Ἄρθρα Ἐφημερίδας,  Ἐκδόσεις

Ὀρθόδοξος Πίστις καὶ φυσικαὶ ἐπιστῆμαι

τοῦ μακαριστοῦ π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ

Ἡ ἐπιστήμη δὲν μπορεῖ νὰ ἀπορρίψει τὸ ἐνδεχόμενο τῆς ὕπαρξης Θεοῦ ὡς δημιουργοῦ καὶ προνοητοῦ τοῦ σύμπαντος, διότι δὲν ἔχει τὰ κατάλληλα ὄργανα γιὰ νὰ Τὸν συλλάβει. Γι’ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ κατηγορεῖ τὴν Θεολογία ὡς μυθολογία καὶ δεισιδαιμονία. Ἄλλ’ οὔτε καὶ ἡ Θεολογία δικαιοῦται νὰ κατηγορεῖ τὴν Ἐπιστήμη ὡς ἄθεη, δηλαδὴ μὲ τὰ δικά της κριτήρια.

Γιὰ τὴν δημιουργικὴ ὅμως σύγκλιση καὶ συνεργασία Πίστεως καὶ Ἐπιστήμης ἀπαιτεῖται κοινὴ γλῶσσα. Κατὰ τὸν γνωστὸ φὸν Μπράουν, πίστη καὶ ἐπιστήμη δὲν βρίσκονται σὲ ἀντίθεση. «Ἡ θρησκεία ἀσχολεῖται μὲ τὸν Δημιουργό, ἡ ἐπιστήμη μὲ τὴν δημιουργία».

Ἡ ἐπιστήμη μὲ τὴν βοήθεια τῆς πατερικῆς Θεολογίας: α) διακρίνει τὰ ὅρια της, β) δέχεται σημαντικὴ ἠθικὴ καθοδήγηση, συνειδητοποιῶντας τὸν φιλάνθρωπο καὶ διακονικὸ χαρακτῆρα της, γ) ἀναγνωρίζει τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ ἡ Θεολογία διδάσκει, ὅτι «τὸ Σάββατον διὰ τὸν ἄνθρωπον ἐγένετο, οὐχ ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ Σάββατον» (Μάρκ. 2, 27), ἢ ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι «ζῶον θεούμενον» (Γρηγόριος Νύσσης) ἢ «θεὸς κεκελευσμένος» (= Ἔχει μέσα του τὴν ἐντολὴ νὰ γίνει θεός, Μ. Βασίλειος).

Ἂς μὴν ὁριοθετοῦμε, λοιπόν, ὁ ἕνας τὴν Ἐπιστήμη τοῦ ἄλλου καὶ ἂς σεβόμεθα τὰ πορίσματα τῆς ἑκατέρωθεν ἔρευνας, ποὺ διεξάγεται μὲ αὐτοσεβασμὸ καὶ ταπείνωση, διότι ὁ κόσμος μας χρειάζεται τὶς φυσικὲς ἐπιστῆμες, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐπιστήμη τῆς θεώσεως, ἐφ’ ὅσον «οὐκ ἔπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ὁ ἄνθρωπος» (Ματθ. 4, 4).

πηγή: Ὀρθόδοξος Τύπος, 13/2/2009, διασκευή