οὐσίαν ἀναφερόμαστε στὸν ζῶντα Σταυρό, δηλαδὴ στὸν Ἐσταυρωμένο, τοῦ ὁποίου ἡ δύναμη νικᾶ τὸν θάνατο καὶ τὸ σκοτάδι καὶ χαρίζει τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν αἰώνια ζωή, γιατὶ ὁ τάφος καὶ ὁ θάνατος δὲν μποροῦν νὰ νικήσουν τὸ ἀληθινὸ φῶς «τὸ φωτίζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον πρὸς τὸ φῶς». Τὸ φῶς αὐτὸ τὸ ἀληθινὸ φώτισε ἀκόμη καὶ μέσα στὸ σκοτάδι τοῦ Ἅδου, ἕλκοντας πρὸς αὐτὸ τὶς ψυχὲς τῶν πεπεδημένων. Ἄλλωστε ὁ Σταυρὸς, ὡς σημεῖον τοῦ Ἐσταυρωμένου, θὰ ἐμφανιστῇ κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου.
Γι’ αὐτὸ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἐὰν θέλωμε ζωὴ καὶ ἀνάσταση, εἰρήνη καὶ πρόοδο, ὀφείλομε νὰ βιώνωμε τὴν σταυροαναστάσιμη ζωὴ καὶ πολιτεία τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ νὰ νεκρώνωμε τὸν ἀντίσταυρο τῆς ἀδικίας, ὅ, τι χρῶμα καὶ ὄνομα καὶ ἐὰν ἔχῃ. Αὐτὸ εἶναι τὸ μήνυμα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, ποὺ περιέχεται στὰ εὐαγγελικὰ καὶ ἀποστολικὰ ἀναγνώσματα τῆς περιόδου, ἰδιαιτέρως στὰ Δώδεκα Εὐαγγέλια καὶ ταυτοχρόνως στοὺς ὑπέροχους ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας μας.
Γι’ αὐτὸ ὀφείλομε νὰ μελετᾶμε τὰ ἅγια αὐτὰ λόγια, γιὰ νὰ νοιώθωμε περισσότερο τὴν ἀγάπη καὶ τὴν θυσία τοῦ Σωτῆρος καὶ νὰ παίρνωμε δύναμη γιὰ τὸ δικό μας «αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε», γιὰ τὴν δική μας δηλαδὴ βίωση τοῦ Σταυροῦ τῆς σωτηρίας.
Βασίλειος Τσούπρας