Ἄρθρα Ἐφημερίδας,  Γενικά,  Ἐκδόσεις

Ἕνας ἀγωνιστὴς μὲ ὅραμα

Ἀπὸ τὶς 9 Μαΐου 2025 ἡ οἰκογένεια τῶν Ἐπάλξεων ἔγινε φτωχότερη. Ἀποχαιρέτησε γιὰ τὸ οὐράνιο ταξίδι τὸν «πατέρα» καὶ ἐπὶ σειρὰ ἐτῶν ὑπεύθυνό της, Βασίλειο Τσούπρα, θεολόγο-κοινωνιολόγο, ἐκδότη τῆς ὁμώνυμης ἐφημερίδος καὶ ἱδρυτικὸ μέλος τῆς Ἑλληνικῆς Χριστιανοκοινωνικῆς Ἑνώσεως καὶ τῆς Πανελληνίου Ἑνώσεως Ἐθελοντῶν Αἱμοδοτῶν.

Γεννήθηκε στὸ Καπελέτο Ἠλείας στὶς 12 Δεκεμβρίου 1934 καὶ ἦταν τὸ δωδέκατο παιδὶ τῆς οἰκογενείας του. Πέρασε τὰ παιδικά του χρόνια δουλεύοντας στὶς ἀγροτικὲς καὶ κτηνοτροφικὲς ἐργασίες τῆς οἰκογενείας ἀλλὰ καὶ ὡς μικροπωλητὴς σὲ ὅλη τὴν Ἠλεία καὶ τὰ Καλάβρυτα. Τελείωσε τὸ δημοτικὸ σχολεῖο τοῦ χωριοῦ του.

Σὲ ἡλικία 13 ἐτῶν, καθὼς ξεκινοῦσε τὴν φοίτηση στὸ Γυμνάσιο, ἔχασε τελείως τὴν ὅρασή του, λόγῳ ἀτυχήματος στὸν ἐμφύλιο.

Παρὰ τὶς δυσκολίες, μὲ πίστη στὸν Θεὸ καὶ ἐπιμονή, κατάφερε νὰ συνεχίση τὶς σπουδές του. Τὸ 1948 γράφτηκε στὸν Οἶκο Τυφλῶν στὴν Καλλιθέα, ὅπου ἔμαθε τὴν γραφὴ τυφλῶν, μουσική, κ.ἄ. Στὴν συνέχεια, φοίτησε στὸ νυχτερινὸ ὀκτατάξιο Γυμνάσιο (ὄχι γιὰ τυφλούς) τῆς ὁδοῦ Λιοσίων στὴν Ἀθήνα, ἀπ’ ὅπου ἀποφοίτησε τὸ 1958. Παράλληλα ἐργαζόταν στὸ πτηνοτροφεῖο τῆς Ἀμερικανικῆς Σχολῆς.

Πέρασε μὲ ἐξετάσεις, μὲ γραφὴ βλεπόντων, συγχρόνως στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καὶ στὴν Πάντειο. Ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους τυφλοὺς πτυχιούχους στὴν Ἑλλάδα. Σπούδασε ἀκολούθως στὴν Νομικὴ Σχολὴ Θεσσαλονίκης καὶ στὴν Φιλοσοφικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν καὶ μετεκπαιδεύτηκε στὴν Κοινωνιολογία καὶ Ψυχολογία στὰ Πανεπιστήμια Σορβόννης, Βόννης καὶ Μονάχου. Μιλοῦσε πάνω ἀπὸ 15 ξένες γλῶσσες καὶ εἶχε διπλώματα σὲ Ἀγγλικά, Γαλλικὰ καὶ Γερμανικά.

Τὸ 1964 νυμφεύθηκε τὴν Γεωργία Καραβία, μὲ τὴν ὁποία ἀπέκτησαν πέντε παιδιά: τὸν Νέστορα, τὸν Γεώργιο, τὸν Χρῆστο, τὸν Ἀλέξανδρο καὶ τὴν Ἰωάννα. Δυστυχῶς, ἔχασε δύο ἀπὸ τὰ παιδιά του, γεγονὸς ποὺ ἀντιμετώπισε μὲ βαθιὰ πίστη καὶ ὑπομονή ̇ γενικῶς δὲν ἔχασε ποτὲ τὸ θάρρος, τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα του στὸν Θεὸ καὶ στοὺς Ἁγίους Του.

Ὑπῆρξε ἀγωνιστὴς γιὰ τὴν πίστη, τὴν κοινωνικὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν δημοκρατία. Στὴν δεκαετία τοῦ 1960 πρωτοστάτησε στοὺς Φοιτητικοὺς Θεολογικοὺς Ἀγῶνες, ποὺ ἔδωσαν κοινωνικὴ κατεύθυνση στὴν θεολογικὴ σκέψη.

Κατὰ τὴν Δικτατορία ἀγωνίστηκε κατὰ τοῦ καθεστῶτος καὶ διώχθηκε γιὰ τὶς ἀπόψεις του. Παύθηκε ἀπὸ τὴν θέση του ὡς Ἱεροκήρυκα στὴν Μητρόπολη Ἠλείας, ὅπου συνεργάστηκε καὶ μὲ τὸν μετέπειτα Μητροπολίτη †Γερμανὸ Παρασκευόπουλο. Κατόπιν, διορίστηκε καθηγητὴς σὲ Ἐκκλησιαστικὴ Σχολὴ ἀλλὰ ἀπομακρύνθηκε τὸ 1976, λόγῳ τῆς συμμετοχῆς του στὸν ἀγῶνα τῶν τυφλῶν. Στὴν συνέχεια, ἔλαβε θέση ἄμισθου λαϊκοῦ ἱεροκήρυκος στὴν Μητρόπολη Ἀττικῆς. Κήρυξε ἐπὶ δεκαετία στὴν ἐνορία τοῦ Ἁγίου Μάρκου Εὐγενικοῦ στὰ Κάτω Πατήσια, ὅπου οἱ παλαιότεροι ἀκόμη τὸν θυμοῦνται γιὰ τὸ θερμὸ ἀγωνιστικό του κήρυγμα.

Γιὰ τὴν ἀνάμειξή του στὸν ἀγῶνα τῶν τυφλῶν καὶ τὴν σύγκρουση μὲ τὰ κακῶς κείμενα στὴν διοίκηση τοῦ Οἴκου τυφλῶν, πέρασε ἀπὸ 99 δίκες, ἀλλὰ ἀθωώθηκε σὲ ὅλες.

Ὁ ἀγῶνας αὐτὸς ὁδήγησε σὲ σημαντικὲς μεταρρυθμίσεις, ὅπως ἡ κατάργηση τῆς ἐπαιτείας καὶ ἡ ἀναγνώριση ἐπαγγελματικῶν καὶ ἀσφαλιστικῶν δικαιωμάτων τῶν τυφλῶν.

Ὑπῆρξε σταθερὸς ὑποστηρικτὴς τῆς κοινωνικῆς προόδου καὶ τῆς συνεργασίας. Τὸ 1977 ἵδρυσε τὴν Ἑλληνικὴ Χριστιανοκοινωνικὴ Ἕνωση, πρωτοστατῶντας καθ’ ἑξῆς στὴν ἑνότητα τῶν χριστιανικῶν καὶ κοινωνικῶν κινήσεων. Ὑπῆρξε ὁ πρῶτος τυφλὸς ποὺ διεκδίκησε θέση στὴν Βουλή.

Τὸ 1990 ἵδρυσε τὴν Πολιτιστικὴ καὶ Κοινωνικὴ Ἑταιρεία «Ἐπάλξεις», ποὺ λειτούργησε καὶ ῥαδιοφωνικὸ σταθμό, μὲ στόχο τὴν βίωση, διάδοση καὶ στήριξη τῶν ἑλληνορθοδόξων παραδόσεων. Παρήγαγε ἐκπομπές, κυρίως γιὰ παιδιὰ καὶ νέους, σὲ συνεργασία μὲ τηλεοπτικοὺς καί ῥαδιοφωνικοὺς σταθμούς, ὅπως ὁ Ρ/Σ τῆς «Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» καὶ τῆς «Πειραϊκῆς Ἐκκλησίας».

Ἀπὸ τὰ κύρια μελήματά του ἦταν ἡ προάσπιση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας στὴν ἱστορική της συνέχεια, μέσῳ τῆς ἐκδόσεως λειτουργικῶν καὶ ἄλλων κειμένων μὲ ἑρμηνευτικὸ λεξιλόγιο.

Παράλληλα, ἐνίσχυε τὰ νέα μέλη, ὥστε νὰ δημιουργοῦν ὑγιεῖς οἰκογένειες, τὶς ὁποῖες στήριζε μὲ τὶς συμβουλές του, καὶ βοήθησε πολλὰ ζευγάρια νὰ ἀποφύγουν τὸ διαζύγιο.

Διοργάνωνε, σὲ τακτικὴ βάση, ἐκδρομὲς σὲ Ἑλλάδα καὶ ἐξωτερικό, μὲ σκοπὸ τὴν γνωριμία μὲ ἄλλους ἀδελφούς, τὴν στήριξή τους καὶ τὴν ἱεραποστολικὴ δράση. Μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του παρέμεινε ἀγωνιστὴς μὲ ὅραμα τὴν ἑνότητα καὶ τὴν κοινὴ πρόοδο. Τόνιζε διαρκῶς τὴν σημασία τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητος ἀλλὰ καὶ τῆς μορφωτικῆς καὶ κοινωνικῆς δράσεως, ὅπως ἀναγράφεται καὶ στὴν προμετωπίδα τῶν «Ἐπάλξεων»: «ἵνα σωφρόνως, δικαίως καὶ εὐσεβῶς ζήσωμεν».

Ἀξίζει νὰ σημειωθῆ ὅτι στὴν δεκαετία τοῦ ’80, ποὺ οἱ ἐνορίες δὲν διέθεταν ἀκόμη ἐνοριακὰ κέντρα μὲ πολύπλευρη δράση, οἱ Ἐπάλξεις, μὲ τὴν δική του πρωτοβουλία καὶ ἀκάματη προσφορά, λειτουργοῦσαν ἤδη ὡς μιὰ πραγματικὴ κοινότητα, στὴν καρδιὰ τῶν Ἀθηνῶν, μὲ ὁμιλίες γιὰ ἐπίκαιρα πνευματικὰ καὶ κοινωνικὰ θέματα, μὲ παροχὴ δωρεὰν ὠφελίμων γνώσεων καὶ μὲ τὴν δημιουργία χορωδίας καὶ χορευτικοῦ τμήματος γιὰ τὴν διοργάνωση μορφωτικῶν καὶ κοινωνικῶν δραστηριοτήτων σὲ ἐνορίες καὶ ἄλλους πολιτιστικοὺς χώρους.

Ἡ οἰκογένεια τῶν Ἐπάλξεων τοῦ εἴμαστε κυριολεκτικὰ εὐγνώμονες γιὰ τὶς νουθεσίες του, τὴν στήριξή του καὶ τὴν διαρκῆ του μέριμνα γιὰ τὴν προσωπικὴ καὶ τὴν εὐρύτερη πρόοδό μας.

Ἔχουμε τὴν βεβαία ἐλπίδα ὅτι οἱ προσευχές του, ἀπὸ τὸν οὐρανὸ πλέον, θὰ μᾶς κατευθύνουν στὴν πορεία μας γιὰ τὴν συνέχιση τοῦ πνευματικοῦ, μορφωτικοῦ καὶ κοινωνικοῦ αὐτοῦ ἔργου πρὸς δόξα Θεοῦ καὶ ἐπ’ ὠφελείᾳ πάντων τῶν ἀνθρώπων, ὅπως κατέληγε πάντοτε στὰ ἄρθρα του.

Αἰωνία σου ἡ μνήμη, σεβαστέ μας κύριε Βασίλη καὶ Καλὴ Ἀνάσταση ἐν τῇ κοινῇ τῶν πάντων ἀναστάσει! Γένοιτο!