Ἡ Παράκληση τῶν ἀβοηθήτων καὶ τῶν ἀπηλπισμένων
Ὁ Θεόδωρος Β’ Λάσκαρης, συνθέτης τοῦ Μεγάλου Παρακλητικοῦ Κανόνος στὴν Παναγία, παρουσιάζει, μέσα ἀπὸ ὑπέροχες ποιητικὲς εἰκόνες, τὶς δυσκολίες τοῦ βίου του: «Νέφη τῶν λυπηρῶν ἐκάλυψαν τὴν ἀθλίαν μου ψυχήν», «ἐκύκλωσαν αἱ τοῦ βίου μου μὲ ζάλαι, ὥσπερ μέλισσαι κηρίον, Θεοτόκε», «τῶν λυπηρῶν ἐπαγωγαὶ χειμάζουσιν τὴν ταπεινήν μου ψυχήν».
Πράγματι, ὁ ποιητὴς καὶ «φιλόσοφος-βασιλεύς» δὲν ἐκθέτει γενικῶς «τὶς συμφορὲς τοῦ βίου» ἀλλὰ καὶ τὶς ταλαιπωρίες ποὺ ὑπέστη ὡς αὐτοκράτορας τῆς πολύπαθης αὐτοκρατορίας τῆς Νικαίας, ποὺ ἀντιμετώπιζε διαρκεῖς ἀπειλές ἀπὸ ἐξωτερικοὺς ἐχθροὺς (Μουσουλμάνους, Φράγκους, Βουλγάρους, Δεσπότες τῆς Ἠπείρου) καὶ ἀπὸ ἐσωτερικοὺς (εὐγενεῖς ἀριστοκράτες), λόγῳ τῆς φιλολαϊκῆς πολιτικῆς τῶν αὐτοκρατόρων της.
Εὐαίσθητη καὶ φιλάσθενη φύση ὁ ἴδιος, πικραμένος καὶ συντετριμμένος ἀπὸ τὶς πολλαπλὲς δυσκολίες, δὲν ἔχει ποῦ ἀλλοῦ νὰ καταφύγῃ ἀνθρωπίνως γιὰ βοήθεια. Προσφεύγει, λοιπόν, στὴν «κραταιὰ προστασία» τῆς Θεοτόκου, τείνοντας «χεῖρα βοηθείας» καὶ προσδοκῶντας «τὴν θερμή της ἀντίληψη (= βοήθεια)». Ἐξ ἄλλου, ἡ Ὑπέρμαχος Στρατηγὸς βοήθησε πάντοτε τὸν πονεμένο λαό της καὶ εἶναι καὶ γι’ αὐτὸν «τὸν γυμνωθέντα ἁπάσης βοηθείας» «ἡ ἀβοηθήτων δύναμις καὶ ἐλπὶς ἀπηλπισμένων».
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ ποιητὴς δὲν μένει μόνον στὴν ἔκθεση τῶν προσωπικῶν του δεινῶν, τὰ ὁποῖα παρουσιάζει μὲ παραστατικὸ τρόπο καὶ μὲ πλούσιες εἰκόνες ἀπὸ τὴν φύση: «καταιγίς με χειμάζει τῶν συμφορῶν καὶ τῶν λυπηρῶν τρικυμίαι καταποντίζουσιν», «συμφορῶν νέφη τὴν ἐμὴν καλύπτουσι καρδίαν», «τὴν ἐμὴν καρδίαν κατατριτρώσκουσιν βέλη τῶν θλίψεων», ἀλλὰ ἐκφράζει παράλληλα καὶ τὴν πεποίθησή του ὅτι μόνον Ἐκείνη, ἡ Δέσποινα τοῦ κόσμου, μπορεῖ νὰ γίνῃ «ἡ ταχινὴ βοήθεια», «ἐν τοῖς κινδύνοις ῥῦστις καὶ προστάτις ἐν τοῖς πειραστηρίοις».
Ἀπὸ ποῦ, ὅμως, ἀντλεῖ ὁ ποιητὴς αὐτήν του τὴν βεβαιότητα, ὅτι ἡ Παναγία θὰ προσέλθῃ ἀρωγὸς στὶς συμφορὲς τοῦ ἰδίου καὶ τῆς αὐτοκρατορίας του; Δὲν ἦταν, ἀσφαλῶς, ἡ πρώτη φορὰ ποὺ προσέτρεχε στὴν βοήθειά της καὶ ἔβρισκε ἀνταπόκριση αὐτὸς καὶ τὸ πολύπαθο γένος του: «ἐξ ἐχθρῶν δυσμενῶν καὶ ἐξ ἀμετρήτων ἀναγκῶν καὶ θλίψεων λυτρωθείς τῇ κραταιᾷ σου δυνάμει (μὲ τὴν ἰσχυρή σου δύναμη)». Ἐξ ἄλλου ἡ Ὑπέρμαχος Στρατηγὸς εἶχε σώσει καὶ παλαιότερα τὴν Βασιλεύουσα Πόλη ἀπὸ τοὺς δυσμενεῖς ἐχθρούς (Ἀβαροσλάβους, 626).
Νὰ σημειωθῆ ὅτι οἱ αὐτοκράτορες τῆς Νικαίας, καὶ ἰδιαιτέρως ὁ Θεόδωρος Β’ Λάσκαρης, ὁ γιὸς τοῦ Ἰωάννου Γ’ Βατάτζη, εἶχαν τὴν συνείδηση ὅτι εἶναι διάδοχοι τῶν Βυζαντινῶν Βασιλέων ἀπὸ τὸν Μεγάλο Κωνσταντῖνο ἕως τὸν Παλαιολόγο καὶ εἶχαν χριστιανικὴ καὶ ἑλληνικὴ παιδεία καὶ συνείδηση, ὅπως φαίνεται, ἐξ ἄλλου, καὶ ἀπὸ τὰ παρακάτω λόγια τοῦ Θεοδώρου: «νῦν πεποιθὼς ἐπὶ τὴν σὴν κατέφυγον ἀντίληψιν κραταιὰν καὶ πρὸς τὴν σὴν σκέπην ὁλοψύχως ἔδραμον». Καὶ ἀλλοῦ: «ἐθαυμάστωσας ὄντως νῦν ἐπ’ ἐμοί τὰς εὐεργεσίας σου (=ἔκανες θαυμαστὲς τὶς εὐεργεσίες σου), Κόρη, καὶ τὰ ἐλέη σου», «ὡς γὰρ φυσίζωος [(γεννήτρια τῆς ζωῆς < φύω+ζῶ)] ἐκ τῶν δεσμῶν τῶν τοῦ Ἅδου πρὸς ζωὴν ἀνήγαγες εἰς γῆν με ῥεύσαντα».
Εἶναι ἀναρίθμητες οἱ εἰκόνες ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ λόγιος ποιητής, μεγάλος ὁ πλοῦτος τῶν λέξεων καὶ βαθιὰ τὰ νοήματα. Δὲν χορταίνει, πραγματικά, κανεὶς νὰ διαβάζῃ καὶ νὰ ξαναδιαβάζῃ τὸ ὑπέροχο αὐτὸ ποίημα καὶ νὰ ἐντρυφᾶ συνεχῶς στὸ πλούσιο περιεχόμενό του. Ὅσο περισσότερο μάλιστα ἐμβαθύνει, τόσο περισσότερο συναισθάνεται τὴν λεπτότητα τῆς εὐαίσθητης ποιητικῆς ψυχῆς, ποὺ ἀντιμετωπίζει συχνὰ «ἀ-πορία ἐκ πάντων» καὶ ἐπιζητεῖ θερμῶς τὴν ἀντίληψη τῆς φιλεύσπλαχνης Κόρης.
Εἶναι, μάλιστα, τόσο βέβαιος ὅτι θὰ τύχῃ καὶ αὐτὴν τὴν φορὰ τῆς βοηθείας της, ὥστε ἐκφράζει προκαταβολικὰ τὶς εὐχαριστίες του: «Ἀληθῆ Θεοτόκον ὁμολογῶ σε, Δέσποινα», «οὐ σιωπήσω βοᾶν τρανώτατα τὰ μεγαλεῖα τὰ σά· εἰ μὴ γὰρ σύ πάντοτε προΐστασο ὑπὲρ ἐμοῦ πρεσβεύουσα τίς ἐμὲ … ἐρρύσατο;», «σέ δοξάζω καὶ ἀνυμνῶ καὶ γεραίρω (= τιμῶ) τὴν πολλὴν καὶ ἄμετρον κηδεμονίαν σου».
Παράλληλα, ὅμως, ἐκδηλώνει καὶ τὴν ἀπέραντη εὐγνωμοσύνη του γιὰ τοὺς «ἀμέτρους οἰκτιρμοὺς» τῆς εὐγενοῦς Κόρης. «Ὦ τῆς σῆς προνοίας καὶ τῆς εὐεργεσίας, ἧς ἀφθόνως αὐτὸς παραπήλαυσα». Ἀναρωτιέται, μάλιστα, ποιό δῶρο θὰ μποροῦσε νὰ φανῆ ἀντάξιο τῶν πολλῶν «δωρημάτων» καὶ τῆς «ἀμετρήτου χρηστότητός» της καὶ δηλώνει ὅτι δὲν θὰ παύσῃ ποτὲ νὰ διακηρύσσῃ πρὸς ὅλους «τὸν βυθὸν τοῦ ἐλέους καὶ τὴν βρύσιν τῶν ἀπείρων θαυμάτων καὶ τὴν πηγὴν τὴν ἀέναον τῆς πρὸς αὐτὸν συμπαθείας» τῆς Θεοτόκου.
Καὶ πάλι, ὅμως, αἰσθάνεται ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀπαριθμήσῃ τὰ μεγαλεῖα της καὶ νὰ ἐκφράσῃ τὸν «ἀνεξερεύνητον πλοῦτον τῶν ὑπὲρ νοῦν θαυμάτων» της, τὰ ὁποῖα τελοῦνται «διηνεκῶς τοῖς πόθῳ τιμῶσιν καὶ πίστει προσκυνοῦσιν (αὐτήν) ὡς ἀληθῆ Θεοῦ λοχεύτριαν». Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι ὁ ποιητὴς δὲν ὑμνεῖ ἁπλῶς τὴν Παναγία γιὰ τὸ ἔλεός της, ἀλλὰ τὴν ὁμολογεῖ συνεχῶς ὡς «ἀληθῆ Θεοτόκον».
Σὲ μιὰν ἄλλη ἐξαίσια μεταφορὰ καλεῖ τὴν Θεοτόκο, «τὸ δοχεῖον τοῦ φωτὸς τὸ καθαρὸν καὶ ἄμωμον» νὰ φωταγωγήσῃ αὐτὸν «τὸν σκοτισθέντα νυκτὶ ἁμαρτημάτων» καὶ νὰ ἀπομακρύνῃ «ἡ γεννήσασα φῶς τὸ ἀπρόσιτον» «τὸν σκοτασμὸν τῆς ἀθλίας του ψυχῆς καὶ καρδίας».
Ὁ ποιητὴς ὁλοκληρώνει τὴν δέησή του, παρακαλῶντας τὴν Παναγία νὰ μὴν παραβλέψῃ τὰ δάκρυα καὶ τὸν στεναγμό του ἀλλὰ νὰ ἐπληρώσῃ τὶς αἰτήσεις του, ἐκφράζοντας γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ τὴν βεβαιότητα «ὅτι δύναται πάντα, ὡς πανσθενοῦς (=παντοδυνάμου) Θεοῦ Μήτηρ, εἰ νεύσῃ ἔτι μόνον (= ἐὰν συγκατανεύσῃ, ἐὰν γύρῃ μὲ συμπάθεια) πρὸς τὴν οἰκτρὰν ταπείνωσιν (του)».
Εἶναι, πράγματι, ἀξιοπερίεργο πῶς ἕνας μεγάλος καὶ τρανὸς αὐτοκράτορας αἰσθάνεται τόσο ἀβοήθητος στὴν ἀντιμετώπιση τῶν δυσκολιῶν του. Ὅποιος, ὅμως, ἔχει μελετήσει τὸν πολυτάραχο βίο του καὶ τὶς διαρκεῖς περιπέτειες τῆς αὐτοκρατορίας του, εἶναι, νομίζω, σὲ θέση νὰ κατανοήσῃ τὶς ἀπογοητεύσεις, τὸν πόνο καὶ τὴν θλίψη τῆς ὀδυνώσας καὶ συντετριμμένης του καρδίας, ὅπως αὐτὲς ἀποτυπώνονται μὲ τὴν ποιητικὴ γραφίδα μιᾶς εὐαίσθητης ψυχῆς ποὺ συλλαμβάνει καὶ ἀποδίδει λεπτομερῶς ὅλες τὶς ἀποχρώσεις τῶν συμφορῶν.
Αὐτὸ ποὺ εἶναι, ὅμως, ἰδιαιτέρως παρήγορο εἶναι ὅτι ὁ ποιητής, παρ’ ὄτι θλίβεται πικρῶς καὶ θρηνεῖ γοερῶς γιὰ τὰ ἀμέτρητα προσωπικὰ καὶ γενικὰ δεινά, ποὺ τοῦ προξενοῦν ἐχθροὶ καὶ φίλοι, ἐν τούτοις δὲν χάνει τὴν ἐλπίδα του στὸν Θεὸ καὶ στὴν Παναγία Μητέρα Του. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια Αὐτὴ εἶναι πλέον ἡ μόνη του ἐλπίδα, ἡ τελευταία του καταφυγὴ καὶ παραμυθία «ταῖς θλίψεσιν τοῦ βίου».
«Καὶ ποῦ λοιπὸν ἄλλην εὑρήσω ἀντίληψιν; Ποῦ προσφύγω; Ποῦ δὲ καὶ σωθήσομαι; Τίνα θερμὴν ἕξω βοηθὸν θλίψεσι τοῦ βίου καὶ ζάλαις, οἴμοι κλονούμενος; Εἰς σὲ μόνην ἐλπίζω καὶ θαρρῶ καὶ καυχῶμαι καὶ προστρέχω τῇ σκέπῃ σου·σῶσον με.» (α’ τροπάριο δ’ ὠδῆς, παρόμοιο μὲ τὸ α’ τῆς θ’ ὠδῆς: «Πρὸς τίνα καταφύγω ἄλλην, Ἁγνή…»).
Δὲν μένει, ἑπομένως, παρὰ καὶ ἐμεῖς, οἱ πολλαπλῶς καὶ πολυτρόπως ἀπογοητευμένοι ἀπὸ τοὺς κήρυκες τῆς ἐλπίδος τοῦ κόσμου τούτου, νὰ ἐναποθέσωμε πλέον τὶς ἐλπίδες μας στὴν μόνη «κραταιὰν ἀντίληψιν», τὴν «ἀβοηθήτων δύναμιν καὶ ἐλπίδα ἀπηλπισμένων», καὶ νὰ τὴν παρακαλέσωμε θερμῶς νὰ δεχθῆ καὶ τὴν δική μας πενιχρὴ δέηση καὶ τοὺς ἀμετρήτους στεναγμοὺς τῆς καρδίας μας.
Ἐκείνη εἶναι ἡ μόνη ποὺ δὲν ἀφήνει κανέναν «κατῃσχυμμένο» ἀλλὰ ἱκανοποιεῖ τὶς δεήσεις ὅλων ὅσων αἰτοῦνται τὴν χάριν καὶ λαμβάνουν τὸ δώρημα πάντοτε πρὸς τὸ συμφέρον τῆς αἰτήσεώς των.
Γλυκιά μας Παναγία, ἐσὺ ποὺ εἶσαι ἡ Μήτηρ τοῦ Πανσθενοῦς Δεσπότου, νεῦσον καὶ πρὸς τὴν ἡμῶν ταπείνωσιν καὶ μεσίτευσον πρὸς τὴν σωτηρίαν πάντων τῶν εἰς σὲ εἰλικρινῶς προστρεχόντων καὶ πιστῶς δεομένων.
Γένοιτο!
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος – θεολόγος