Χωρίς κατηγορία

«Οὐ πάντων αἴτιος ὁ Θεὸς», Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος – θεολόγος (ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΕΠΑΛΞΕΙΣ, ΦΥΛΛΟ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ)

Στὸ προηγούμενο φύλλο παρουσιάσαμε κάποιες χαρακτηριστικὲς ἀντιλήψεις τόσο ἀπὸ τὴν τραγικὴ ποίηση ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν φιλοσοφικὴ διανόηση σχετικὰ μὲ τὸ ζήτημα τῆς κοινῆς μοίρας τῶν θνητῶν  ̶ τοῦ θανάτου  ̶   καὶ τῆς συνήθους ἀπόδοσης εὐθυνῶν ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων στὸν Θεὸ ὄχι μόνον γιὰ τὸν θάνατο ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅσα δεινὰ συμβαίνουν στὴν ζωή μας.

Σταθήκαμε ἰδιαιτέρως στὴν ἄποψη τοῦ Πλάτωνα ὅτι «θεὸς ἀναίτιος· αἰτία δ’ ἑλομένου» (Πολιτεία 617ce), ὅτι δηλ. ὁ θεὸς εἶναι ἀναίτιος γιὰ τὶς δικές μας ἁμαρτίες* καὶ ὅτι ἡ εὐθύνη βαρύνει τὸν καθένα, ποὺ ἐπιλέγει τὸ μερτικό του, νὰ κάνει τὴν σωστὴ ἐπιλογή, ὥστε νὰ μὴν ταλαιπωρεῖται καὶ ἐν ζωῇ καὶ μετὰ θάνατον. Ἐξ ἄλλου, στὸ Β’ κεφάλαιο τῆς Πολιτείας ἀναφέρει χαρακτηριστικά: «Μὴ πάντων αἴτιον τὸν θεὸν ἀλλὰ τῶν ἀγαθῶν» (19C) καὶ «τῶν δὲ κακῶν ἄλλ΄ ἄττα δεῖ ζητεῖν τὰ αἴτια, ἀλλ’ οὐ τὸν θεόν» (18C).

Στὸ σύγγραμμά του «ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός» (PG 31, σελ. 329- 353), ἑπτὰ περίπου αἰῶνες ἀργότερα, ὁ Μ. Βασίλειος, ποὺ εἶχε ἐντρυφήσει ὅσο λίγοι στὴν σπουδὴ τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, μεταπλάθει ἐπὶ τὸ θεολογικώτερον τὴν ἀντίληψη τοῦ Πλάτωνος περὶ τῆς ἀγαθότητος τοῦ Θεοῦ. Λέγει χαρακτηριστικά:

 

«…κακν λέγομεν τ μν πίπονον κα δυνηρν πρς τν ασθησιν, νόσον σώματος, κα πληγς* σώματος, κα τν ναγκαίων τν νδειαν, κα δοξίας*, κα χρημάτων ζημίας, κα οκείων ποβολάς* · ν καστον μν π το φρονίμου κα γαθο ∆εσπότου πρς τ συμφέρον πάγεται· …Πόλεων δ φανισμο, σεισμοί τε κα πικλύσεις*, κα στρατοπέδων πώλειαι, κα ναυάγια, κα πσαι πολυάνθρωποι φθορα, ετε κ γς, ετε κ θαλάσσης, ετε ξ έρος, πυρς, ξ ποιασον ατίας πιγινόμεναι, ες τν τν πολειπομένων σωφρονισμν γίνονται, τν πάνδημον πονηρίαν δημοσίαις μάστιξι το Θεο σωφρονίζοντος* …τς κακίας τν αξησιν περικόπτουσαι·…στε τ τοιατα κακ παρ Θεο γίνεται, τν ληθινν κακν τν γένεσιν ξαιροντα*· …

 

…Ἀναιρε* τοίνυν τ κακν Θεός· οχ δ τ κακν κ το Θεο· πε κα ατρς ξαιρε*  τν νόσον, λλ’ οχ νόσον μβάλλει τ σώματι·…Τ μν ον κυρίως κακόν, μαρτία, κ τς μετέρας προαιρέσεως ρτηται, φ’ μν ντος πέχεσθαι τς πονηρίας, μοχθηρος εναι·…»

 

Οὔτε λίγο οὔτε πολὺ ὁ Μέγας Βασίλειος στὰ παραπάνω λόγια διευκρινίζει ὅτι αὐτὸ ποὺ οἱ ἄνθρωποι θεωροῦν κακό, δηλ. τὶς ἀρρώστιες, τὶς καταστροφές, τὰ δεινά, τὸν θάνατο, στὴν πραγματικότητα δὲν εἶναι παρὰ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν περιορισμὸ τοῦ ἀληθινοῦ κακοῦ, ποὺ εἶναι ἡ ἁμαρτία. Καὶ αὐτὸς ὁ θάνατος ἐπισυμβαίνει, γιὰ νὰ μὴν διαιωνίζεται ἡ ἁμαρτία.

 Ὁ Θεὸς δὲν δημιουργεῖ τὸ κακό, ἀλλὰ ἐπεμβαίνει γιὰ τὴν ἀποτροπή του, ὅποτε καὶ μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἐκεῖνος ἐκεῖνος κρίνει, ὅπως ὁ γιατρὸς θεραπεύει τὸν ἀσθενῆ, ἀλλὰ δὲν προκαλεῖ τὴν ἀσθένειά του. Ἐξ ἄλλου κατὰ τὸν Βασίλειο καὶ γενικῶς κατὰ τοὺς Πατέρες, τὸ ἴδιο τὸ κακό εἶναι ἀνυπόστατο («στέρησις γὰρ ἀγαθοῦ ἐστι τὸ κακόν»), παίρνει ὅμως ὑπόσταση ἀπὸ τὴν δική μας προαίρεση. Καὶ δίνει τὸ χαρακτηριστικὸ παράδειγμα τοῦ διαβόλου, ποὺ πλάσθηκε μὲν ἀγαθός (ὡς ἄγγελος φωτός), ἐπέλεξε ὅμως τὴν κακία αὐτοπροαιρέτως καὶ στὴν συνέχεια παρέσυρε ἀπὸ φθόνο καὶ «τὸν Ἀδὰμ παγγενῆ», ὅλο δηλαδὴ τὸ ἀνθρώπινο γένος.

Συνεπῶς ὁ Θεὸς ποὺ δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο καὶ ὅλα τὰ ἄλλα δημιουργήματα «καλὰ λίαν» εἶναι ταυτόσημος τῆς ἀγαθότητος. Τὸ κακὸ εἰσῆλθε στὸν κόσμο μὲ τὴν ἁμαρτία, τὴν ἀστοχία, τὴν ἀπροσεξία τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἐπέλεξε αὐτοβούλως νὰ παρεκκλίνῃ ἀπὸ τὸ καλό. Αὐτὴ ὅμως «ἡ μικρὰ ἀπὸ τοῦ ἡλίου παρέκκλισις» ἦταν ἀρκετή, γιὰ νὰ ἐπέλθῃ τὸ σκότος καὶ ὅλα τὰ συμπαρομαρτοῦντα δεινὰ καὶ αὐτὸς ὁ θάνατος, μάλιστα δὲ ὁ πνευματικός, ὁ ἀποχωρισμός μας δηλαδὴ ἀπὸ τὸν ἀγαθό Θεό («ἡ τοῦ Θεοῦ ἀλλοτρίωσις»).

Σὲ ἑπόμενο φύλλο θὰ ἀναφερθοῦμε στὴν ἀξία τῆς προαιρέσεως καὶ πῶς αὐτὴ μπορεῖ νὰ ἀποβῆ ἐργαλεῖο σωτηρίας καὶ ὄχι ἀπωλείας.

Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος – θεολόγος

 

ἁμαρτία = σφάλμα, ἀστοχία.

πληγς = τραύματα.

δοξίας= ταπεινώσεις.

οκείων ποβολάς = θανάτους οἰκείων.

πικλύσεις = νεροποντές.

τν πάνδημον πονηρίαν δημοσίαις μάστιξι το Θεο σωφρονίζοντος = (ἐλεύθερη ἀπόδοση) ἐνῶ ὁ Θεὸς ἀνακόπτει τὴν πάνδημη ἁμαρτωλότητα μὲ ἐκτεταμένες μάστιγες.

τν ληθινν κακν τν γένεσιν ξαιροντα = γιὰ νὰ ἀπαλείψῃ τὰ ἀληθινὰ κακὰ (ποὺ εἶναι οἱ ἁμαρτίες).

ναιρε = ἀνατρέπει (τὸ κακό).

ἐξαιρεῖ = ἀφαιρεῖ (τὴν ἀρρώστια).

κ τς μετέρας προαιρέσεως ρτηται, φ’ μν ντος πέχεσθαι τς πονηρίας, μοχθηρος εναι = (ἐλεύθερη ἀπόδοση) ἀπὸ τὴν δική μας προαίρεση ἐξαρτᾶται εἴτε νὰ ἀπέχουμε ἀπὸ τὴν κακία εἴτε νὰ ταυτιζόμαστε μὲ τοὺς κακούς.