Μέγας Φώτιος: Ἀπὸ τὴν ὑμνολογία τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Φωτίου
Κοντάκιον – Ἀπολυτίκιον – Μεγαλυνάριο μὲ λεξιλόγιο.
Ἀπὸ τὴν ὑμνολογία τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Φωτίου (+6 Φεβρουαρίου)
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῆς σοφίας ἐκφάντωρ λαμπρὸς γενόμενος, Ὀρθοδοξίας ἐδείχθης θεοπαγὴς προμαχών, τῶν Πατέρων καλλονή, Φώτιε μέγιστε· σὺ γὰρ αἱρέσεων δεινῶν στηλιτεύεις τὴν ὀφρύν, Ἐώας τὸ θεῖον σέλας, τῆς Ἐκκλησίας λαμπρότης, ἣν διατήρει, Πάτερ, ἄσειστον.
Τῆς σοφίας ἐκφάντωρ λαμπρὸς γενόμενος = ἐσὺ ποὺ ἔγινες ἡ λαμπρὴ φανέρωση τῆς σοφίας.
θεοπαγὴς προμαχών = θεοστήρικτος προμαχώνας (θεοπαγής (<θεὸς + πήγνυμι) = αὐτὸς ποὺ στηρίζεται στὸν θεό).
στηλιτεύεις τὴν ὀφρύν = ἀποδοκιμάζεις τὴν ἔπαρση.
Ἑώας τὸ θεῖον σέλας = (μεταφορικὴ ἔκφραση) τῆς Ἀνατολῆς ἡ λάμψη.
ἣν διατήρει, Πάτερ, ἄσειστον = τὴν ὁποία διατήρησε, Πάτερ, ἀδιάσειστη.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς Ἐκκλησίας ὁ φωστὴρ ὁ τηλαυγέστατος, καὶ ὀρθοδόξων ὁδηγὸς ὁ ἐνθεώτατος, στεφανούσθω νῦν τοῖς ἄνθεσι τῶν ᾀσμάτων, ἡ θεόφθογγος κιθάρα ἡ τοῦ Πνεύματος, ὁ στερρότατος αἱρέσεων ἀντίπαλος, ᾧ καὶ κράζομεν· Χαῖρε, πάντιμε Φώτιε.
ὁ φωστὴρ ὁ τηλαυγέστατος = ὁ φωστὴρ ποὺ στέλνει πολὺ μακρυά τὴν λάμψη του (τηλαυγὴς (< τηλέ+αὐγή) = ὁ φέγγων μακρυά)
ᾧ = στὸν ὁποῖον (δοτικὴ πτώση της ἀναφορικῆς ἀντωνυμίας ὅς=ὁ ὁποῖος).
πάντιμε = ποὺ εἶσαι ὅλος τιμή.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ὀρθοδόξων φωταγωγέ, καὶ τῆς Ἐκκλησίας, νυμφοστόλε καὶ ὁδηγέ· χαίροις κακοδόξων, ἡ δίστομος ῥομφαία, ὦ Φώτιε τρισμάκαρ, ῥητόρων ἔξοχε.