Γιατί απέτυχαν τα απελευθερωτικά κινήματα
Κάθε φορά που μελετάμε την περίοδο της τουρκοκρατίας διερωτόμαστε γιατί, ενώ είχαμε τόσες εξεγέρσεις και τόσες απελευθερωτικές κινήσεις, καμία από αυτές δεν κατόρθωσε να σημειώσει επιτυχία και να απελευθερώσει όλο το σκλαβωμένο Γένος. Το γεγονός μάλιστα ότι οι Έλληνες και οι γύρω ορθόδοξοι λαοί ήσαν πολυπληθέστεροι από τους Τούρκους, ιδιαίτερα στην κυρίως Ελλάδα και στα παράλια της Μικράς Ασίας, κάνει το ερώτημα αυτό πιο έντονο.
Στο άρθρο αυτό θα προσπαθήσουμε να εξετάσουμε με προσοχή τα τότε γεγονότα και να προσεγγίσουμε, όσο μπορούμε αντικειμενικότερα, στην απάντησή του. Έτσι, θα βοηθηθούμε στην κατανόηση του σύγχρονου προβλήματος, που είναι η υποδούλωση των τόσων εκατομμυρίων Ελλήνων σε μια φούχτα ξενοκίνητων εξουσιαστών, εκμεταλλευτών και τοποτηρητών των ξένων συμφερόντων.
Η Άλωση της Πόλης κατά το 1453 βρήκε τον Ελληνισμό και τους άλλους ομόδοξους λαούς των Βαλκανίων τελείως χωρισμένους και διαλυμένους. Οι Τούρκοι, με την μέθοδο του σαλαμιού, με την τμηματική δηλαδή αφαίρεση και κατάκτηση εδαφών και με το διαφορετικό καθεστώς για κάθε κατακτημένο μέρος, είχαν καταφέρει να κρατούν διχασμένους τους λαούς. Διατηρώντας δε την μεταξύ των λαών αυτών κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική ανισότητα, κατάφερναν να διαιωνίζουν την κυριαρχία τους και να αντιμετωπίζουν τις διάφορες εξεγέρσεις ως τοπικά μόνο μικροσυμβάντα, αφού καμία, μα καμία από αυτές δε μπόρεσε να ξεσηκώσει όλους τους λαούς ή τουλάχιστον όλον τον Ελληνικό λαό. Και τούτο γιατί έλειπε η συνεκτική αρχή, η ομοιόμορφη καταπίεση και το κοινό όραμα.
Η μόνη συνεκτική δύναμη ήταν η Ορθοδοξία. Αλλά και αυτή βιωνόταν διαφορετικά από τους διάφορους λαούς στις διάφορες περιοχές. Και ναι μεν το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αμέσως μετά την Άλωση, ίδρυσε την Μεγάλη του Γένους Σχολή για την πνευματική τροφοδοσία των Ελλήνων και των άλλων σκλαβωμένων λαών, οι σκλαβωμένοι όμως Έλληνες και οι άλλοι Χριστιανικοί λαοί δεν κατανοούσαν ομοιότροπα την έννοια του Γένους. Κάθε λαός ήθελε να φύγουν μεν οι Τούρκοι, να ελευθερωθούν όλες οι σκλαβωμένες περιοχές, αλλά να καταλάβει αυτός την Κωνσταντινούπολη και να κληρονομήσει αυτός την Αυτοκρατορία.
Πρώτοι οι Βούλγαροι έκαναν την αρχή με το να βάλουν, εξαγοράζοντας τους Τούρκους, Βούλγαρο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, με σκοπό να εκβουλγαρίσουν το Πατριαρχείο και στη συνέχεια όλους τους λαούς. Τις ίδιες βλέψεις είχαν και οι Βλαχομολδαβοί (οι αργότερα Ρουμάνοι), οι Αρμένιοι και αυτοί ακόμα οι Σέρβοι. Ήδη το νεοσύστατο τότε κράτος των Χριστιανών Αρβανιτών (1444) είχε ως σημαία του τον Δικέφαλο Αετό και κρυφό σκοπό την Κωνσταντινούπολη, σκοπός που διατηρήθηκε στην συνείδηση πολλών Αλβανών μέχρι και τον Αλή-Πασά.
Οι Έλληνες, οι οποίοι, όπως είπαμε, ήσαν και οι πολυπληθέστεροι, δε διέθεταν για τους λόγους που προαναφέραμε συνεκτική αρχή εκτός του Πατριαρχείου, το οποίο, ευρισκόμενο στην Πόλη, μέσα δηλαδή στις πύλες της Πύλης, δεν μπορούσε να πρωτοστατήσει σε επαναστατικές κινήσεις και εξεγέρσεις. Η εθνική συνείδηση των Ελλήνων ακολούθησε διαφορετικό ρυθμό καλλιέργειας, ανάλογα με την περιφέρεια και την εξωτερική επίδραση. Ακόμη και η ονομασία των επιμέρους Ελλήνων εξαρτιόταν από τους ξένους και καμιά φορά καθόριζε και τη συμπεριφορά των ιδίων.
Οι «ραγιάδες», για παράδειγμα, ήσαν εκείνοι από τους Έλληνες που είχαν αποδεχτεί την τουρκική κατοχή ως φυσική συνέπεια της θείας νομοτέλειας. Οι Τούρκοι εξασφάλιζαν, κατά τους ραγιάδες, την ησυχία και ο «πολυχρονεμένος» Σουλτάνος εκπροσωπούσε τη θεία Δικαιοσύνη επί της γης. Άρα, κάθε απόπειρα εναντιώσεως προς τον Πατισάχ θα σήμαινε απείθεια προς τη θεία βουλή, που ήθελε την τιμωρία των «αμαρτωλών ραγιάδων». Οι «γιουνάνηδες» (από το «Ίωνες»), κυρίως κάτοικοι της Μικράς Ασίας, είχαν σαφή συνείδηση της ιδιαιτερότητάς τους έναντι των Τούρκων αλλά ζώντας για πολλούς ήδη αιώνες μαζί τους είχαν σχηματίσει την πεποίθηση ότι με τις εξεγέρσεις δεν επιτυγχάνεται η πρόοδός τους, η οποία επιτυγχάνεται με τη συμμόρφωσή τους μεν προς τις εκάστοτε θελήσεις του κατακτητή, αλλά και με την ταυτόχρονη οικονομική και μορφωτική τους ανάπτυξη. Γι’ αυτό και δεν είχαμε σχεδόν καμία εξέγερση στη Μικρά Ασία.
Οι «γραικοί», οι κάτοικοι δηλαδή της κυρίως Ελλάδος και ιδιαίτερα των δυτικών περιοχών, επειδή συνόρευαν με τους λαούς της Ευρώπης, περίμεναν από αυτούς τη λύτρωσή τους και ήσαν έτοιμοι κάθε φορά που εκείνοι τους προέτρεπαν να εξεγερθούν, με καταστρεπτικές τις περισσότερες φορές συνέπειες, όπως στα Ορλωφικά. Οι «ρωμιοί», κυρίως οι κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως και των γύρω περιοχών, ευρίσκονταν ανάμεσα από τους «γιουνάνηδες» και τους «γραικούς». Διατηρούσαν μεν άσβεστη την ελπίδα για αποκατάσταση της Αυτοκρατορίας των Ρωμαίων («πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θα ’ναι»), αλλά εναπόθεταν την εκπλήρωση αυτής της ελπίδος σε θείο θαύμα, σε κάποιο εξαιρετικό γεγονός πάνω από τις δυνάμεις τους. Στην αναβιωμένη αυτήν Αυτοκρατορία των Ρωμαίων θα συμπεριλαμβάνονταν όλοι οι υπόδουλοι λαοί ανεξαρτήτου εθνικότητος, παρά τα τόσα δείγματα ανθελληνικής δράσεως των άλλων λαών.
Όλοι αυτοί οι Ελληνικής καταγωγής σκλάβοι των Τούρκων απέφευγαν στην αρχή να χρησιμοποιήσουν την ονομασία «Έλληνες», γιατί η ονομασία αυτή παλαιότερα αποδιδόταν από τους θρησκευόμενους στους ειδωλολάτρες. Ας μην ξεχνάμε ότι από τα μέσα του 2ου αιώνος προ Χριστού, από την υποταγή δηλ. της Ελλάδος στη Ρώμη και μέχρι το 1821, η ελληνική δημοκρατική συνείδηση ήταν εξοστρακισμένη από την λατινορωμαϊκή, την μουσουλμανική και την φραγκική εξουσιαστική δυναστεία. Μόνο στα εσωτερικά της Ορθοδοξίας και των ελληνικών κοινοτήτων διατηρούταν το ζώπυρον της δημοκρατικής ζωής.
Έτσι λοιπόν, τα τόσα εκατομμύρια των Ορθόδοξων Ελλήνων ζούσαν και πριν και μετά από την Άλωση χωρίς την συνεκτική δύναμη του Ελληνισμού, αφού ούτε συζήτηση δεν έκαναν οι αρχηγοί τους για δημοκρατία ή για Αμφικτυονίες. Έπρεπε λοιπόν να περάσουν αρκετά χρόνια για να ξαναβρούν οι Έλληνες τον Ελληνισμό τους, την κοινοτική τους οργάνωση, την δημοκρατική τους συνείδηση και την Ελληνορθόδοξή τους ταυτότητα.
Σε αυτό συνετέλεσε και η εμφάνιση πολλών Ορθόδοξων Ελλήνων λογίων του εσωτερικού, των γνωστών διδασκάλων του Γένους, οι οποίοι ένωσαν την Ορθοδοξία με τον Ελληνισμό και βοήθησαν στην πνευματική και εθνική καλλιέργεια του σκλαβωμένου Γένους (Κύριλλος Λούκαρης, ο οποίος καταδιώχθηκε από Τούρκους και ξένους, Μελέτιος Πηγάς, Ηλίας Μηνιάτης, Δοσίθεος Ιεροσολύμων, Νικηφόρος Θεοτόκης, Ευγένιος Βούλγαρης, Ευγένιος Αιτωλός, κ.ά.). Αντιθέτως, οι λόγιοι του εξωτερικού βοήθησαν μεν στην ανάπτυξη του Ελληνισμού αλλά επηρεαζόμενοι από το δυτικό πνεύμα δεν ήθελαν την αναβίωση της Αυτοκρατορίας των Ρωμαίων. Ήθελαν μάλλον την δημιουργία κάποιου νεοελληνικού κράτους σύμφωνα με τα πρότυπα των δυτικών βασιλείων και αργότερα των δυτικών αστικών δημοκρατιών.
Εκείνος όμως που βοήθησε όχι μόνο θεωρητικά αλλά και πρακτικά στην σύζευξη Ορθοδοξίας, Ελληνισμού, Κοινοτισμού και στην πνευματική, ηθική και κοινωνική καλλιέργεια των υποδούλων ήταν ο Κοσμάς ο Αιτωλός. Αυτός έθεσε τα θεμέλια του σωστού Ελληνορθόδοξου πολιτισμού. Σιγά – σιγά λοιπόν το Γένος άρχισε να αποκτά και ελληνική συνείδηση και οικονομική ευρωστία και εσωτερική κοινοτική οργάνωση. Έτσι, ήρθε το ποθούμενο, η μεγάλη και η πιο οργανωμένη απ’ όλες τις άλλες επανάσταση του 1821, η οποία πράγματι θα πετύχαινε τους σκοπούς της, αν οι ίδιοι αγωνιστές δεν παρασύρονταν από τις ξένες επιρροές και τις ξένες επεμβάσεις και δεν δέχονταν την ξένη κηδεμονία.
Όπως λοιπόν η έλλειψη ελληνοορθοδόξου και δημοκρατικής συνειδήσεως από τους Έλληνες και τους άλλους γύρω λαούς ήταν η αιτία που έπεσε η Πόλη, που σκλαβώθηκαν όλοι στους Τούρκους, που δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους, που δεν έκαναν κοινή και δυνατή επανάσταση για την απελευθέρωση όλων τους, η ίδια έλλειψη Ελληνισμού και Ορθοδοξίας τούς έκανε να μην ολοκληρώσουν το κοινό όραμα, την καθολική των πάντων απελευθέρωση, να μην δημιουργήσουν την πολυπόθητη ομοσπονδία, να μην προοδεύσουν και να είναι όλοι εξαρτημένοι από τις ξένες δυνάμεις.
Επομένως, όσοι θέλουμε να δούμε τον τόπο αυτό πραγματικά ελεύθερο και αληθινά ευημερούντα και προοδεύοντα θα πρέπει να αναβαπτιστούμε στις ελληνορθόδοξες δημοκρατικές και κοινοτικές παραδόσεις και να αγωνιστούμε με σύνεση και συνεργατικότητα για την βίωση, προάσπιση και διάδοση του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας, γιατί μόνον έτσι θα πετύχομε την κοινή πρόοδο και την κοινή σωτηρία.
Β. Τσούπρας
Εφημερίδα Επάλξεις, Μάρτιος 2012