Ἄρθρα Ἐφημερίδας

Ἡ ἐκκλησιαστικὴ γλῶσσα

τοῦ μακαριστοῦ π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ

Ἡ ἐκκλησιαστικὴ γλῶσσα ἔχει σαφήνεια καὶ ἁπλότητα. Συγκαταβαίνει αὐτή, κατὰ τὸ θεῖο παράδειγμα, στὸ ἐπίπεδο τοῦ ἀνθρώπου καὶ δὲν ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴν προσληπτική του δύναμη. Καὶ αὐτὸ τὸ ζεῖ κανεὶς στὰ μοναστήρια καὶ τὶς σκῆτες, ὅπως τῆς ἁγιορειτικῆς πολιτείας, συζητῶντας μὲ τοὺς Γέροντες καὶ ἀκούοντας τὸν εὔχυμο λόγο τους, ποὺ κινεῖται στὰ ἀπέραντα ὅρια τῆς Χάρης.

Ἐδῶ ἀκριβῶς ἀνακύπτει τὸ πρόβλημα τῶν μεταφράσεων στὴν Λατρεία. Ἡ «κατανόηση» δὲν εἶναι καρπὸς τῆς μεταφράσεως (μεταγλωττίσεως) τῶν κειμένων, ἀλλὰ λειτουργικῆς ἐμπειρίας (πρβλ. τοὺς «φιλακόλουθους» τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη) καὶ ἐμπειρικῆς, τοὐλάχιστον, θεολογικῆς γνώσης. Ἂν λείπουν αὐτὲς οἱ προϋποθέσεις, καὶ ὁ σοφότερος πανεπιστημιακὸς φιλόλογος δὲν θὰ μπορεῖ νὰ συλλάβει τὸ «ἀπόθετον κάλλος», τὸ θεολογικὸ νόημα τοῦ κειμένου.

Καὶ αὐτὸ τὸ διαπιστώνει κανεὶς ἀκόμη καὶ σὲ σπουδαστὲς τῆς Θεολογίας ἢ Φιλολογίας: μόνον ἐκεῖνοι, ποὺ ἔχουν ἄμεση ἐπαφὴ μὲ τὴν λατρεία καὶ τὴν γλῶσσα της, χειρίζονται ἄνετα τὸν ἑλληνικὸ λόγο. Συμβαίνει δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ διαπιστώνεται στὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας. Ἄνθρωποι μικρῆς σχολικῆς παιδείας, ὡς τὸν Μακρυγιάννη, στὸν γραπτό τους λόγο φανερώνουν τὴν σχολικὴ ἀνεπάρκειά τους. Στὸν προφορικό τους ὅμως λόγο διασώζουν τὴν ζωντανὴ ἑλληνικὴ γλῶσσα, ἔξω ἀπὸ κάθε καλούπι καὶ ἰδεολογικὴ δέσμευση.

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι μόνο στὴν ἐκκλησιαστικὴ λατρεία θὰ παρέχεται ἡ δυνατότητα ἄμεσης ἐπαφῆς καὶ κοινωνίας μὲ τὸν «ἕλληνα λόγο», τὴν γλωσσική μας παράδοση. Διότι ἡ ἐκκλησιαστικὴ λατρεία θὰ διασώζει τὰ ἀκούσματα τοῦ αὐθεντικοῦ ἑλληνικοῦ λόγου μέσα στὴν ἀκατάλυτη συνέχειά του.